Σκόπιμα και με επιμονή. Το φυρί είναι και καλά παραφθορά από το θυρί, δλδ την πόρτα και σημαίνει ότι κάποιος προσπαθεί να πετύχει κάτι τόσο επίμονα που πάει κυριολεκτικά πόρτα πόρτα για να πείσει τους εμπλεκόμενους. Το φυρί δεν παίζει μόνο του, υποθέτω διότι αν χρειάζεται να πας να χτυπήσεις μόνο μία πόρτα για να πετύχεις το σκοπό σου, ε δεν είναι και τίποτε άξιο λόγου.

Η έκφραση φυρί φυρί βέβαια δεν είναι η μόνη που ανήκει στην οικογένεια με την συλλογική ονομασία «λέξη^2». Παραθέτω μία μη εξαντλητική λίστα μπας και φιλοτιμηθεί κανείς να τα ανεβάσει ως λήμματα ένα ένα (λέμε τώρα):

τσίκι τσίκι = με το σταγονόμετρο, σιγά σιγά
μπαμ μπαμ = γρήγορα, με μία κίνηση
λάχα λάχα = με βιασύνη και μάλλον πρόχειρα
τάκα τάκα = γρήγορα, ίσως τόσο γρήγορα όσο παίρνει να καρφώσεις ένα καρφί (;)
τσίμα τσίμα = ακριβώς, χωρίς καθόλου περιθώριο για κάτι παραπάνω
τσάκα τσάκα = κάτι σαν το τάκα τάκα, για αυτούς που δε φοβούνται το σίγμα
γιαβάς γιαβάς = τούρκικο / σιγά σιγά, με αργό ρυθμό
λάου λάου = με αργό ρυθμό, αλλά όχι τόσο ανατολίτικο όπως το παραπάνω
μάνι μάνι = γρήγορα

Γράφεται και «φιρί φιρί»

- Έλα ρε αρκίδι άμα σου βαστάει!
- Ε, εσύ το πας φυρί φυρί να σου γαμήσω το τρίκι τρίκι βραδιάτικα.

Σχετικό: τακ τακ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν αποτελεί προσφορά της ταπεινότητάς μου στο σλανκγεπώνυμο πλήθος κι εκτιμώ ότι έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε με τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στην δημοτική, κατά την οποία πολλές εκφράσεις μεν διασώθηκαν αλλά χωρίς ο εκάστοτε χρήστης να είναι 100% σίγουρος τι στο μπούτσο σημαίνουν.

Φύρδην μίγδην. Εκ των ρημάτων φύρω / συμφύρω και μείγνυμι / μιγνύω που σημαίνουν ανακατεύω, με την αρχαία επιρρηματική κατάληξη -δην. Σημαίνει ανακατεμένα. Ασ' τα να παν. Μπερδεμένοι; Όχι πια. Τώρα υπάρχει το νέο, βελτιωμένο φύρδην μίγδην, το...

Φίδιν μύδιν. Εκ του φιδιού και του μυδιού. Στην φύση τα δύο αυτά απλώς δεν συμπίπτουν. Δεν έχουν σχέση, δε γνωρίζονται, δεν μπορεί να τα δει κανείς να πίνουν καφέ παρέα σε μιά καφετερία στο Μπουρνάζι. Όταν μία κατάσταση είναι φίδιν μύδιν είναι απλώς ανακατεμένη ως μη όφειλε.

Με το νέο φίδιν μύδιν, επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με την αρχική έκφραση και ακούγεται και το ίδιο. Αν ο συνομιλητής σας δεν προσέξει πολύ θα νομίζει ότι χειρίζεστε άριστα την καθαρεύουσα και θα εντυπωσιασθεί. Αν πάλι πέσετε σε προσεκτικό ακροατή και πάει να σας διορθώσει, θα επικαλεσθείτε την νέας κοπής εκδοχή της αρχαίας φράσης και θα είστε πάλι από πάνω. Κι έτσι κι αλλιώς κερδισμένοι.

Φίδιν μύδιν. Με όλη τη γεύση και λιγότερες θερμίδες.

Φίδιν μύδιν. Τώρα απολύτως δωρεάν για τους χρήστες του σλάνγκ τζιάρ.

Ασφαλές και για τους ασιγματιστέσ φίλους μας.

- Γιωργάκη, τι χάλια είναι αυτά παιδί μου; Τι δωμάτιο είναι αυτό; Βιβλία, παιχνίδια, βρακιά, φαγητά, όλα φίδιν μύδιν... Δε ντρέπεσαι λιγάκι;
- Άτσα η γριά... «Φίδιν μύδιν»; Τι έγινε; Αφήσαμε τα βραζιλιάνικα και ξημεροβραδιαζόμαστε στο σλάνγκ τζιάρ; Σιγά σιγά θα μας πεις ότι ξέρεις και τη Λίλιαν.
- ΤΟ Λίλιαν είναι. Άσχετε... Και φτιαξ' το δωμάτιο σου μη σε πάρει κανας διάολος πρωινιάτικα, την περεστρόικα μου μέσα!
- ...

O μικρος Διαμαντης και τα fruits de mer (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζεστό υγρό. Κυριολεκτικά μιλώντας. Όταν ένα άλλο υγρό (πόσιμο) είναι χλιαρό ενώ θα έπρεπε να είναι παγωμένο ή τουλάστιχον κρύο ρε παιδάκι μου και θυμίζει από πλευράς θερμοκρασίας την κίτρινη ουσία που αφήνουμε το πρωί στην τουαλέτα, το λέμε κάτουρο. Επίσης και κλύσμα ώστε να έχουμε πιάσει όλες τις κάτω εξόδους.

Κατ' εξοχήν ποτά που αν είναι κάτουρο απλά δεν πίνονται είναι η Κόκα Κόλα και τα κλασικά μπυρίτσουαλς.

- Ποιανού είναι η κοκακόλα ρε μάγκες;
- Δικιά μου, πιες.
- (γκλου, γκλου, γκλου) λιαξ αρακατάνγκ ρε πούστη μου. Σαν κάτουρο είναι... Πόσες ώρες είναι εδώ πάνω;
- Νομίζω προχθές το βράδυ την άνοιξα.
- ...

...σερβίρεται κατεξοχήν στα κατσιμηχεσω μαγαζά (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριμόκωλη κατάσταση. Χωρίς ελπίδα διαφυγής μέχρι να περάσεις. Που θα πιεστείς πολύ για να περάσεις. Και μετά μπορεί να 'χει κι άλλο λούκι. Ή κανάλι. Ή μανίκι. Ή γκεζί. Όχι καλό πράμα.

Το λούκι ή το τρώς ή το περνάς. Αν είσαι ηλεκτρολόγος ή χτίστης το εγκαθιστάς. Δλδ, και τότε το περνάς, αλλά στην περίπτωση εκείνη είναι η δουλειά σου, βγάζεις φράγκα. Έτσι είναι... Η ζωή είναι ένα λούκι... άλλος το τρώει και ισιώνει, άλλος το περνάει και χρεώνει.

- Τι ώρα θα φύγετε για Αθήνα;
- Λέμε κατά τις 3.
- Ωχ... θα φάτε ένα λούκι άνευ προηγουμένου από την κίνηση. Δεν φεύγετε το βραδάκι να 'χει κόψει λίγο;

Κατσιμηχέσω σχετικά... (από Hank, 17/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Όχι της Βενετίας, ούτε του Άμστερνταμ. Γενικώς κανένα κυριολεκτικό κανάλι, τουλάχιστον για τις ανάγκες του παρόντος σάιτ.

Το «κανάλι» μεταφορικά είναι η δύσκολη, κουραστική και μονότονη συγκυρία στην οποία βρεθήκαμε και πρέπει να περάσουμε. Μία παράθεση συνωνύμων ίσως διευκολύνει τον αναγνώστη να κάνει τον συνειρμό και να κατανοήσει την προτεινόμενη χρήση: περνάω κανάλι = περνάω λούκι = τρώω μανίκι. Ο κοινός παρονομαστής και των 3 είναι ότι πρόκειται για μακρόστενα πράγματα, χωρίς δυνατότητα παράκαμψης ή διαφυγής. Γενικά όχι και το καλύτερο από πλευράς άνεσης κι ελευθερίας σε σχέση, ας πούμε, με την ανοιχτή θάλασσα ή ένα αμάνικο μπλουζάκι (λέμε τώρα).

1
- Πώς πας;
- Πώς να πάω; Περνάω μεγάλο κανάλι στο γραφείο αυτές τις μέρες. Δεν έχω σηκώσει κεφάλι και δεν λέει να τελειώσει η πουτάνα η δουλειά.
- Μία απ' τα ίδια... Απίστευτο λούκι. Κι αν θες πες και τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα νταιμένσιον 2 σε 1. Πώς λέμε εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ, τέτοιο πράμα.

Το ρήμα «πιάνω» είναι ούτως ή άλλως πολυδιάστατο, αφού μπορεί να αναφέρεται σε κάτι απτό (πιάνω το πουλί μου) ή σε κάτι αφηρημένο (πιάνω το νόημα). Όταν λέμε, «τα πιάσαμε», ανάλογα με το αν ακολουθεί κάτι ή όχι, αλλάζει η σημασία:

α. «Τα πιάσαμε»: πήραμε μίζα, όχι απαραίτητα από την Miesens. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.

β. «Τα πιάσαμε τα λεφτά μας»: Ρεφάραμε και καλά, αλλά με σαρκαστική διάθεση. Μας συνέβη κάτι που ολοκλήρωσε την ήδη αρνητική πορεία μίας κατάστασης. Απαντάται και στη μορφή τα βρήκαμε τα λεφτά μας.

  1. - Καλά, είστε εντελώς άμπαλοι ρε πούστη μου. Γιατί δεν το κλείνετε το μαγαζί;
    - Τι άμπαλοι ρε άσχετε; Αν δεν τα είχε πιάσει ο μαλάκας ο λάιτσμαν που μας φλόμωσε στο οφσάιτ και καλά, θα σας είχαμε πετάξει τρία μπαλάκια για πλάκα.
    - Καλά, τραγούδα...

  2. - Πού χάθηκες ρε δικέ μου; Σου συνέβη τίποτα;
    - Όλα διαλύονται γύρω μου... Γι' αρχή, μ' έστειλε η ακατανόμαστη, το ξέρεις. Προχθές με φώναξε ο διευθυντής μου και μου 'πε ότι αν δεν βγάλω τους στόχους μέχρι το τέλος του χρόνου, παίρνω το μπούλο. Και σα να μην έφταναν αυτά, με πήραν από το ιατρικό προχθές τηλέφωνο και μου λένε «μπορείτε να περάσετε από εδώ παρακαλώ;» και λέω γω «ωχ, τα πιάσαμε τα λεφτά μας - για να μη μου λένε απ' το τηλέφωνο θα είναι σοβαρό». Πάω και μου λένε ότι πάσχω λέει από κάτι πολύ σπάνιο, ούτε που ξέρω πώς λέγεται. Γάμησέ τα σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την κάνω, γίνομαι καπνός, εξαφανίζομαι, φεύγω γρήγορα μη με πάρουν πρέφα.

- Πού είναι ο Μήτσος ρε παιδιά; Τώρα ήταν εδώ και έπινε φραπέ.
- Είδε το γέρο του κι έγινε μπουχός γιατί του είχε πει ότι θα πάει Εφορία και τράπεζες να τελειώσει κάτι δουλειές κι αν τον έβλεπε να την πέφτει θα 'χε ντράβαλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατ' εξοχήν ασχολία του μπινέ (εκ του τουρκικού binmek (=«καβαλικεύω»), του ωραίου αυτού τυπάκου που και τον παίρνει και τον δίνει (πονάς Μανωλιό; πονάνε ρε τα παληκάρια;). Αυτή η απρόβλεπτη συμπεριφορά του μεταφορικά περιγράφει εκείνες τις αψυχολόγητα κακές ενέργειες που κάνει κάποιος και δεν ξέρουμε από πού μας ήρθε.

Στην σχετική κλίμακα μέτρησης μεγέθους τοιούτων συμπεριφορών, η μπινιά κατέχει περίοπτη θέση, πάνω από την πουστιά, την πουτανιά που περιέργως δεν υπάρχει ακόμη καταγεγραμμένη και τέλος την πουτινιά, με την αυτή φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας.

- Δεν το περίμενα αυτό ρε πούστη μου... - Ε, είσαι μαλάκας. Φαινόταν απ' την αρχή ρε Πέρι.
- Μα να μου κάνει τέτοια μπινιά η Λίλιαν; Η Λίλιαν;
- Ναι ρε σκατόγερε, σιγά μη καθόταν κι άλλο το μωρό με τη μούρη σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπόλειμμα της στυλιστικής και κυρίως ενδυματολογικής λαίλαπας των 80'ς, ένα εν τω μέσω μυριάδων που στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη και αμαυρώνουν την όποια θετική εικόνα του παρόντος, είναι η άσπρη κάλτσα, ενίοτε δε και μπουρνουζέ με την ένδειξη Tennis Club.

Ο εκτελών το εγκληματικό αυτό faux pas, χαρακτηρίζεται ως «ασπροκάλτσας» αφού η συγκεκριμένη ιδιότητα είναι προφανώς σημαντικότερη από οποιαδήποτε άλλη τυγχάνει να κατέχει ο εν λόγω δυστυχής και στην τελική ας πρόσεχε.

Η άσπρη κάλτσα έχει μεν μία ενδυματολογική αποστολή αλλά πραξικοπηματικά την έχει ξεπεράσει προ πολλού και σε μεγάλο βαθμό. Η απλή λευκή κάλτσα μπορεί να φορεθεί ΜΟΝΟ αν κάποιος πρέπει να ντυθεί στ' άσπρα (σσ: αν δεν είναι παγωτατζής, δεν ξέρω γιατί να πρέπει να το κάνει, ας το ψάξει ο ΚΧ στις Πύλες). Η άσπρη κάλτσα ΔΕΝ φοριέται με μαύρο παπούτσι λουστρίνι και ΔΕΝ φοριέται με πέδιλο (όπως και καμία κάλτσα άλλωστε). Η δε άσπρη μπουρνουζέ κάλτσα φοριέται ΜΟΝΟ κατά τη διάρκεια άθλησης με αντίστοιχο παπούτσι.

Στην εύλογη ερώτηση του ανυποψίαστου αναγνώστη «και καλά ρε μάστορα, τι σε κόφτει αφού τα ρημάδια τα 80'ς μας τελείωσαν», χαμογελώ στοργικά μπροστά στην ευλογημένη άγνοια, την παιδική αφέλεια και εν τέλει την θανάσιμη για τον ίδιο και τους προστατευόμενούς του απροσεξία και εξηγώ: Η ΑΣΠΡΗ ΚΑΛΤΣΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΕΔΩ. Ευδοκιμεί παραδόξως και παρά τις άοκνες προσπάθειες του διεθνούς lifestyle-set σε βορειότερα κλίματα (κεντρική και βόρεια Ευρώπη, βόρεια Αμερική) και παρουσιάζεται στη χώρα μας το καλοκαίρι μεταμφιεσμένη σε άκακο τουρίστα. Ορδές ασπροκαλτσάδων ξεχύνονται στην στυλιστικά avant-garde πατρίδα μας απειλώντας ό,τι πολυτιμότερο έχουμε πετύχει ως έθνος τα τελευταία χρόνια, ξυπνώντας μνήμες, διεγείροντας το υποσυνείδητο. Άσ' τα να παν...

1
- Ρε Χάρη, θα σε πω κάτι ρε μαλάκα, αλλά μην το πάρεις στραβά. Από αγάπη θα σ' το πω.
- Τι 'ναι ρε Μήτσο, λέγε άφοβα.
- Δε θα σταυρώσεις μουνί έτσι ρε Χάρη και τη χαλάς και για μας τους υπόλοιπους.
- Πώς έτσι δηλαδή ρε δερβίση, για να καταλάβω κιόλας...
- Σκας μύτη ρε μαλάκα στην καφετέρια ασπροκάλτσας κι έτσι και τα γκομενάκια γίνονται μπουχός. Άσπρη μπουρνουζέ ρε μαλάκα; Απ' το γυμνάσιο την έχεις;

2
Αγαπητή μου σκέψη,

Δεν έχω απάντηση, προς το παρόν, στο ερώτημα που σε βασανίζει. Φαίνεται πολλοί παράγοντες να υπεισέρχονται σε αυτό κι άλλοι τόσοι να βρίσκονται πέρα από κάθε υποψία. Μένω, λοιπόν, με τη διαπίστωση: Όσο πιο βόρεια πας, τόσες πιο πολλές άσπρες κάλτσες θα συναντήσεις.

Τι το διαχρονικό υπάρχει στην άσπρη κάλτσα και τόσα χρόνια, παρά τις αδιάκοπες οργανωμένες επιθέσεις - Vogue, Elle, Marie Claire, fashionistas, εστέτ και τόσοι άλλοι που λυσσαλέα την καταδιώκουν - παραμένει τοπ στις προτιμήσεις; Τι προσφέρει μια άσπρη κάλτσα και τόσοι συνάνθρωποι γύρω μας δεν την προδίδουν; Να 'ναι το «αυτήν ξέρετε, αυτήν επιλέγετε»; Να 'ναι η ασφάλεια της «πρώτης σας αγάπης και παντοτινής»;

Ό,τι και να'ναι, φαίνεται να συσχετίζεται με κάποιον ύπουλο τρόπο με το γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Αρχίζεις και σκαρφαλώνεις τον κόσμο. Πηδάς απέναντι, όλα καλά. Ανηφορίζεις λίγο, κάτι παίρνει το μάτι σου, αλλά ακόμα δε σου'ρχεται, αυθόρμητα, να το βγάλεις. Συνεχίζεις την πορεία σου, αρχίζεις και νιώθεις ότι ξεχωρίζεις, κοιτάς τα πόδια σου με συστολή και περπατάς γρήγορα, μπορεί να καταλάβουν ότι δεν είσαι από 'δω. Όταν, πλέον, ξαναβλέπεις θάλασσα, διαισθάνεσαι τα μιλιούνια απέναντι να σε περιμένουν αγριεμένα. Σκέψου το πριν περάσεις - εδώ είναι η έδρα τους και παίζουν σκληρά. Μέσα από μοκασίνια, loafers, γόβες, σταράκια, peeptoe, μπαλαρίνες, ιστιοπλοϊκά, πέδιλα, σαγιονάρες, η Άσπρη Κάλτσα είναι εδώ και σε κοιτά ειρωνικά.

Κάτι κλονίζεται μέσα σου. Αυτό που νόμιζες ελεύθερη επιλογή, το ροκανίζει σιγά σιγά μια σκέψη: μωρέ, λες να 'ναι θέμα κουλτούρας;

Κι αρχίζεις τους συλλογισμούς: τι κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικο-ιστορικοί παράγοντες μπορεί να συνετέλεσαν στο πέρασμα των αιώνων στη διατήρηση αυτής της, ας το πω, πρακτικής; τι είδος εξέλιξης και φυσικής επιλογής να υπεισέρχεται στην επιβίωση αυτής της, ας το πω, συνήθειας; τι υπόγειες κοινωνικές δομές μπορεί να συντηρεί ένα κομμάτι ύφασμα; τι - υπερφυσική - δύναμη, τέλος πάντων, έχει μια άσπρη κάλτσα;

- Τίποτα, λες και ξαναλές. Τί-πο-τα! Κάποιος πρέπει να 'χει τα πρωτεία στην κακογουστιά.

- Έλα τώρα, που θα βγάλεις την κακογουστιά κοινωνικό φαινόμενο. Τι απέγιναν η προσωπική αισθητική, η καλλιέργεια, η εκλέπτυνση, η φινέτσα, αυτή η έρμη η παγκοσμιοποίηση που έφερε τις επιλογές σε κάθε ψαροχώρι της Ευρώπης;

- Τις πήρε παραμάζωμα η βολή, η συνήθεια κι αυτή η άθλια, οκνηρή, τεμπέλα, ράθυμη πρόταση: «είναι πρακτικό».

Κι εδώ με αποστομώνεις. Ποιο είναι το πρακτικό ο-ε-ο;

Αγαπητή μου σκέψη,

Έχεις έρθει κι άλλες φορές στο μυαλό μου και πάντα κατάφερνα να σε διώξω. Τώρα καταλαβαίνω, απλώς σε κοίμιζα. Κι έχεις ξυπνήσει από τη χειμερία νάρκη και πεινάς για απαντήσεις.

Συνιστώ υπομονή. Καλοκαίρι έρχεται, πού θα πάει, θα τις βγάλουν, το ματάκι σου λίγο θα στανιάρει, οι ερωτήσεις θα αποκοιμηθούν στην παραλία, οι σκέψεις θα ζαλιστούν από τον ήλιο, θα πιεις κανένα τσίπουρο, ίσως και να ξεχάσεις το όλο θέμα αν είσαι τυχερή και δεν πετύχεις τουρίστα στη Γαύδο.

Από Χειμώνα με το καλό, τα ξαναλέμε.

(από το διαδίκτυο - μεγάλο, το ξέρω, αλλά τέτοιος πόνος, τέτοια εσωτερική πάλη νομίζω ότι έπρεπε να βρει διέξοδο και στην παρούσα ιστΙοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι το κυριολεκτικό του Dr. Scholl. Αν και εκτιμώ ότι από εκεί βγήκε ο χαρακτηρισμός για γυναίκα που φέρνει προς φρόκαλο, λάικα, γκαραζογκόμενα ή μπουζουκομούνι. Αυτή η ζάμπλουτη γλώσσα που μας χαρίζει απλόχερα χαρακτηρισμούς για το οτιδήποτε, μας δίνει το συγκεκριμένο ιδιαίτερα για την περίπτωση νεόπλουτων γυναικών που την έχουν δει μόνο επώνυμο αξεσουάρ /ρούχο / παπούτσι αλλά είναι μάλλον για go village, ρε....

Κατ' άλλους, τσόκαρο είναι απλά η εκνευριστική γκόμενα, όπως εκνευριστικό είναι και το ηχητικό φόντο του συνώνυμου υποδήματος που φέρνει αναπόφευκτα την ιαχή έτσι να κάνει ο κώλος σου! σ' όσους είναι κοντά.

- Έτσι που λες Μερόπη μου. Μα να μην έχει Prada και Dolce... Τι το κρατάς ανοικτό το ρημάδι τότε κυρά μου; Και τι περιμένεις να πάρει ο κόσμος δηλαδή;
- (ναι, είχες και στο χωριό σου Πράντα και σου 'λειψε, τσόκαρο...)
- Τι είπες Μερόπη μου;
- Λέω: Πώς δε σου είπε να πάρεις κανένα τσόκαρο...
- Αααα...

Το κυριολεκτικό για να μη θίξω υπολήψεις. Παρακαλούνται οι συνήθεις ύποπτοι μιντιάδες να το κάνουν αντ\' εμού;) (από acg, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published