Το ψέμα, το μούσι.

- Πώς τα πας με τον Φούλη φιλενάδα;
- Ποιον Φούλη καλέ, τού 'δωσα τα βάγια. Με είχε φλομώσει στο μουσαντέ ο μαλάκας. Θα χωρίσει, θα είμαστε μαζί, θα παντρευτούμε, θα κάνουμε παιδιά, θα μ' έχει βασίλισσα... Παπαριές μανίτσα μου.

(από poniroskylo, 06/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταούλι (βλ. φωτο 1) είναι γνωστό ευμεγέθες κρουστό μουσικό όργανο. Η έκφραση αναφέρεται στα αρχίδια μας, τα οποία κάποιος έχει πρήξει και μοιάζουν με το συμπαθές προαναφερθέν μουσικό όργανο, τουλάχιστον από πλευράς μεγέθους, ενώ δεν υπάρχουν αναφορές για προσομοίωση και του σχήματος.

Συνώνυμη έκφραση: μας τά 'χεις κάνει τσουρέκια (βλ. φωτο 2), αν και το μέγεθος του τσουρεκιού υπολείπεται αυτού του νταουλιού. Θεωρητικώς λοιπόν πρώτα γίνονται σαν τσουρέκια και αν το πρήξιμο συνεχίσει γίνονται νταούλια.

Παρά την κρατούσα άποψη ότι η έκφραση είναι καθαρά μεταφορική διότι πρακτικά δεν απαντώνται αρχίδια σε μέγεθος τσουρεκιού ή νταουλιού, η ζοφερή πραγματικότητα είναι άλλη και είναι αυτή που γραφικά αποτυπώνεται στο λινκ που παρατίθεται, αν και δεν υπάρχει σαφής και επιστημονικά τεκμηριωμένη απόδειξη ότι η πάθηση οφείλεται στο ότι κάποιος μας τά 'χει ζαλίσει.

  1. Τι κορνάρεις ρε γαμημένε μισή ώρα; Μας τά 'χεις κάνει νταούλια πρωί πρωί μη σου γαμήσω τίποτα...

  2. ... Έλεγε, έλεγε, έλεγε ο καριόλης και σταματημό δεν είχε. Μας τά 'κανε νταούλια. Αφού σε μια φάση είπα να κόψω το δάχτυλο μου με κάτι για να ματώσει και να ζητήσω να βγω έξω και καλά. Δεν αντέχεται ο πούστης... Και είναι και η βιολογία γάμησέ το μάθημα, τα μόρια και τα ένζυμα και τα ένσημα... Άει σιχτίρι λέω γω...

(από acg, 06/05/08)(από acg, 06/05/08)

Βλ. και μας τα'χεις κάνει κρεμμυδασκέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπρός γενναίοι μου, ορμάτε εσείς μπροστά κι εγώ από πίσω, γιούργια στα παλιούρια ή γιούργια στον ταμπλά με τα κουλούρια που λέω κι εγώ, γενικώς πρόσω ολοταχώς χωρίς να κρατάμε καμία εφεδρεία ή πισινή.

Όπως λέει κι ο φίλτατος foobaras στο σχετικό λήμμα, βούρ σημαίνει «δρόμο για / κατευθείαν στο», αλλά εδώ μπαίνει και η γαστριμαργική διάσταση του θέματος, τουλάχιστον για τους θιασώτες του σχετικού εδέσματος.

  1. Πηγα στο μαγαζι τυχαια επειδη ειχα κενο απο τη δουλεια μου ενα απογευμα Τεταρτηs.Η κοπελα προs μεγαλη μου εκπληξη ηταν η Ελινα,γνωστη απο παλιεs καλεs μερεs.Ετσι το να περασω ηταν μονοδρομοs για μενα,επειδη η κοπελα ειναι απο τα "βαρια" χαρτια του χωρου.Το προγραμμα ειναι τυποποιημενο και εχει ολεs τιs στασειs...του μετρο.To βασικοτερο βεβαια ειναι οτι ολα γινονται επαγγελματικα,χωριs βιασινη και με σεβασμο στον πελατη και τα ευρω του.H μονη μου ενσταση [που θα διορθωθει προσεχωs οπωs με διαβεβαιωσε η υπηρεσια] ειναι η ελλειψη ντουζιεραs σε καθε δωματιο.Λοιπον συναγωνιστεs βουρ στον πατσα και δεν θα χασετε. ps: καθε Τεταρτη και Πεμπτη απογευμα οπωs μου ειπαν.
    [από το διαδίκτυο - bourdela.com]

  2. - Tι να κάνω ρε μαλάκα; Να πάω; Ή μήπως να περιμένω μπα κι έρθει εκείνη;
    - Τι να περιμένεις ρε μπάμια; Το τραμ; Ρε βουρ στον πατσά και μη μασάς! Θα σ' το φάει άλλος το γκομενάκι και θα μείνεις μπακούρι να τραβιέσαι από putzinstitut σε putzinstitut. Άντε, έμπαινε Γιούτσο!

(από acg, 09/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικώς το γνωστό συμπαθές ελεφαντάκι της Disney (βλ. σχετική φωτό) με σήμα κατατεθέν τα μεγάλα και πεταχτά αυτιά. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, έχει επικρατήσει να αποκαλούμε ντάμπο όλους αυτούς που έχουν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, τις λεγόμενες αυτόγκες ή αυτούμπες. (βλ. σχετικές φωτό)

Προσοχή: ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Αυτιάς (βλ. φωτό), παρά το όνομα και όλα τ' άλλα κακά της μοίρας του που αναλύονται στο ομώνυμο λήμμα, ΔΕΝ είναι ντάμπο. Τα υπόλοιπα κουσούρια αρκούν και προσφέρονται εξίσου για χαβαλέ, οπότε παρακαλώ χρησιμοποιείτε αυτά.

Συνώνυμα: αυτιάγγουρας, μπακαυτιάς.

Φυσικοί εχθροί: Ο γνωστός πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας Mike Tyson (βλ. σχετική φωτό), ο οποίος προφανώς έχει ένα πράμα με τ' αυτιά, οπότε αν είσαι και ντάμπο κινδυνεύεις ακόμη περισσότερο.

Τέλος, παρά την κρατούσα άποψη ότι τα μεγάλο αυτιά δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα, πολλοί συνάνθρωποί μας (τρόπος του λέγειν) όχι μόνο επιθυμούν να τ' αποκτήσουν (φωτό) αλλά έχουν βασίσει και την επαγγελματική τους καριέρα σ' αυτά (φωτό)

- Πώς σου φάνηκε τελικά η Σούλα, δε μας είπες...
- Έλα ρε τώρα, ο ντάμπο το ελεφαντάκι. Τουλάχιστον ακούει καλά μ' αυτές τις αυτούμπες; Τρία στρέμματα αυτί ρε πούστη μου και πας να μου την πασάρεις για μοντέλο; Έλεος.
- Τσου ρε Αλέν Ντελόν, που σου πέφτει και λίγη...

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του σπασοκλαμπάνια. Αν ο σπασοκλαμπάνιας είναι ο σπασαρχίδης, συνεπάγεται ότι τα κλαμπάνια είναι τ' αρχίδια, ρωτήστε και τον jorje26 που το κατέχει το μαθηματικό. Η κατάληξη -όλας / -όλα υποδηλώνει συνήθως μεγάλο μέγεθος όπως στην περίπτωση των μουσικών οργάνων όπου η βιόλα είναι μεγαλύτερη από το βιολί (βλ. σχετική φωτό). Ο κλαμπανιόλας λοιπόν είναι αυτός που μεγαλώνει τ' αρχίδια άλλων διά της μεθόδου του πρηξίματος αυτών.

Εκτιμώ ότι το παράδειγμα του νταή στο λήμμα σπασοκλαμπάνιας εξαντλεί το θέμα.

(από acg, 10/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To πιστόλι ή το περίστροφο στην πιο μάγκικη εκδοχή του. Απαντάται και ως «σίδερο» ή «σιδερικό».

- Και σηκώνομαι ρε μάγκα μου να τον πλακώσω στα σούτια και τι βγάζει ρε μαλάκα το άτομο;
- Σουγιά;
- Όχι.
- Μαχαίρι;
- Ούτε.
- Αυτές τις μαλακίες που έχουν οι νίντζα;
- Ούτε.
- Ε, τι έβγαλε ρε γαμημένε; Μας έσκασες!
- Κουμπούρι ρε μαλάκα. Είχε σίδερο μαζί του το αρχιδάκι κι έκανε τον μάγκα. Έτσι ξέρω κι εγώ να κουνιέμαι.

(από acg, 10/05/08)(από patsis, 22/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία πιο σεξουαλική εκδοχή της πασίγνωστης ρήσης «το πάθημα μου 'γινε μάθημα». Οι κωλοραφές μπορεί να είναι κυριολεκτικά το αποτέλεσμα της τυχαίας ή / και απότομης εισόδου κάποιου αντικειμένου στον πρωκτό, χωρίς να έχει προηγηθεί η σχετική διαδικασία προετοιμασίας διά της λιπάνσεως, αυτό που ο πάνσοφος λαός λέει «μας σκίσανε τον κώλο».

Μεταφορικά οι κωλοραφές είναι τα επώδυνα μαθήματα που έχουμε πάρει από κακές επιλογές ή γενικότερα εμπειρίες του παρελθόντος.

- Μην τρελαίνεσαι μεγάλε. Εύκολο είναι: μπαίνεις στο κατάστημα απότομα και φωνάζεις «ληστεία, μην κουνηθεί κανείς καριόληδες, σας έφαγα».
- Πολύ Pulp Fiction βλέπεις μαλάκα. Αλλά επειδή έχω κωλοραφές από τέτοια, άκου με και μένα. Δε δουλεύει έτσι το πράγμα τόσο απλά. Εγώ δεν πάω πάλι στη στενή. Κάν' το μόνος σου αν θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σχετική κλίμακα του λαλήματος, αυτή δηλαδή που μετράει πόσο τά 'χει χάσει κάποιος δυστυχής, τα πράγματα έχουν ως εξής:

α. Χτυπάω μπιέλα, ήτοι κουράστηκα, εξαντλήθηκα κλπ. Σηκώνει επισκευή όμως το πράγμα, δεν είμαι και του πεθαμού.

β. Χτυπάω στρόφαλο, ήτοι είμαι εντελώς χάλια, έχω σφυρίξει, έχω λαλήσει κανονικά ρε παιδί μου και παίζεται αν θα στρώσω.

γ. Έχω αρπάξει σασί, όχι ακριβώς με την έννοια που προσδίδει ο filologas εδώ. Έχω πλέον σοβαρή βλάβη, είμαι εντελώς γκολ και θα μου μείνει κουσούρι ό,τι και να γίνει.

δ. Βγαίνω Π.Ε.Ε. ή B.L.R., ήτοι Πέραν Επιτοπίου Επισκευής ή Beyond Local Repair. Ήρθε το τέλος...

Σημείωση: Ο κατά freestyler1969 στρόφαλος μπορεί να σχετίζεται με τον εδώ μόνο στην περίπτωση που αυτά που περιγράφει οφείλονται σε υπερβολική κούραση, λάλημα ή σφύριγμα.

  1. - Τί έγινε τελικά στο 5 επί 5 χθες;
    - Τί να γίνει ρε δικέ μου; Αυτοί ρε τρέχουν κανονικά. Μου βγήκε η γλώσσα μέχρι το πάτωμα μεγάλε. Χτύπησα στρόφαλο λέμε. - Σ' τά 'λεγα εγώ, τι θες και μπλέκεις με τη νεολέρα ρε μαλάκα; Παίξε κάνα τάβλι, κάνα μπουρλό που δεν κινδυνεύεις...

  2. ... μας είχε μία ώρα στη ντάλα εν-δυο κάτω, ο καριόλης. Μιλάμε ότι χτυπήσαμε στρόφαλο όλοι. Σαν τις μύγες πέφτανε. Και πάνω που μας είπε ότι τελείωσαμε και χαρήκαμε, μας τό 'σκασε το παραμύθι ότι έχουμε λέει νυχτερινή πορεία. Γεγάμηκέ τα!

(από acg, 12/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν των σχετικών λημμάτων που προέρχονται από το χώρο της αυτοκίνησης (χτυπάω κόκκινα - μπιέλα - στρόφαλο) και αυτού από το χώρο του σεξ (χτυπάω γκόμενα), το ρήμα χτυπάω χρησιμοποιείται και για άλλα θέματα, ήτοι:

α. Αγοράζω κάτι
β. Τρώω κάτι (ανεξάρτητα αν το αγόρασα ή όχι)

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι δεν παίζει πουθενά στη συνηρημένη του μορφή, άγνωστο γιατί.

  1. - Τι έκανες το Σάββατο το πρωί τελικά, πήγες για καφέ;
    - Μπα, είχα κάτι ψώνια να κάνω και τέλειωσα αργά.
    - Χτύπησες τίποτα καλό;
    - Χτύπησα ένα ζευγάρι Τίμπερλαντ γιατί τα προηγούμενα είχαν γίνει εντελώς λιώμα. Δεκαπέντε χρόνια παπούτσι και χάλασε ρε γαμώτο...

  2. - Πάμε σ' ένα καινούριο γαλλικό κα-τα-πλη-κτι-κό που άνοιξε προχθές κι έχει μία εξαιρετική κάβα;
    - Δεν πάμε να χτυπήσουμε κάνα πατσά λέω γω να λαδώσει τ' αντεράκι μας, γιατί αυτή η γαλλική κουζίνα παραείναι εκλεπτυσμένη και πρέπει να φας 12 πιάτα για να ψυχοπιαστείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύλογη ερώτηση αυτοπτών μαρτύρων προς συνάνθρωπό τους ο οποίος μόλις έκανε σχόλιο εντελώς άσχετο με το οτιδήποτε ή έκανε σαφές δι' οποιασδήποτε μεθόδου ότι είναι αλλού. Το τι πίνει το εν λόγω υποκείμενο επαφίεται στη φαντασία εκάστου ενός εξ' υμών, αλλά θα έλεγα ότι η περίπτωση του μπάφου παίζει με πολύ καλά ποσοστά.

Το δεύτερο μέρος της έκφρασης (και δεν δίνεις;) αποτελεί ακόμη μία σαφή ένδειξη της φιλοσοφικής διάθεσης αυτού του λαού που μας έχει χαρίσει εκφράσεις σαν κι αυτή, διότι ξεκαθαρίζει ότι προτιμά να την ακούσει κι αυτός στεροφωνικά με τις ουσίες παρά να αναλωθεί εξηγώντας στον συνάνθρωπό του τί ακριβώς παίζεται.

- Θα πάω και θα της πω «μωρό μου, πολύ γουστάρω να σ' τον καρφώσω» και θα της τσιμπήσω λίγο τον κώλο. Δεν μπορεί, θα μου κάτσει τι λες κι εσύ;
- Θα της τσιμπήσεις τον κώλο και θα της πεις τέτοια ρομαντικά λόγια, ε;
- Ναι, έτσι λέω αφού φαίνεται ότι της αρέσω.
- Γιατί δεν της κάνεις δώρο και μία καπότα που θα φανεί και χρήσιμη;...
- Ναι ρε μαλάκα, δεν το σκέφτηκα. Οι γκόμενες τα γουστάρουν τα δώρα.
- Πας καλά ρε ληγμένε; Τι πίνεις και δεν δίνεις; Έτσι θα γαμήσεις ρε ταλαίπωρε;

(από acg, 22/05/08)Η απάντηση στο ερώτημα του λήμματος: Ta Pinw Ola by Anna Goula (από jesus, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified