Άλλη μια Τούρκικη έκφραση που έχει περιέλθει σε αχρηστία στην Τουρκία αλλά επιζεί στην Ελλάδα, κυρίως σε προσφυγικές οικογένειες.

ουζούν = ψηλός
αντάμ = άνδρας
αχμάκ = χαζός
ολούρ = είναι

Και όλο μαζί: ψηλός και χαζός.

Ταιριάζει κουτί σε κρεμανταλάδες μανταχαλαίους, αδέξιους και αργόστροφους.

- Ρε παιδάκι μου, τι 'ναι αυτός ο Κράουτς της Λίβερπουλ; Πού τον βρήκανε; Δίμετρο σέντερ φορ και μια κεφαλιά να μη μπορεί να πάρει; Όλο αγκώνες βάζει, όλο φάουλ κάνει. Κι από πάσα, μη τα συζητάς...
- Εμ, τι περιμένεις, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω οργασμό.

Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.

  1. Ο θετικός: "Ναι ... Ναι ... Ναι ..."
  2. Ο αρνητικός: "Όχι ... όχι ... όχι ..."
  3. Ο αντιφατικός: "Ναι ... Ναι ... Όχι ... Όχι ... Ναι ... Όχι ... Ναι ..."
  4. Ο ερωτηματικός: "Τί σου κάνω, μάνα μου; Τί σου κάνω; Τί σου κάνω;"
  5. Ο χριστιανικός: "Παναγιά μου! Παναγιά μου! Παναγιά μου!"
  6. Ο οθωμανικός: "Αμάν ... Αμάν ... Αμάν ..."
  7. Ο ανεξίθρησκος: "Αμάν Παναγιά μ' ... Αμάν Παναγιά μ' ... Αμαν Παναγιά μ' ..."
  8. Ο τουριστικός: "Oh my God! Oh my God! Oh my God!"
  9. Ο χρόνου προσδιοριστικός: "Τώρα ... τώρα ... τώρα ..."
  10. Ο τόπου προσδιοριστικός: "Εκεί ... Εκεί ... Εκεί ..."
  11. Ο τρόπου προσδιοριστικός: "Έτσι ... έτσι ... έτσι ..."
  12. Το Ολυμπιακό ιδεώδες: "Πιο βαθιά ... πιο δυνατά ... πιο γρήγορα ..."
  13. Ο βωβός: " ... "
  14. Ο βουκολικός: "Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'!"
  15. Ο οργασμός της αγελάδας: "Μμμμ ... Μμμμ ... Μμμμ ..."
  16. Ο απαιτητικός: "Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο!"
  17. Ο διεισδυτικός: "Πιο μέσα! Πιο μέσα! Πιο μέσα!"
  18. Ο κοπτοραπτικός: "Σκίσε με! Σκίσε με! Σκίσε με!"
  19. Ο οδυνηρός: "Ωχ! Ωχ! Ωχ!"
  20. Ο ιαματικός: "Πάρτα μωρή άρρωστη"
  21. Ο περιγραφικός: "Χύνω! Χύνω! Χύνω!"
  22. Ο διακριτικός: "Τελείωσες, μωρό μου;"
  23. Ο απολογητικός: "Γκννν ... ωχ ... σόρυ, σόρυ ρε γαμώτο"
  24. Ο δολοφονικός: "Έτσι και τελειώσεις μέσα, σε σκότωσα"

Βλέπε άνωθι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλάκια.

Λέξη που πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά από μαμάδες προς παιδάκια - άντε μέχρι τριών χρονών.

Οποιαδήποτε άλλη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.

Η χρήση μεταξύ ενηλίκων σ' ένα τρυφερό είναι δείγμα προχωρημένου γουτσισμού. Τον οποίον γουτσισμό κάθε υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος οφείλει να αποκηρύξει. Μετά βδελυγμίας.

Η χρήση μεταξύ ενηλίκων σε ερωτικές στιγμές είτε είναι απλώς σαχλή είτε, στα σωστά χείλη (με πιάνεις;) μπορεί να γίνει και πολύ πρόστυχη.

  1. Αχ παιδάκι μου, χτύπησες το δαχτυλάκι σου; Η μαμά θα το κάνει μάκια να περάσει.

  2. Από το τραγούδι 'Μάκια μάκια' (στίχοι: Γ. Γιαννακόπουλος, μουσική: Τ. Μωράκης, πρώτη εκτέλεση Άννα Φόνσου - oh, yes)

Έλα φίλα με κι εσύ
Η ντροπή μισή μισή
Μάκια μάκια μάκια μάκια
Στα χεράκια στα λαιμάκια
Μάκια μάκια μάκια μάκια

  1. - Αχ μωρό μου, το ξέσκισες το μουνάκι μου ... έλα να το κάνεις μάκια να μην πονάει ... (... λέει, κι από μέσα της εννοεί: - Πάλι σε δυο λεπτά τελείωσες, άχρηστε ... έλα τουλάχιστον, να γλείψεις λίγο μπας και δούμε φως κι εμείς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη πιο σουρεαλιστική εκδοχή του κλασικού 'μάσάει η κατσίκα ταραμά;'

Η απάντηση είναι:

- Πατινάρει ... και πετάει και πάγο ...

Άλλο συνώνυμο:

- Σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;
- Σπινιάρει ... και κάνει και τούμπες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Μια πιο σουρεαλιστική έκδοση της κλασσικής πλέον έκφρασης: 'μασάει η κατσίκα ταραμά;'

Η απάντηση - πέραν του προφανούς 'είσαι μαλάκας' - είναι:

'Σπινιάρει ... και κάνει και τούμπες'

Άλλο συνώνυμο:

- Πατινάρει το σκουλήκι στο τζατζίκι;
- Πατινάρει ... και πετάει και πάγο ...

Got a better definition? Add it!

Published

Κοινή, πλέον, έκφραση που αποτυπώνει την τεράστια αγωνία του Έλληνα να μην πιαστεί κορόιδο. Είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή κλασικών ρητορικών ερωτήσεων όπως:

Η απάντηση που προφανώς περιμένει αυτός που ρωτάει μάλλον επιθετικά αν η κατσίκα μασάει ταραμά –και όλα τα υπόλοιπα– είναι «όχι, βέβαια» ή, ακόμη καλύτερα, μια απόλυτη σιωπή. Τότε νιώθει ο ερωτών ότι τάπωσε τον μαλάκα που πήγε να του τη βγει και επιβεβαιώνει στον εαυτό του και την παρέα ότι αυτός είναι και ο πρώτος μάγκας.

Το πρόβλημα του Έλληνα, όμως, είναι ότι ο κάθε Έλληνας θεωρεί για πάρτη του ότι εκείνος είναι ο πρώτος μάγκας –και κανένας άλλος. Και, συνεπώς, έχει έτοιμη την αποστομωτική απάντηση στην ερώτηση που υποτίθεται ότι θα έβαζε τελεία και παύλα στην κουβέντα –τάπα στην τάπα, δηλαδή. Έτσι λοιπόν:

– Μασάει η κατσίκα ταραμά;
– Μασάει... Και φτύνει και τα κουκούτσια...

Που σημαίνει: «Μαλάκα, περνιέσαι για ξύπνιος, αλλά αυτό που λέω εγώ θα γίνει και θα πεις κι ένα τραγούδι».

Ή ακόμη και: «Άμα έρθουμε στα ζόρια, όλα τα καταπίνουμε –και πάλι καλά που δεν φάγαμε και τα κουκούτσια».

Συνώνυμες εκφράσεις:

Σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;
– Σπινιάρει... και κάνει και τούμπες...

και

– Πατινάρει το σκουλήκι στο τζατζίκι;
– Πατινάρει... και πετάει και πάγο...

  1. Τι λε ρε ταρίφα, 100 ευρώ γι' αεροδρόμιο; Σε τα μας, ρε φιλάρα; Μασάει η κατσίκα ταραμά;

  2. – Δεν γίνονται αυτά τα πράματα ρε Γιώργο... Να μας φέρει και Σάββατο και Κυριακή για απογραφή... για μαλάκες μας περνάει; Μασάει, ρε, η κατσίκα ταραμά;
    – Μασάει, Θανασάκη μου, μασάει... και φτύνει και τα κουκούτσια... Εγώ θά 'ρθω γιατί οι κάρτες έχουν πάει στο κόκκινο κι έχω ανάγκη τις υπερωρίες...

Ρωτήστε με για (από spydel, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψη μαραμένη και ελεεινή. Φάτσα για κλάμματα, απορρύθμιση των άκρων, σχεδόν πλήρης αδυναμία κίνησης και άρθρωσης - όλα αυτά συνέπεια κούρασης και αϋπνίας, είδικά όταν το ξενύχτι συνοδεύεται από πολλά τσιγάρα και ξύδια.

Συγγενείς έννοιες: σαν τον πούτσο μου ξενύχτη, σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

- Καλά ρε μαλάκα, τι φάτσα είν' αυτή; Σαν κλασμένο μαρούλι είσαι πάλι.
- Μμμμμμ ... δε κοιμήθηκα .... πφπφπφπφ ..... πόκα ... τριαντάεξι ώρες .... έμπλεξα ...
- Άντε ρε για ύπνο, δε βλέπεις μπροστά σου, ρε μαλάκα, δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου ... θες ταξί;
- Νννναί ... πατσά, όμως, πρώτα ... θα στανιάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτικός όρος, κυρίως στην πόκα. Ο άνθρωπος ο οποίος μονίμως χάνει. Με τα λεφτά του κινείται το καρέ.

- Πενήντα ευρώ.
- Τα πενήντα και άλλα πενήντα, να γίνει ένα κατοστάρικο στρογγυλό.
- Τα βλέπω, μέσα. Τρεις βαλέδες έχω.
- Σόρυ, φουλ της ντάμας ...
- Καλά, ρε Καραμήτρο, πού πας με τρεις βαλέδες ... δε βλέπεις ότι έχει δυο ντάμες κάτω ... μια ακόμη νάχει στο χέρι του κερδίζει, δε χρειάζεται καν το φουλ ... αλλά μια ζωή αιμοδότης είσαι ... και πληρώνεις και δε μαθαίνεις ... - Έλα, να μη μιλάνε οι απέξω ... ποιός κάνει φύλλα;

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά βάση, ο ζιγκολό. Νεότερος, συνήθως, σε ηλικία άνδρας ο οποίος εξυπηρετεί σε σταθερή βάση τις ερωτικές ανάγκες ώριμης σχετικά κυρίας αντί οικονομικού ή άλλου ανταλλάγματος - λέγεται και επαγγελματίας ή επ' αμοιβή πουτσοδότης.

Καταχρηστικά, και ειρωνικά, ο όρος χαρακτηρίζει και το σπυριάρικο πιτσιρίκι που του έκατσαν το καλοκαίρι δυο σταφιδιασμένες τουρίστριες και έκτοτε το έχει δει και οι πρώτος γαμίκουλας.

Εθελοντής πουτσοδότης, αντιθέτως, λέγεται ο καλός φίλος - πολλές φορές, παιδικός φίλος - στον οποίον μια γυναίκα προστρέχει για έναν πούτσο μια στις τόσες, χωρίς προκαταρκτικά και χωρίς περαιτέρω, όταν η παρατεταμένη αγαμία αρχίζει να την ενοχλεί. Το αντίστοιχο του αγγλικού fuck buddy.

  1. - Καλά ρε, πού τη βρήκε τη Χάρλεϊ ο Κωνσταντίνος; Φιλόλογος είναι ...
    - Καλά, πού ζεις ρε ούφο; Το άτομο έχει κάνει καριέρα πλέον ως επαγγελματίας πουτσοδότης - έχει τώρα την κυρία Χατζημπαρμπούτσαλου, την ταΐζει, την ποτίζει και αυτή τα στάζει κανονικά ...
    - Ναζωραίος ο Κωνσταντίνος ...

  2. - Το Πάσχα πάω Στοκχόλμη Ιντερέιλ - πάω να δω την Ίνγκα και θέλει, λέει, να με γνωρίσει και σε μια φίλη της και προβλέπω φάση χοντρή τριφασική ...
    - Μπράβο, ρε Τζόνι, πουτσοδότη ... διότι και τι θα έκανε ο γυναικείος πληθυσμός της Σκανδιναβίας χωρίς εσένα ...

  3. - Α, η Ειρήνη είναι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα. Μένει μόνη της, έχει την ησυχία της, καλή δουλίτσα, δικό της αυτοκίνητο ... έχει και τον προσωπικό της εθελοντή πουτσοδότη ... δεν την βλέπω να θέλει να μπλέκει με σχέσεις και με τέτοια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified