Πρόκειται για ορισμό-ομπρέλα που καλύπτει τις χρήσεις της λέξης στη φράση «(πώ) ρε πούστη (μου)» (βλ. και εδώ) και το επιδοκιμαστικό «ο πούστης». Ζεύγος πρόσφορο για την εφαρμογή της διαλεκτικής του παραλογισμού που διέπει (κττμγ) την νεοελληνική. Σύγκρινε, επίσης, με τα λήμματα του πούστη, σαν πούστης. Πάμε, λοιπόν.

Η φράση «(πώ) ρε πούστη (μου)», ή και «φτού (σου) ρε πούστη (μου)», λέγεται, είτε αυτόνομο είτε εμβόλιμο σε φράση, σε καταστάσεις αγανάκτησης. Το πόσο ακραίας, εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία και τις αντοχές του ατόμου. Το βασικό είναι η κατάρα και η κατηγορία κατά παντός υπευθύνου, με εκ προοιμίου δεδομένο ότι ο υπεύθυνος γι αυτό μου μας συνέβη το κανελώνει το κανελόνι. Το φαινόμενο της ιδιοποίησης του υπευθύνου πούστη μέσω της κτητικής αντωνυμίας μου (αυστηρά μου, και όχι οποιαδήποτε άλλη) έχει σαφώς να κάνει με τον ευρύ κατάλογο των μπινελικίων, όπως οι χριστοπαναγίες, τα γαμοσταυρίδια, οι άγιοι και οι αγίες, η πουτάνα και γενικά ό,τι το γαμήσιμο σε καταστάσεις θυμού. Ενώ, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι ή όχι αυτοπαθή τα μπινελίκια, εδώ έχουμε σταντέ την αυτοπάθεια. Και εδώ επανερχόμαστε στο «κατά παντός υπευθύνου» κομμάτι, και βλέπουμε έναν βαθιά ριζωμένο σεξισμό στην ελληνική γλώσσα, καθώς ο χαρακτηρισμός πούστης αποτελεί ύβρι προς αυτόν, εν τέλει ίσως και απλά το φελέκι μας, που φταίει για τη συμφορά, και αυτός που φταίει δεν μπορεί παρά να είναι πούστης, ο πούστης.

Εν πλήρει αντιθέσει με αυτήν την χρήση, ο πούστης χρησιμοποιείται υποχρεωτικά με το άρθρο ο προς ένδειξη θαυμασμού. Το γεγονός ότι αποδίδεται σέβας για επίτευγμα αποκλείει την κοινή καταγωγή της χρήσης αυτής με τις έννοιες τύπου κωλόφαρδος, όπως και τον ενδεχόμενο δόλο. Το τελευταίο διότι παίζει ευρύτατα και σε αυτοπαθείς ατάκες αυτοθαυμασμού, που αυτόματα αναιρούν αυτήν την περίπτωση, και δεν φαίνεται να προέρχεται από την παραφθορά κάποιας αρχικής έκφρασης θαυμασμού μετά φθόνου ή μίσους.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια χρήση που αντιτίθεται στον σεξισμό που είδαμε παραπάνω, και ότι με την ιδιότητα του πούστη, ενίοτε επιθυμητή στον ομιλούντα, μπορεί να αποδίδεται ιδιότητα αντίθετη στις πιο συχνές χρήσεις της λέξης. Είτε ως ύβρις αυτόνομη, είτε στο τίνγκα σουρεάλ «θα τον γαμήσω τον (παλιο)πούστη», βλέπε και εδώ, ως δεύτερο συνθετικό σε μπινελίκια τύπου γαμιολόπουστα, καβατζόπουστα όπου επιτείνει ήδη αρνητικές έννοιες που συνάδουν με την στερεότυπη αντίληψη για την πουστιά και δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλο μπινελίκι, είναι από τα πιο σκληρά μπινελίκια που μπορεί να πει κάποιος. Παρ' όλαφ τά, είναι ιδιότητα που σπεύδουμε να ιδιοποιηθούμε τουλάστιχον άπαξ ημερησίως και το καμαρώνουμε κι όλας. Με τις υγείες μας.

Παράρτημα από κχαν:

ο Νεοέλληνας διαθέτει τον δικό του προσωπικό πούστη, όπως ο χριστιανός θεωρεί ότι έχει τον δικό του προσωπικό φύλακα άγγελο ή και, αντιστοίχως, τον προσωπικό δαίμονα. Υποτίθεται, δηλαδή, σε κάποιες χριστιανικές νοοτροπίες, ότι παίζεται καθημερινώς ένα δράμα στη ζωή ενός προσώπου, όπου έρχεται ένας προσωπικός άγγελος, ο οποίος σε έχει αναλάβει εργολαβία και σου ψιθυρίζει το σωστό, ενώ, αντιστοίχως, ένας δαίμονας προσπαθεί να σε κάνει να παρεκκλίνεις. Έτσι και με τον προσωπικό πούστη. Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα προσωπικό αερικό/ πνεύμα / μοίρα / génie , που μπορούμε να το ονομάσουμε πούστη, και το οποίο μεριμνά αδιαλείπτως να μας τυχαίνουν αναποδιές. Μ' αυτόν τον πούστη μας, αναπτύσσουμε προσωπική σχέση και τον επικαλούμαστε στις φράσεις «πω ρε πούστη μου», «φτου σου ρε πούστη μου», εννοείται ο πούστης που κάνοντας πουστιές ευθύνεται για τις αναποδιές μας, και τον οποίο μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επικαλεστούμε, θα καταλάβει αυτός...

Αφιερούται τω (εκλιπόντι;;) Αβαβά, καθ' ότι η απόφασις καταχώρισης ήρθε σε συνομιλία μαζί του.

  1. Πώ ρε πούστη μου, δεύτερο λάστιχο σε μια βδομάδα μέσα. Δεν παίζουν αυτά πουθενά...

  2. Μού 'πιασες παραμαμά και τό 'χασες διπλό. Τι τάβλι παίζω σήμερα ο πούστης...

  3. Ρε τον πούστη, τι ατάκα έφτυσε...

Βλέπε και εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:

  • εννοείται η λέξη ουίσκι
  • σπέσιαλ είναι οτιδήποτε εκτός από τζόνυ κόκκινο
  • το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.

    Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.

Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.

βλ. και ξηρούς καρποί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο του μάγκικου, του πολλά βαρύ και όχι, του μην του μιλάτε το πρωΐ λόγου, έχει ήδη διαφανεί στο λήμμα σούπω, που αξίζει λημματογράφησης ανεξαρτήτως του παρόντος, και συνίσταται στην παράλειψη των μορίων της υποτακτικής και του μέλλοντα. Δίνεται ούτως χροιά μάγκικη στο λόγο.

Το φαινόμενο μάλλον συνδέεται με ντισκούρσους του τύπου «εφτά νομά» και τη γενικότερη ελλειπτικότητα του λόγου που προδίδει τύπο που δεν θα πει πολλά αλλά όταν είναι να κάνει κάτι, θα το κάνει όπως πρέπει.

Εναλλακτικά, τέτοιες λέξεις είναι λογικό να είναι τα πρώτα θύματα στον πόλεμο της βαρεμάρας με τη χρεία, στην διαλεκτική της (χασισό)νταγκλας με τη μερέντα που δεν είναι σε απόσταση βολής (απαράδεκτο για πράκτορες), του μεσημεριανού ούζου το καλοκαίρι με την επόμενη γύρα.

Ενδεχόμενη εμφάνιση του φαινομένου είναι η παράλειψη μόνο του συμφώνου του μορίου και η εκφώνηση ενός βαριεστημένου άλφα που κολλάει με την επόμενη λέξη.

  1. Δανείζομαι παράδειγμα απ' το οικείον λήμμα:
    - Σούπω ρε..
    - Σουπώ εγώ..

  2. - Φίλε μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;
    ή - Φίλε 'α-μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;

  3. - Στρίψεις το επόμενο ρε θείο;

  4. - Για σε δω καλύτερα. Φτού σου κοπελάρα μου, με γεια το ροζ πουκαμισάκι. Το κορδόνι ασορτί;

  5. - Με πετάξεις μέχρι τα Πατήσια;
    - Μου ξεσκοτίσεις τον πούτσο;

  6. - Απόψε 'έ 'α-πάω πουθενά. Έχω ξενερώσει τα βυζιά μου με τους μαλάκες. Δωδ και κάψιμο στο καναπέου.

  7. - Ά-σου πω λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος μέταλλικός χαιρετισμός παύλα προτροπή να μην παρατήσει κάποιος τα ιδεώδη του μέταλ και αρχίσει να ακούει σάμπλες και τέτοιες αηδίες. Μάλλον πλέον πέφτει ως αστείο, εκτός και φταίει που έχω μεγαλώσει και ακούω ποστίλες, ψαγμενιές, γαμωτζάζ και ρυζόγαλα.

- Καληνύχτα μωρό μου.
- Στέυ χέβυ.

(από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού σάμπλς και του σάμπλινγκ, γερουνδιακός τύπος ο δεύτερος.

Το αντίστοιχο του ψυγείου στη σύνθεση, η χρήση έτοιμων ήχων, μουσικών, σε ένα κομμάτι και η ενσωμάτωσή τους στη σύνθεση. Γεννήθηκε ως πρακτική με την ηλεκτρονική μουσική και χρησιμοποιείται σε ουδέτερα συμφραζόμενα όσο και με αρνητικές συνδηλώσεις. Το δεύτερο κυρίως σε μουσικούς κύκλους όπως το μέταλ όπου, λόγω αντιπαλότητας των μουσικών ρευμάτων (μαλακίες τούμπανα) θεωρείτο καταδικαστέα πρακτική, και θεωρείται ακόμη, αλλά τουλάστιχον όχι από το σύνολο των μεταλλάδων.

Προφέρεται sables, έτσι για τη χαρκορίλα και απαντά κυρίως στον πληθυντικό, αλλά και στον ενικό, κυρίως ως περιεκτικό ουσιαστικό. Νομίζω δηλαδή...

  1. - Τι έχεις στο έμ-πι-τρία ρε;
    - Πάροβ Στελάρα, γαμεί ο τύπος. Σάμπλες και το παράπονο του μετανάστη, δύο σε ένα.

  2. Τι πίπα το καινούργιο των Ελεκτρόνικ Μπλέντερ ρε πούστη μου...είπαμε μπλιμπλίκια και ηλεκτρονικούρες, αλλά αυτοί το λιώσανε στη σάμπλα.

(από jesus, 22/01/11)

Βλέπε και σαμπλίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκδοση του «δεν φαντάζεσαι» μπάκσλας «ούτε που φαντάζεσαι», δεν έχει σχέση με το «με ληστέψανε κι απ' τα αρντάν δεν πήρα χαμπάρι».

Δηλώνει κάτι το απίστευτο, με την καλή έννοια. Έκφρασις άκλιτη, μπαίνει στο τέλος πρότασης, εκτός και ακολουθείται από ατάκες άνευ νοήματος, όπως στο παράδειγμα.

- Είχε μια μουνοθύελλα στη Ραδινού χτες, ρε, δεν παίρνjεις χαμπάρι σου λέω ρε μινάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε χρηματικούς (κυρίως) ή χρονικούς (δευτερευόντως) περιορισμούς και δηλώνει ότι δεν με παίρνει κατά την αντίστοιχη έννοια. Δε φτάνει το μπαγιόκο ή ο χρόνος δηλαδή, και η φράσις πίπτει ακριβώς ούτως.

Το ρήμα βγαίνω όπως στη φράση «την βγάζω» (και την πιάνεις), «τον βγάζω τον μήνα», «τη βγάζει-δεν την βγάζει», και όχι όπως στα παίγνια.

  1. - Κέρασε και συ μια φορά ρε τσίπη.
    - Δε βγαίνω μάνα μου...
    - Ναι ρε καρμοίρη, σου κόψανε τα μπόνους κι έμεινες μόνο με πέντε μισθούς το μήνα.

  2. - Πάμε πουθενά;
    - Δε βγαίνω μάνα μου, σαράντα γραπτά να διορθώσω για χτες...

αχ ειναι λίγος ο μισθός (από Khan, 18/03/10)μας παίρνει; (από jesus, 25/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοσμία εκδοχή του γαμάει και δέρνει, παραπλήσιο του τα σπάει και των ισοδυνάμων, αλλά μάλλον πιο εικονοπλαστικό.

Χωρίς να κατέχω την προέλευση, εικάζω ότι προέρχεται από τον χώρο της «υγρής έκτασης», όπου ένα πλεούμενο σκίζει η βάρκα τα νερά και πάει. Οι σεξουαλικές προεκτάσεις του ρήματος σκίζω δεν νομίζω να έχουν σχέση εδώ, καθώς το «και πάει» που έπεται δηλώνει καθαρά κίνηση στο κυριολεκτικό της φράσεως επίπεδο ανάγνωσης.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο τρίτο ενικό και στον ενεστώτα.

  1. - Κόζαρε μηχάνημα!
    - Γαμεί, φίλε. Τό 'χεις ανοίξει καθόλου;
    - Σκίζει και πάει σου λέω...Πατάει ό,τι κινείται.

  2. - Τι λέει το Λιτσάκι στο κρεββάτι;
    - Σκίζει και πάει.
    - Σιγά ρε, γυναίκα είναι, όχι χορτοκοπτικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό σχήμα διπλής και καθολικής άρνησης (τον ξέρω αυτόν, είναι μηδενιστής), όπου το μία αντικαθιστά τα τίποτα, καθόλου, σε κάποιες περιπτώσεις το Χριστό (σας) και τις άλλες λέξεις που μπαίνουν σε διπλή άρνηση. Πρόκειται όντως για διπλή άρνηση, καθώς εννοείται ως ευκόλως παραλειπόμενη η λέξη ούτε.

Στα αποσιωπητικά παρεμβάλλεται ρήμα (και μόνον) του τύπου νιώθω και άλλα παρόμοια, όπως σκαμπάζω, την παλεύω, αλλά όχι οιοδήποτε ρήμα, κάτι το οποίο περιπλέκει τον ορισμό.

- Τι σου λέει η Φάροου σαν ηθοποιός;
- Δεν την παλεύει μία.

Δες και μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.

Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.

Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».

Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.

Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.

Βλέπε και πετσάκιας.

Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...

  1. (ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
    - Πστ, πώς είναι τα θέματα;
    - Πέτσα.

  2. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πέτσα...

  3. (τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
    - Πέτσα.

Πως πάει η πολιτική του σταδιοδρομία? Πέτσα! (από Vrastaman, 05/03/10)(από gaidouragathos, 13/07/12)

Δες ακόμη τσάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified