Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ογκώδες αντικείμενο, συνήθως έπιπλο, που μας πλακώνει την ψυχή (από δω και η ετυμολογία), κάνει το δωμάτιο να φαίνεται πιο μικρό, μας δημιουργεί σφίξιμο και μας καταπιέζει.

Λέγεται και για ανθρώπους, ειδικά μεγαλόσωμους, όταν εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Λέγεται επίσης και για ανθρώπους μίζερους οι οποίοι, ίσως και χωρίς να κάνουν τίποτε, με την παρουσία τους και μόνο χαλάνε το κέφι σε μια παρέα και προκαλούν γενικό άγχος.

  1. - Δε με νοιάζει αν είναι καρυδένια η τρίφυλλη η ντουλάπα της θείας σου της Μαριάνθης ... δε με νοιάζει αν είναι κειμήλιο και αντίκα ... εγώ αυτόν τον πλάχτουρα στην κρεβατοκάμαρά μου δεν τον βάζω ... να μου κόβει όλο το φως ... και να πάει να με πάρει ο ύπνος και να τη βλέπω και να με πιάνει εφιάλτης ότι θα βγει από μέσα η θεία σου η Μαριάνθη ...

  2. - Φύγε απ' την κουζίνα, Αναστάση ... μην στέκεσαι έτσι από πάνω μου σαν πλάχτουρας ... κόβω τη σαλάτα και σερβίρω ... μη με αγχώνεις ...

  3. - Τι μας τον έφερες απόψε αυτόν τον Πελοπίδα, ρε κούκλα μου ... τι πλάχτουρας ειν' αυτός ... θρονιάστηκε στην πολυθρόνα μου, μια κουβέντα δεν είπε και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι μέχρι τι ώρα θά 'χει λεωφορείο το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεστή νοημάτων που περιγράφει σκωπτικά κάποιον ο οποίος θεωρεί ότι έχει πιάσει την καλή και έχει, ωσεκτουτού, προκλητικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του - ενώ, στην πραγματικότητα, δεν έχει καταφέρει και τίποτε σπουδαίο και απλώς παραμυθιάζεται και παραμυθιάζει και τον κόσμο.

Διότι, δεν είναι εύκολο πράμα να χουφτώσει κανείς τα παπάρια του Ποντίφηκα. Λίγο η αγαμία των Δυτικών κληρικών, λίγο οι Ελβετοί φρουροί του Βατικανού - ελάχιστοι/-ες έχουν τέτοια οικειότητα με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Βεβαίως, κάποιοι νομίζουν ότι το καταφέρνουν - αυτό, ή κάτι ανάλογης δυσκολίας. Αυτομάτως τότε θεωρούν ότι βρίσκονται σε θέση ισχύος, ότι έχουν μπει σ' όλα τα κόλπα και ότι είναι, γενικώς, οι γκραν γαμάω. Ακολουθεί, αναπόφευκτα, η έπαρσις - ο θεωρών εαυτόν κολλητό του Πάπα συνήθως κάπως την έχει δεικαι γίνεται και ο πρώτος πολ μουρ.

Όλα αυτά προκαλούν όχι μόνο ενόχληση αλλά και δυσπιστία. Και διότι, γενικώς, ως λαός δεν μασάμε, όταν έρθει κάποιος και ισχυρισθεί ότι έχει πιάσει τον Πριμάτο της Ρώμης απ' τ' αρχίδια - ή, κάτι εξίσου μεγαλόστομο και απίθανο - η αντίδρασή μας είναι, πολύ απλά, να μην τον πιστέψουμε. Και να τον κράξουμε εις το τετράγωνο - όχι μόνο διότι πουλάει μούρη, αλλά και γιατί έχει, προφανώς, χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.

Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι ισχυρισμοί του κομπορρήμονος εκτιμάται ότι έχουν κάποια βάση - δήλαδή, αν όντως έχει πιάσει την καλή - η έκφραση αλλάζει και γίνεται είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια' είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια και του τα κουνάει'. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παραλείπεται από την έκφραση το 'νομίζει ...' και συχνά προηγείται ένα επιδοκιμαστικό 'μπράβο τον πούστη ...'

Δες επίσης και το λήμμα Πιάνω τον Θεό απ' τ 'αρχίδια - αν και η σημασία είναι κάπως διαφορετική.

  1. - Καλά, ρε γαμώτο, ο Τσουράπογλου δεν ξηγιέται καλά ... μέχρι προχτές ούζα πίναμε μαζί καθε μεσημέρι και τώρα που πήρε την προαγωγή δε γυρνάει να μας κοιτάξει ...
    - Άσ' τονα μωρέ, το μαλάκα ... πήρε πέντε φράγκα παραπάνω και νομίζει ότι έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια ... γράφ' τονα κι εσύ να τελειώνουμε ...

  2. - Τά 'μαθες για τον Απιθανόπουλο ... έξι διαμερίσματα στο Κολωνάκι πήρε προίκα ... σε ενημερώνω ...
    - Μπράααβο τον πούστη ... αυτός έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια ...
    - Και του τα κουνάει ...
    - Έεετσι ... στο ρυθμό της σάμπας ...

Βλ. και έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.

Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:

  1. καλλυντικές κρέμες και μέικ απ
  2. αντιηλιακά και λοσιόν μαυρίσματος
  3. εντομοαπωθητικά π.χ. Autan

- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμότατο μαγικό φίλτρο. Όποιος το πίνει εξαφανίζεται από μπροστά μας.

Ενδείκνυται η χορήγησή του σε τύπους μας τά 'χουν ζαλίσει μέχρι εκεί που δεν πάει διότι μιλάνε πολύ, λένε μαλακίες κ.λπ. Επίσης σε μωρά που τσιρίζουν.

Ενίοτε, το πίνουμε και οι ίδιοι αυτοβούλως για να αποφύγουμε κάποιον ενοχλητικό (βλ. ανωτέρω), για να μη μας κάνουν τσακωτούς κ.ο.κ.

Το εξαφανιζόλ συντάσσεται πάντα με το ρήμα 'πίνω'. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η φράση 'το πίνω' αρκεί - το εξαφανιζόλ παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενο.

  1. - Πιες το ρε Δημητράκη να ησυχάσουμε ... μας τά 'χεις κάνει νταούλια απ' το πρωί.

  2. - Πού το ακούμπησες το εξαφανιζόλ, Βασούλα ... να το πιω μία πριν έρθει η σπασαρχίδω η ξαδέρφη σου ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.

Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.

  1. Χοντρός καυγάς. Και γαμώ τους καυγάδες. Η ελληνική έκδοση της μονομαχίας στο Ελ Πάσο. Συχνά χρησιμοποιείται και με ισχυρή δόση εσεκεμμένης υπερβολής και ειρωνείας.
  2. Ομαδική πλάκα. Μάλλον χοντρή. Τζερτζελές, χουχλιαμάς, χαβαλέ.
  3. Πολυκοσμία, βαβούρα, οχλαγωγία. Ένα συμπούρμπουλο, τέλος πάντων.
  4. Όπως και το προηγούμενο + ένα στοιχείο ανταγωνισμού. Ένα πατείς με πατώ με ολίγη από ένα δώσε και μένα μπάρμπα.

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.

  1. - Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.

  2. - Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.

  3. - Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.

  4. "Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).

Σχετικό: πατημός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.

Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.

Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.

  1. - Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
    - Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.

  2. Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...

  3. Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω τούμπα, συνήθως από γλύστρα ή παραπάτημα, και απλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο έδαφος.

Λέγεται επίσης πολύ και όταν κάποιος πέφτει από ποδήλατο.

Γενικά, αναφέρεται σε πέσιμο απροσδόκητο και θεαματικό που, σε πρώτη φάση τουλάστιχον, προκαλεί τη θυμηδία των παρισταμένων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές αλλά ποτέ τραγικές.

Αν πούμε «το αγόρασε το οικόπεδο σε καλή τιμή» σημαίνει ότι ο παθών τη γλύτωσε χωρίς πολλά πολλά. Αν πάλι πούμε «ακριβά το πήρε το οικόπεδο» σημαίνει ότι χτύπησε μάλλον άσχημα.

Συγγενή λήμματα: μπίστος, σαβούρδα, τρώω σάρα, σαούλι, σούπα

- Πρόσεχε τώρα που θα βγεις, γλυστράει. Τώρα που ερχόμουν είδα έναν που σαβουρντίστηκε ... δυο στρέματα οικόπεδο αγόρασε ... εκεί, Πρίγκηπος Νικολάου και Ιπποδρομίου που είναι και λίγο κατηφορικά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορίτζιναλ. Η μητέρα όλων των εκφράσεων που προσδιορίζουν κάποιο μέρος που και έτη φωτός μακριά είναι και που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται - αν και τώρα τελευταία λέγεται ότι ο Μάκης ξέρει...

Στου διαόλου τη μάνα καταλήγουμε διότι

α) κάποιος ανόητος μας έδωσε τη λάθος διεύθυνση
β) ο/η συνοδηγός δεν ξέρει να διαβάζει το χάρτη
γ) κάποιος από την παρέα είχε ιδέα να πάμε σε μια καλή ταβέρνα για την οποίαν του είχαν πει
δ) η αποκέντρωση του κρατικού μηχανισμού σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε πέραν πάσης προσδοκίας.

Απαντάται και η ρωσσότροπη εκδοχή «στου διαόλου τη μανίτσκαγια». Όπου, εκτός όλων των άλλων, κάνει και κρύο.

Συνώνυμα: στου διαόλου το κέρατο, στου διαόλου τον πούτσο, στου διαόλου τον κώλο, στου διαόλου το ξεσταύρι

- Ρε πούστη μου, δεν είναι κράτος αυτό ... μια κωλοβεβαίωση για το οικόπεδο ήθελα ... στου διαόλου τη μάνα μ' έστειλαν σ'ένα γραφείο ... και μετά μου λένε πρέπει να την καταθέσω και στο υποθηκοφυλακείο ... τρέχα πάλι, μαλάκα, στου διαόλου τον κώλο ... γαμώτο, δηλαδή

...λίγο ευθεία θα πας, δε θα το χάσεις... (από Jonas, 18/03/09)

Βλ. και αλησμονιά, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κάμερα κλειστού κυκλώματος, σαν κι αυτές που υπάρχουν για να κόβουν κίνηση στα αεροδρόμια, έξω από επαύλεις, στις ρεσεψιόν μεγάλων ξενοδοχείων, στα mall, σε διασταυρώσεις, στην Εθνική Οδό - βασικά, παντού.

- Ρε μαλάκα, ξέρεις τι διάβασα; Στην Αγγλία, λέει, βγάλανε κάτι μπανιστηροκάμερες που βλέπουν μέσα απ' τα ρούχα ... μη τυχόν και κρύβεις κάτι ...
- Εμ, κάτι ήξερε η γιαγιά μου που έλεγε "παιδάκι μου, καθαρό σώβρακο κάθε πρωί γιατί δεν ξέρεις ποιος μπορεί να το δει ..."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified