Το ψεύτικο, το ιμιτασιόν, η δευτεράντζα. Σε αντιδιαστολή με το φυσικό, το αληθινό, το ωραίο.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για το φαγητό των ταχυφαγείων, των γνωστών φαστφουντάδικων, αλλά και για τις πιστωτικές κάρτες, αν και για το δεύτερο η ετυμολογία μπορεί να έχει να κάνει και με το υλικό κατασκευής τους. Τέλος, σε σχέση με την πλαστική χειρουργική και τις αισθητικής φύσεως «πλαστικές» επεμβάσεις, χρησιμοποιείται και για τα μέρη εκείνα των γυναικών (κυρίως) που έχουν βελτιωθεί μέσω της επιστήμης.

1
- Δεν παραγγέλνουμε κανά Goody's να την πέσουμε να δούμε ματς;
- Σιγά ρε μαλάκα μη φάμε πλαστικό. Πάμε σ' αυτό γωνιακό το ταβερνάκι να λαδώσει λίγο τ' αντεράκι μας. Ούτως ή άλλως οι Κροάτες θα τους πατήσουν τους Τούρκους αλύπητα, τι να δεις; (σσ. famous last words)

2
- Αύγουστο λέμε για Μύκονο, καμιά εικοσαριά μερούλες να ξεκουραστούμε εκεί στο Cavo Tangoo.
- Τι λε ρε μαλάκα; Και πού τα βρήκες εσύ τα φράγκα για 20 μέρες εκεί ρε φιδέμπορα;
- Πλαστικό χρήμα αγόρι μου. Ξόδευε για να προσεύχονται οι τράπεζες να μην πάθεις τίποτα.

3
- Πωωωωωω, τι βυζί είναι αυτό ρε δικέ μου; Πού το είχε κρυμμένο αυτό το πράμα η Ντορίτσα;
- Στον Φουστάνο ρε άσχετε το είχε κρυμμένο. Δε βλέπεις ότι είναι πλαστικό; Αφού ήταν αβύζου και ακώλου γωνία το κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάπα γκόμενα, το επονομαζόμενο και μπάζο. Η πατσαβούρα ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του μπάζου, αλλά γνωρίζουμε όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η φύση του Έλληνος είναι ανικανοποίητη. Προκειμένου λοιπόν να αποδώσει αρτιότερα το μέγεθος της ασχήμιας μίας συγκεκριμένης γκόμενας και να εστιάσει στο ψητό, προσθέτει αφενός το κατά τ' άλλα συμπαθές και νοστιμότατο φρούτο που όμως έχει την ατυχία να είναι αισθητικά αποτυχημένο και αφετέρου το μουνί διότι κάνει καλό liaison που λένε κι οι Γάλλοι και εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πρόβλημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση συνδέεται ιδιαίτερα με την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου το φαινόμενο της σταδιακής μεταμόρφωσης των γυναικείων σωμάτων σε κάτι που θυμίζει το προαναφερθέν φρούτο είναι πολύ συχνό. Συγκεκριμένα το κέντρο βάρους μετακομίζει νότια και η συσσώρευση λίπους δημιουργεί έναν δυσανάλογα μεγάλο όγκο στην περιοχή της περιφέρειας σε σχέση με το άνω μέρος του κορμού.

Κάργα σχετικό (και κατά βάση αντίθετο) λήμμα με την αχλαδομουνοπατσαβούρα είναι η τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, αν μη τι άλλο διότι και τα δύο αντλούν αρχικά από τη φύση (χλωρίδα/πανίδα), αναφέρονται στο ψητό (μπρος/πίσω) και περιγράφουν σουρεαλιστικά πλην όμως με χρηστικά αντικείμενα (πατσαβούρα/σφυρίχτρα) το σύνολο.

- Ρε συ Βρασίδα, την είδες τη Μερόπη; Ρε πώς έγινε έτσι αυτή;
- Γάμησε τα. Όταν τη γνωρίσαμε ήταν τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα και τώρα έχει γίνει αχλαδομουνοπατσαβούρα...
- Άτιμη κενωνία. Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα.
- Κάπως έτσι...

(από acg, 16/06/08)

Βλ. και αχλάδω, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λογική του «είσαι Θεός, τι Θεός, ημίθεος και βάλε», ο ανθυποτεράστιος είναι μεν τεράστιος, γίγας, ογκόλιθος ένα πράμα, αλλά όχι μόνο. Βάζοντας το πρόθεμα ανθυπο-, το ανυποψίαστο θύμα-αποδέκτης της εν τέλει φιλικής αυτής προσφώνησης, θεωρεί ότι ο συνομιλητής του τον έχει αναβιβάσει σε στάτους γκραν γαμάω κι ακόμη παραπάνω.

Το πρόθεμα ανθυπο- έχει και άλλες χρήσεις πέραν του ανθυπολοχαγού και του ανθυποαρβυλοφύλακα, όπως αυτή του ανθυποτίποτα, η οποία σε αντίθεση με την ως άνω περιγραφόμενη δεν είναι καθόλου φιλική και ο άρτι χαρακτηρισθείς ως «ανθυποτίποτας» μπορεί και να τα πάρει κανονικά και με το νόμο στο κρανίο.

- Γεια σου ρε Τασούλη παιδαρά.
- Γεια σου ρε Μήτσο ανθυποτεράστιε. - Ναι, ναι ρε Τασούλη, τεράστιος και βάλε λέμε. Τι χαμπάρια ρε δικέ μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριδική έκφραση η οποία συνδυάζει την πανταχού παρούσα σεξουαλική διάσταση διά της χρήσης του ρήματος σκίζω στην προστακτική με την ραπτική τέχνη, άγνωστο μέχρι στιγμής γιατί.

Μία απέλπιδα προσπάθεια εξήγησης της ανεξήγητης διαστροφής που δέρνει αυτόν τον λαό, καταλήγει στο ότι το μέγεθος του σκισίματος (βλ. το πόσο σκληρό είναι το γαμήσι) παρομοιάζεται με αστοχία υφάσματος ή κακοτεχνία του ράψαντος με αποτέλεσμα την ανάγκη αλλαγής ράφτη από τον ατυχή ιδιοκτήτη του ρούχου. Σουρεάλ, δεν λέω, αλλά έχει κανείς τίποτε καλύτερο να προτείνει;

Σημειώνεται δε ότι ο/η εκφέρων/εκφέρουσα (πολλά έχουν δει τα μάτια μου) δείχνει να χαίρεται και να αποζητά μάλλον το σκίσιμο, πράγμα που αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την ευεργετική δράση του σεξ σε μία πλειάδα καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης και της μάλλον ενοχλητικής στιγμής του σκισίματος ενός ρούχου.

Επίσης, παρά το μάλλον περίεργο του πράγματος, υπάρχουν και άλλες ανάλογες εκφράσεις υβριδικού / συνδυαστικού χαρακτήρα όπως:

α. Σκίσε μου το μουνί και πέτα το στα βράχια (ορειβατική ή θαλασσινή / αλιευτική διάσταση)

β. Σκίσε μου το κωλοσουφρονέφρι και γύρνα τό μου το μέσα έξω σαν κάλτσα (βιολογική και οικοκυρική διάσταση)

- Τι σου κάνω μάνα μου;
- Τι μου κάνεις παιδί μου;
- Πες μου μωρό μου, τι θέλεις να σου κάνω...
- Σκίσε με ν' άλλάξω ράφτη!
- Σε σκίζω!
- Πλημμύρισέ με βασιλιά μου!

Στο 1:26. "Πέτα με στα μωσαϊκά και κακομεταχειρίσου με!" (από patsis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα σχετικό με τον γυρωτικό ήλο, το κοινώς λεγόμενο περτσίνι ή πριτσίνι. Για τους μη μυημένους, το πριτσίνι είναι ένα κυλινδρικό ματζαφλάρι με κεφάλι σαν το καρφί το οποίο μπαίνει σε μία σχετική οπή και με ένα δεύτερο κεφάλι από την άλλη πλευρά συγκρατεί ό,τι υπάρχει ενδιάμεσα.

Κρατήστε παρακαλώ το κυλινδρικό ματζαφλάρι και την οπή στο μυαλό σας, κλείστε τα μάτια και σκεφτείτε τι σας θυμίζει, τι σας θυμίζει... Α να γεια σου. Θυμίζει γαμήσι και το ρήμα περτσινώνω σημαίνει βασικά γαμώ αλλά με μία εσάνς τεχνικής δεινότητας.

1
- Έλα μανίτσα μου να σου τον περτσινώσω λίγακι. Θα σ' αρέσει!
- Α να χαθείς, κρύε!

2
- Μάαακηηηη... έλα μωρέ Μάκη μου λίγο να μου τον περτσινώσεις να δω και γω λίγη χαρά στα σκέλια μου. Τρεις μέρες έχουμε να το κάνουμε.
- Τώρα που βλέπω το Euro σ' έπιασαν οι καύλες μωρή; Καλά, έλα κάνε μου μία πίπα και σε 20 λεπτάκια που τελείωνει το ματς, σ' τον καρφώνω. Τι παιχταράς αυτός ο Ιμπραήμοβιτς ρε παιδί μου...

(από acg, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν κουμπάρος είναι ο συνέταιρος στο έγκλημα που λέγεται γάμος, κατέχων μάλιστα την τιμητική και εξόχως σημαντική θέση του εκτελεστή.

Βέβαια η καλοκάγαθη φύση του Έλληνος θεωρεί τον κουμπάρο φιλικό και άκακο ον, με αποτέλεσμα η προσφώνηση «κουμπάρε» να είναι συνώνυμη με άλλες τιμητικές / θετικού χαρακτήρα προσφωνήσεις όπως πρόεδρε, αρχηγέ, ψηλέ, μάστορα, γιατρέ μου, δικέ μου, πατριώτη, φίλε, φιλάρα, παληκάρι, αδερφέ και διάφορα άλλα που μου διαφεύγουν (όχι για πολύ).

Οι πρώτοι διδάξαντες στη συγκεκριμένη προσφώνηση είναι οι Κύπριοι αδελφοί μας που τη χρησιμοποιούν με την ίδια συχνότητα που εμείς οι καλαμαράδες χρησιμοποιούμε το «μαλάκα».

1
- Γεια σου ρε Νώντα τσίφτη, τι χαμπάρια;
- Έλα ρε κουμπάρε, χαθήκαμε. Πάμε για κανα ουζάκι να τα πούμε με την ησυχία μας.

2
- Πόσο έχει αυτό εδώ το μπλε;
- 59 ευρώ.
- Ε, ρε κουμπάρε, όχι και 59. Να σου δώσω 50 και να το πάρω να είμαστε εντάξει;
- Να μου δώσεις 50 και να μου δώσεις κι άλλα 9 και να το πάρεις όπου θες αδερφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένη σύσπαση των μυών του προσώπου, η οποία συνίσταται στο σμίξιμο των φρυδιών, την εμφάνιση πρόσκαιρων ρυτίδων στο μέτωπο, το στένεμα των ματιών και την ένδειξη αναγούλας ή αηδίας στα χείλη. Φυσιολογικά εμφανίζεται όταν το υποκείμενο σιχαίνεται, όπως στην περίπτωση μίας ξαφνικής δυσάρεστης οσμής (μίας δολοφονικής κλανιάς πχ), εξ ου και η συνολική γκριμάτσα ονομάζεται σίχαμα. Πολλές φορές δε, συνοδεύεται από έναν απροσδιόριστο ήχο ο οποίος συνοδεύει την εκφορά μίας λέξης ή πρότασης, ή σε περίπτωση που το σιχαινόμενο υποκείμενο δεν μιλάει, απλά χρησιμεύει ως ηχητική υπόκρουση της προαναφερθείσας γκριμάτσας και ακούγεται σαν μια συριστική εισπνοή αέρα.

Περιέργως, η εν λόγω γκριμάτσα χρησιμοποιείται από πολλούς όταν την έχουν δει κάπως και αισθάνονται πολύ ανεβασμένοι για κάτι που τους συμβαίνει ή κάτι που αφηγούνται, τονίζοντας έτσι το πόσο χάι τύποι είναι. Το σίχαμα με την χρήση αυτή χρησιμοποιείται ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο όπου το εθνικό σπορ είναι το να πουλάμε μούρη, αλλά είναι δύσκολο να το αντιληφθεί ο ανυποψίαστος παρατηρητής, αφ' ενός γιατί μπορεί εύλογα να θεωρήσει ότι το σιχαινόμενο υποκείμενο όντως ήταν απλά αποδέκτης μίας σιχαμερής κλανιάς για παράδειγμα και αφ' ετέρου γιατί το σίχαμα μπορεί (αν δεν το ξεφτιλίσει ο σιχαινόμενος) να είναι αδιόρατο και αντιληπτό μόνο από τους μυημένους.

Η σχετική κλίμακα μέτρησης της έντασης του σιχάματος είναι από το 2 μέχρι το 20 μόνο στα ζυγά νούμερα (άγνωστο γιατί) και ενώ το δυαράκι σίχαμα είναι σεμνό και πραγματικά αδιόρατο όπως προείπα, το εικοσαράκι είναι περίπου στα πρόθυρα του ξερατού.

Στο γνωστό βιντεάκι που ακολουθεί παρακαλώ να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που ο εξ αριστερών συμμετέχων (και σιχαινόμενος) αναφέρεται (α) στο ότι ετοιμάζεται «να κατέβει για μπόντυ μπίλντερ» και (β) στο ότι την έχει 22 εκατοστά. Κατά την εκφορά και των δύο επιδεικνύει σίχαμα δυαράκι έως τεσσαράκι.

(από acg, 10/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η έκφραση προέρχεται από τον ένδοξο Ελληνικό Στρατό, όπου τα αντικείμενα (εξοπλισμός, ιματισμός κλπ) τα χρεώνονται οι φαντάροι συμπληρώνοντας μία φόρμα με τον κωδικό αριθμό 108. Επειδή ο ΕΣ είναι από τα τελευταία πράγματα που λειτουργούν έστω και υποτυπωδώς σωστά σ' αυτή τη ρημάδα τη χώρα, η χρέωση αυτή μέσω του συγκεκριμένου κωδικού είναι τελεσίδικη και δεν μπορείς να τους μπαλαμουτιάσεις και να την κάνεις με υλικό της υπηρεσίας.

Μεταφορικά λοιπόν, όταν έχουμε χρεωθεί κάτι με 108 σημαίνει αφενός ότι για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον το έχουμε παντρευτεί και καλά θα κάνουμε να το προσέχουμε και αφετέρου ότι μάλλον το χρεωμένο «αντικείμενο» είναι κομματάκι παλτό.

Χρησιμοποιείται τόσο για άψυχα όσο και για έμψυχα.

  1. - Τι γίνεται ρε Μήτσουλα; Χάθηκες.
    - Τι να γίνει ρε δικέ μου; Πίκρα. Έχει έρθει ένα ξαδερφάκι μου απ' το χωριό και μου τον έχει χρεώσει η γριά μου με 108. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Γάμησέ τα...

  2. - Πού 'σαι, Μίλτο; Να δανειστώ λίγο τ' αμάξι σου για κάτι τρεχάματα που έχω κάνα δυο μερούλες;
    - Νταξ ναούμ, αλλά τό 'χεις χρεωμένο με 108. Αν πάθει τίποτε, θα σου κάνω τον κώλο παπαρούνα. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συνέχεια της κατά senekas εκδοχής του όρου ψωλαρμενίζω, η έκφραση «εδώ καράβια χάνονται κι αυτός /-ή /-ό ψωλαρμενίζει» περιγράφει την ενασχόληση με τα επουσιώδη από το ανυποψιάστο υποκείμενο, όταν η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και η αποκλειστική ενασχόληση μόνο με τα απολύτως απαραίτητα είναι επιβεβλημένη.

Η στεριανή εκδοχή της θαλασσινής αυτής έκφρασης είναι το «εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται». Το πρώτο συνθετικό της έκφρασης δεν χρειάζεται συστάσεις: όταν κάτι καίγεται, πολλώ δε μάλλον όταν είναι όλος ο κόσμος, είναι προφανές ότι η κατάσταση είναι άκρως σημαντική και επείγουσα. Σ' ό,τι αφορά το δεύτερο συνθετικό για το καλλωπιζόμενο μουνί, οι εκδοχές είναι περισσότερες:

- Το χτένισμα και ο καλλωπισμός είναι μία μάλλον περιττή πολυτέλεια όταν έρχεται η συντέλεια του κόσμου λόγω πυρκαγιάς. Ακόμη περισσότερο αν μιλάμε για το χτένισμα του μουνιού, το οποίο στο φινάλε φινάλε και ποιος θα το δει υπό τις παρούσες συνθήκες;

- Πες πως θέλεις για κάποιον λόγο -ανεξήγητο σ' εμάς τους υπολοίπους- να το χτενίσεις. Ούτως ή άλλως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που υπάρχει κάτι για χτένισμα, η συγκεκριμένη κόμη είναι μικρή ή ανύπαρκτη και η ενασχόληση με το χτένισμά της, ακόμα και υπό ΚΣ, είναι άσκοπη.

- Όπως είναι γνωστό (και περίεργο), ο όρος μουνί χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον ή κάποια (μουνί κλαμένο, μουνί της λάσπης και του αγρού, μουνίκακας), οπότε η έκφραση μπορεί να σημαίνει ότι ο αποδέκτης της οργής μας ασχολείται με μαλακίες ως μη όφειλε, χωρίς όμως άμεση ή έμμεση αναφορά στο γυναικείο γεννητικό όργανο.

Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε και από τον γνωστό κωμικό Χ. Κλυνν με διαλυτικά στους διφθόγγους -αι- και -ου- σε μία εποχή που η χρήση ρισκέ εκφράσεων και βωμολοχιών δεν ήταν εύκολη, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του συντηρητικού κοινού, αφού η κατανόηση του νοήματος δυσχεράνθηκε σημαντικά με την συγκεκριμένη εκφορά.

- Άντε ρε γαμώτο, το έργο ξεκινάει σε 10 λεπτά, πότε θα πάμε, πότε θα παρκάρουμε; Άντε! - Καλά ντε! Να σου πω... Να βάλω το εκείνο το μπουστάκι το λαχανί ή το άλλο το ξώπλατο με τις πέρλες;
- Α καλά... Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επαγγελματίες του σεξ έχουν σχετισθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο κυρίως με τα είδη κιγκαλερίας και δη με το γνωστό σε όλους μας κάγκελο, κάτι που ο yabihten έχει επαρκέστατα καταγράψει.

Παρά ταύτα, ο σύνθετος κόσμος του αγοραίου έρωτα έχει δημιουργήσει και άλλες συνδέσεις με εντελώς διαφορετικά αντικείμενα, ένα εκ των οποίων περιγράφεται παρακάτω, υποδηλώνοντας πάντα κοσμοσυρροή και μία γενικότερη κατάσταση πανικού από την πολυκοσμία.

Ιστορικά λοιπόν, τα μπουρδέλα στεγάζονται σε παλιά, πολλές φορές ετοιμόρροπα κτίρια, των οποίων η θέρμανση δεν εξασφαλίζετο κεντρικά ή μέσω σύγχρονων θερμαντικών σωμάτων, αλλά μέσω του παραδοσιακού μαγκαλιού. Στον χώρο αναμονής το μαγκάλι ήταν τοποθετημένο κεντρικά για να μπορέσει να θερμάνει όσο δυνατόν περισσότερο το χώρο, οπότε, είτε καθαρά για λόγους χωροταξίας είτε για λόγους αποφυγής του κρύου, ήταν το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο περίμεναν οι πελάτες, δημιουργώντας την προαναφερθείσα πολυκοσμία και κοσμοσυρροή.

Συνώνυμο των εκφράσεων αυτών είναι και το γνωστό μας «της πουτάνας το μουνί» ή στην συντετμημένη του μορφή το «πουτανομούνι», το οποίο για ευνόητους λόγους παραπέμπει στη γνωστή κοσμοσυρροή.

- Πήγαμε στο El Pecado την Παρασκευή που είχε opening.
- Πώς ήταν; Είχε κόσμο;
- Τι λε ρε μαλάκα; Τι κόσμο; Της πουτάνας το μαγκάλι γινόταν. Και πού 'σαι... Τίγκα στο αιδοίο μιλάμε. Τα είδα όλα κωλυόμενα.

(από acg, 25/05/08)(από acg, 25/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified