Χρησιμοποιείται για την απαξίωση αυτού που μόλις ακούσαμε, είδαμε, και τα ρέστα τσίχλες. Μάλλον συντόμευση και γενίκευση της πιο κλασσικής φράσης «άμα μας δει κάνα μάτι, θα γελάνε» ή των παρομοίων.
Αφιερούται τω Σταύρω (όχι αυτόν εδώ, άλλονα.).
Χρησιμοποιείται για την απαξίωση αυτού που μόλις ακούσαμε, είδαμε, και τα ρέστα τσίχλες. Μάλλον συντόμευση και γενίκευση της πιο κλασσικής φράσης «άμα μας δει κάνα μάτι, θα γελάνε» ή των παρομοίων.
Αφιερούται τω Σταύρω (όχι αυτόν εδώ, άλλονα.).
Got a better definition? Add it!
Τάσο, οι φίλοι με φωνάζουν νίκο.
Χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί κάτι το οποίο έχει περιγραφεί μόλις στον λόγο (είτε ως γένος είτε ως είδος), είτε για να το τρίψουμε στη μούρη του συνομιλητή («ναι, ρε μαλάκα, αυτό εννοούσα, καλά το κατάλαβες»), είτε για να το κάνουμε κέρματα. Βασική χρήση είναι και η ειρωνεία προς τα λεχθέντα του προλαλήσας, βλέπε παράδειγμα πρώτον σε ήχο δεύτερο.
από εδώ:
- Η λογική του Σοσιαλισμού, σύντροφοι, βασίζεται στην παράκαμψη της αστικής ψευτο-έννοιας της δικαιοσύνης μέσω της εργατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης λύνεται χωρίς καν να τεθεί, καθώς μέσα στο πλαίσιο του προλεταριακού κράτους...
- Λέγε με ΕΣΣΔ...
- Μη χαώνεις τη συζήτηση, ρε συ σύντροφε.
Όλα τα μουνόπανα τα φασιστοειδή της κυβέρνησης, λέγε με χρυσοχό και πάγκαλο, βγαίνουν αβέρτα στην τιβί να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα...
- Ήταν κι ένας χαρτοκλέφτης στο καρέ, λέγε με Πέτρο, και μας γδύσανε.
- Ψάχνjεις για καβγά ρε αρχίδι; Θα σε γαμήσω!
- Ρε μουνjί μ' απειλjείς;; Ρε μουνjί θα πεθάνjεις!
(κλασσική πατρινή ατάκα αρχής καβγά η τελευταία.)
Got a better definition? Add it!
Εξελιγμένη μορφή του τα ζητάω. Ποιά;; Αυτά! Ένα-μηδέν. Το τα είναι όπως στο τα φτιάχνω. Ποια;; Αυτά! Δύο-μηδέν. (Γαμιώντας με πάω σήμερα).
Η διαφορά είναι ότι όταν τα ζητάς ίζολ ζητάς να τα φτιάξετε (γυμνασιακές-λυκειακές καταστάσεις αυτά) έχει τη χροιά του ότι περιμένεις ανταπόκριση, ότι εκτίθεσαι και άλλα τέτοια. Ενώ το ρίχνω έχει περισσότερο τη χροιά ότι «της/του τα είπα όσα είχα να πω, σε γουστάρω μανίτσα μου, φεγγαρόφως και άλλες ιστορίες» και έκανα το χρέος μου στη γκενωνία. Δεν της/του λες «κοπελίτσα/αγοράκι, θες να γίνουμε φίλοι και μετά πέφτει και κανένας», λες τι αισθάνεσαι και ξεκαθαρίζεις τη στάση σου.
Συνακόλουθα (έε;;) όταν τα ρίχνεις δεν την στριφογυρίζεις τη φάση, δεν κάνεις παιχνίδι, αυτό είτε έχει γίνει είτε το παραλείπεις, αλλά μπαίνεις κατευθείαν στο ζουμί, χωρίς να περάσεις απ' τα ζουμιά.
Συχνότατα, δε, και γι αυτούς τους λόγους, τα ρίχνεις στα ίσα.
Βλέπε και ρίχνω, την πέφτω, αλλά και ρίχνω, τρώω, πέφτω, βήχω-κλάνω-ρεύομαι.
Τρία-μηδέν.
- Μου τά 'ριξε η Μαρία.
- Μαγεία!
- Ένα ποτό ακόμα και θα πάω να της τα ρίξω στα ίσα.
- Έχω βαρεθεί να σ' ακούω. Πέντε μήνες καψούρης και καλά-καλά καλημέρα δε λέτε.
(παράδειγμα για το «τα ζητάω»)
- Τα ζήτησα απ' τη Ματίνα και μου έριξε πόρτα.
- Αφού σ' τό 'χα πει ρε, αν δε διαβάζεις Καρυωτάκη και δεν ακούς Διάφανα Κρίνα, με τη Ματίνα δε βγάζεις άκρη.
Βλέπε και θέλεις / θες να τα φτιάξουμε.
Got a better definition? Add it!
Ρητορική ερώτηση στο τάβλι όταν κάποιος περιμένει να φέρει συγκεκριμένη ζαριά. Κάτι σαν το και σκατά, αλλά χωρίς τα σκατά.
Βλέπε και το συγκεντρωτικό του χότζα ταβλομάχος.
Got a better definition? Add it!
Έλκουσα τις ρίζες της από το σύμπαν των τυριών του ούμπερμάρκετ και σε σύμπνοια με το εκεί νόημά της, εκφράζει απορία ως προς το επαρκές μιας ποσότητας που θεωρείται εκ των προτέρων λαρτζ και πάρε νά 'χεις να σου βρίσκονται. Δείχνει την ικανοποίηση, το καμάρι για την επιτευχθήσα επίδοση, ποσοτικώς μιλώντας.
Η σύμπνοια, βέβαια, δεν είναι απόλυτος, καθώς στην εκτός τυριού χρήση υπονοείται το «ή θες κι άλλο», ενώ στην τυρική αυτής χρήση το «ή μήπως είναι πολύ;».
Τυπικός διάλογος στο ούμπερμάρκετ είναι οι τρεις πρώτες γραμμές του πρώτου παραδείγματος, και σετάκι με το υπόλοιπο κάνουν το περίφημο ανέκδοτο με το μισό κιλό φέτα. Όπως γίνεται προφανές, ο υπάλληλος βάζει πάντα παραπάνω και με τη φράση αυτή ρωτάει εάν είναι οκέυ, παρ' όλο που είναι παραπάνω από αυτό που ζητήθηκε (σημείωση για τον ιστορικό του μέλλοντος αυτό).
- Μισό κιλό φέτα παρακαλώ.
(κόβει ένα γκουμούτσι)
- Είναι εφτακόσια πενήντα. Να τ' αφήσω;
- Ναι, άσ' το, και βάλε μου μισό κιλό φέτα.
Διακόσα τριανταπέντε άλογα στο δυναμόμετρο το εργαλείο μετά το φτιάξιμο. Να τ' αφήσω;
- Είσαι απίστευτος! Μ' έκανες να νιώσω γυναίκα. Μα οχτώ φορές μέσα σ' ένα βράδυ;
- Να τ' αφήσω;
Got a better definition? Add it!
Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.
Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.
Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».
Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.
Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.
Βλέπε και πετσάκιας.
Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...
(ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
- Πστ, πώς είναι τα θέματα;
- Πέτσα.
- Πώς πάει η δουλειά;
- Πέτσα...
(τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
- Πέτσα.
Δες ακόμη τσάκια.
Got a better definition? Add it!
Αργκοτικό σχήμα διπλής και καθολικής άρνησης (τον ξέρω αυτόν, είναι μηδενιστής), όπου το μία αντικαθιστά τα τίποτα, καθόλου, σε κάποιες περιπτώσεις το Χριστό (σας) και τις άλλες λέξεις που μπαίνουν σε διπλή άρνηση. Πρόκειται όντως για διπλή άρνηση, καθώς εννοείται ως ευκόλως παραλειπόμενη η λέξη ούτε.
Στα αποσιωπητικά παρεμβάλλεται ρήμα (και μόνον) του τύπου νιώθω και άλλα παρόμοια, όπως σκαμπάζω, την παλεύω, αλλά όχι οιοδήποτε ρήμα, κάτι το οποίο περιπλέκει τον ορισμό.
- Τι σου λέει η Φάροου σαν ηθοποιός;
- Δεν την παλεύει μία.
Δες και μία.
Got a better definition? Add it!
Κοσμία εκδοχή του γαμάει και δέρνει, παραπλήσιο του τα σπάει και των ισοδυνάμων, αλλά μάλλον πιο εικονοπλαστικό.
Χωρίς να κατέχω την προέλευση, εικάζω ότι προέρχεται από τον χώρο της «υγρής έκτασης», όπου ένα πλεούμενο σκίζει η βάρκα τα νερά και πάει. Οι σεξουαλικές προεκτάσεις του ρήματος σκίζω δεν νομίζω να έχουν σχέση εδώ, καθώς το «και πάει» που έπεται δηλώνει καθαρά κίνηση στο κυριολεκτικό της φράσεως επίπεδο ανάγνωσης.
Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο τρίτο ενικό και στον ενεστώτα.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε χρηματικούς (κυρίως) ή χρονικούς (δευτερευόντως) περιορισμούς και δηλώνει ότι δεν με παίρνει κατά την αντίστοιχη έννοια. Δε φτάνει το μπαγιόκο ή ο χρόνος δηλαδή, και η φράσις πίπτει ακριβώς ούτως.
Το ρήμα βγαίνω όπως στη φράση «την βγάζω» (και την πιάνεις), «τον βγάζω τον μήνα», «τη βγάζει-δεν την βγάζει», και όχι όπως στα παίγνια.
Got a better definition? Add it!
Πατρινή έκδοση του «δεν φαντάζεσαι» μπάκσλας «ούτε που φαντάζεσαι», δεν έχει σχέση με το «με ληστέψανε κι απ' τα αρντάν δεν πήρα χαμπάρι».
Δηλώνει κάτι το απίστευτο, με την καλή έννοια. Έκφρασις άκλιτη, μπαίνει στο τέλος πρότασης, εκτός και ακολουθείται από ατάκες άνευ νοήματος, όπως στο παράδειγμα.
- Είχε μια μουνοθύελλα στη Ραδινού χτες, ρε, δεν παίρνjεις χαμπάρι σου λέω ρε μινάρα.
Got a better definition? Add it!