Σημαίνει γαμάω-ώ. Το λέμε όταν είναι κοντά παιδάκια, να μην ακούνε και μαθαίνουν.

Δεν παλεύεται η δουλειά Τάκη, μάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει στην πούτσα μου, δηλαδή δε με νοιάζει, δε με απασχολεί, έχω γραμμένο κτλ. Ακολουθεί απόπειρα ετυμολόγησης:

στην πούτσα μου -> στη μπούτσα μ' ->ζ' μπούτσα μ' -> ζμπούτσαμ

Αντίστοιχα και ζμπούτσασ, ζμπούτσατ, κ.ο.κ.

Ζμπούτσαμ ρε φίλε, το χάλασες, θα το πληρώσεις! Τελείωσε!

(από jorje26, 05/10/06) (από allivegp, 17/10/12)(από allivegp, 17/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντόφλα συνήθως πλαστική, που συγκρατείται από δύο λουριά σχήματος V (διχάλα), των οποίων η γωνία περνάει μεταξύ του μεγάλου δάχτυλου και του αντίστοιχου δείκτη του ποδιού, χωρίζοντας τελικά τα δάχτυλα των ποδιών σε ένα και τέσσερα. Προφέρεται «διχάλα ένα τέσσερα».

1-4

Φοριέται κυρίως στο σπίτι και την παραλία από άνδρες και γυναίκες. Τελευταία εμφανίζονται και κυριλέ μοντέλα, π.χ. από δέρμα, αποτελώντας πιο επίσημο υπόδημα. Πολλοί θεωρούν τις διχάλες 1-4 θηλυπρεπείς, κι επιμένουν στη χρήση κλασσικής παντόφλας τύπου 5-0 από άνδρες (βλ. εικόνα). Ωστόσο, η διείσδυση της 1-4 στο ανδρικό κοινό γνωρίζει μεγάλα ποσοστά, άνευ προηγουμένου.

5-0

Η «διχάλα» προκύπτει απ' το σχήμα των λουριών που δένουν στο πόδι. Το «1-4» προκύπτει απ' τον χωρισμό των δακτύλων. Ωστόσο πολλοί ειδικοί (στιλίστες, ποδίατροι, συντάκτες του STAR channel κ.λπ.) που έχουν πάρει τη δουλειά τους πιο σοβαρά απ' τον υπόλοιπο πλανήτη υποστηρίζουν πως ο όρος «1-4» δεν καλύπτει παρά ένα υποσύνολο των περιπτώσεων, και πως η φορμαλιστική ονομασία της παντόφλας θα έπρεπε να είναι:

διχάλα «1-ν», για ν = μ-1, όπου μ ο αριθμός των δακτύλων του ποδιού

καλύπτοντας έτσι θύματα ατυχημάτων, τερατογενέσεις και άλλες δυσμορφίες.

1-ν

Η διχάλα 1-4 λέγεται και εκ παραδρομής σαγιονάρα, στα ιαπωνικά Sayōnara που σημαίνει αντίο, από τίτλο κινηματογραφικής ταινίας στην οποία οι πρωταγωνιστές φορούσαν τέτοιες παντόφλες. Στα αγγλικά λέγεται flip-flop, από τον ήχο που προκαλείται περπατώντας με τέτοιες παντόφλες.

-Και γιατί φάγατε πόρτα;
-Αφού ο μαλάκας ο Λέλος έσκασε στο μεταλάδικο με διχάλα 1-4, πώς να μη φάμε; Και ξέρεις ε, στα μεταλάδικα οι γυναικωτοί δεν συγχωρούνται. Μόνο η αντρίλας και η βαρβατίλας επιτρέπονται! Αμ πως...

(από AN21, 06/01/10) (από allivegp, 29/04/10)

Βλέπε και παντόφλα στρινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκωτσέζικο ουίσκι, με τη σωστή προφορά.

Πιάσε ένα σκατς ον δε ραξ ρε Τάκη να πάνε κάτω τα φαρμάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας είναι εκείνο το είδος οδηγού που παρεμβαίνει στην εμφάνιση του εκάστοτε αυτοκίνητου που έχει με ποικίλα είδη αισθητικών βελτιώσεων. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι αισθητικές βελτιώσεις διαφέρει ανάλογα το είδος του κάγκουρα. Η δραστηριότητα του κάγκουρα επεκτείνεται και στην παρακολούθηση αγώνων μηχανοκίνητων αυτοκινήτων και στην ανάγνωση περιοδικών με τιμές αυτοκινήτων που δε θα αγοράσει ποτέ. Μάλιστα οι περισσότεροι κάγκουρες των 90's μεγάλωσαν παίζοντας με κάρτες που ανέγραφαν πληροφορίες για την ισχύ των μηχανών, τη μέγιστη ταχύτητα και το βάρος των αυτοκινήτων υπερ-ατού. Ένας τυπικός κάγκουρας φοράει αθλητικό παπούτσι του οποίου η σόλα πλησιάζει την υφή των ελαστικών του αυτοκινήτου του. Επίσης μια ιεροτελεστία του είδους αποτελεί η ηχορύπανση κυρίως τις βραδινές ώρες όπου κυκλοφορούν τα θηλυκά του είδους. Θα λέγαμε πως η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο απο τον χορό γονιμότητας του είδους.

Ετυμολογία

Η πρωτογενής έννοια της λέξης κάγκουρας σημαίνει ο επιδειξίας, ο λαϊκός τύπος, αυτός που αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.

συνώνυμα: μανιάουρο (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών), σεμπρικομανιάουρο (αυτός που έχει σεμπρικ στο αυτοκινούμενο όχημα του), ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από χαλκίδα) .

Είδη

Κάγκουρες συναντώνται σε αρκετές χώρες, με κυριότερες τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Υπάρχουν διάφορα είδη στη φύση, ανάλογα με το μέγεθος της μετατροπής που έχει υποστεί το αυτοκίνητο, ή ανάλογα της φιλοσοφίας του κάγκουρα. Τα πιο συνηθισμένα είδη που συναντά κανείς στους ελληνικούς δρόμους είναι τα εξής:

  • ο εκκολαπτόμενος
  • ο γρήγορος
  • ο κυριλάτος
  • ο ψαγμένος
  • ο δάγκουρας
  • ο μάγκουρας ή μάκουρας
  • ο καβουροκάγκουρας

Άλλα χόμπυ

Ο κάγκουρας επίσης ασχολείται πολύ με το καρτοκινητό του.

Από την Ανεγκυκλοπαίδεια, την ελεύθερη παρωδία

καγκουράμαξο

Got a better definition? Add it!

Published

Προσφώνηση ατόμου ξηγημένου, που φέρθηκε σωστά ή είπε κάτι σοφό ή αστείο ή έξυπνο. Όσο περισσότερα τα σ, τόσο πιο ξήγας.

Είσαι ωραίος -> 'σ' ωραίος -> σωραίος

- Ρε φιλαράκ', έχεις ένα τσιγάρο; - Πάρε δύο... - Σσσσσσσωραίος!

(από Galadriel, 05/07/14)(από patsis, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης στον καθωσπρέπει -γραπτό κυρίως- λόγο.

Να μην πάμε κι εμείς μια φορά διακοπές σαν άνθρωποι ρε φούστη μου;

(από Khan, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση της έκφρασης μη γαμήσω με εικονογραφημένο γρίφο (rebus, βλ. εικόνα 1).

Και οι δύο μορφές χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν τα ίδια αρνητικά συναισθήματα, ανάλογα τα συμφραζόμενα: οργή, τσαντίλα, απαξίωση. Περιφραστικά, μπορούν να σημαίνουν:

  • άντε τώρα μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα
  • άντε τώρα μην τα πάρω στο κρανίο
  • άντε τώρα μην τονε γαμήσω κι αυτόνενα
  • πφφ, σιγά τον μαλάκα

κ.ό.κ. Συνώνυμη έκφραση για την τέταρτη χρήση είναι η μη χέσω (βλ. παράδειγμα 3).

Χαρακτηριστικά, ενώ πολλές φορές η αιτία της οργής έχει προσδιοριστεί και μάλιστα με ακρίβεια, η φράση συντάσσεται με αοριστολογικές αντωνυμίες, αφήνοντας υπονοούμενο μεν, ξεκάθαρο δε (βλ. παραδείγματα 1 και 2).

Η ρεμπουσική μορφή συναντάται εκτενώς διαδικτυακά, ως στάμπα σε μπλούζες (βλ. εικόνα 2), κ.τ.λ., ωστόσο το λήμμα απαντάται και ολογράφως, ως μία ή και δύο λέξεις.

Πάντως, θα μπορούσε κανείς να κωδικοποιήσει περαιτέρω τη φράση (βλ. εικόνα 3).

  1. - Ποιος μαλάκας ήπιε την τελευταία κοακόλα που περιμένω δύο ώρες να παγώσει;
    - Εεε... ο Τάκης νομίζω...
    - Να του πεις να παίρνει δικές του άλλη φορά ο παλιομαλάκας, μυγαμήσω κάνα κώλο!
    - Σαν ποιου τον κώλο, Σάκη; Τον δικό μου; Εγώ τι φταίω;
    - Του Τάκη βρε μαλάκα! Συγκεντρώσου!

  2. Κοίτα κοίτα που πάει να χωθεί ρε ο κόπανος, μυγμήσω κάνα ταρίφα πρωινιάτικα!

  3. - Κόψε τον τύπο απέναντι, το κολλητό μπλουζάκι τον μάρανε τον λαπά!
    - Ναι μυγαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παγωτό - γρανίτα για την κατανάλωση του οποίου απαιτείται σπρώξιμο του προϊόντος πιέζοντας τη μακρόστενη συσκευασία από κάτω και γλείψιμο / πιπίλισμα του προϊόντος που προεξέχει από πάνω.

- Κύρ-Κώστα, πιάσε ένα μάλμπουρο κι ένα σπρώξε-γλείψε για το μικρό...

(από jorje26, 29/06/07)(από Khan, 10/04/14)

Δες και καυλίππο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα σπάει σε όλους δημοσιεύοντας συνέχεια απαντήσεις σε κάποιο forum, ή στέλνοντας email, χωρίς τα οποία όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα.

Προκύπτει από το σπαμ (spam) + σπασαρχίδας.

- Απάντα του ρε!
- Δε μπαίνω καν στο τριπάκι ν' απαντήσω στο σπαμαρχίδα! Θα με πρήξει στα PM μετά...

για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας (από jesus, 28/06/08)Το ορίτζιναλ σπαμ (από poniroskylo, 28/06/08)

βλ. και σπαμστικός, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified