Έλκουσα τις ρίζες της από το σύμπαν των τυριών του ούμπερμάρκετ και σε σύμπνοια με το εκεί νόημά της, εκφράζει απορία ως προς το επαρκές μιας ποσότητας που θεωρείται εκ των προτέρων λαρτζ και πάρε νά 'χεις να σου βρίσκονται. Δείχνει την ικανοποίηση, το καμάρι για την επιτευχθήσα επίδοση, ποσοτικώς μιλώντας.

Η σύμπνοια, βέβαια, δεν είναι απόλυτος, καθώς στην εκτός τυριού χρήση υπονοείται το «ή θες κι άλλο», ενώ στην τυρική αυτής χρήση το «ή μήπως είναι πολύ;».

Τυπικός διάλογος στο ούμπερμάρκετ είναι οι τρεις πρώτες γραμμές του πρώτου παραδείγματος, και σετάκι με το υπόλοιπο κάνουν το περίφημο ανέκδοτο με το μισό κιλό φέτα. Όπως γίνεται προφανές, ο υπάλληλος βάζει πάντα παραπάνω και με τη φράση αυτή ρωτάει εάν είναι οκέυ, παρ' όλο που είναι παραπάνω από αυτό που ζητήθηκε (σημείωση για τον ιστορικό του μέλλοντος αυτό).

  1. - Μισό κιλό φέτα παρακαλώ.
    (κόβει ένα γκουμούτσι)
    - Είναι εφτακόσια πενήντα. Να τ' αφήσω;
    - Ναι, άσ' το, και βάλε μου μισό κιλό φέτα.

  2. Διακόσα τριανταπέντε άλογα στο δυναμόμετρο το εργαλείο μετά το φτιάξιμο. Να τ' αφήσω;

  3. - Είσαι απίστευτος! Μ' έκανες να νιώσω γυναίκα. Μα οχτώ φορές μέσα σ' ένα βράδυ;
    - Να τ' αφήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση στο τάβλι όταν κάποιος περιμένει να φέρει συγκεκριμένη ζαριά. Κάτι σαν το και σκατά, αλλά χωρίς τα σκατά.

Βλέπε και το συγκεντρωτικό του χότζα ταβλομάχος.

- Με τι σε πιάνω;
- Πέντε-τέσσερα μόνο.
- (γκράππα-γκρούπα τα ζάρια) Πέντε-τέσσερα έχω φέρει σήμερα;
- Ασσόδυο το ευγενές και το τρισκατάρατον. Για να βλέπω τραχανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελιγμένη μορφή του τα ζητάω. Ποιά;; Αυτά! Ένα-μηδέν. Το τα είναι όπως στο τα φτιάχνω. Ποια;; Αυτά! Δύο-μηδέν. (Γαμιώντας με πάω σήμερα).

Η διαφορά είναι ότι όταν τα ζητάς ίζολ ζητάς να τα φτιάξετε (γυμνασιακές-λυκειακές καταστάσεις αυτά) έχει τη χροιά του ότι περιμένεις ανταπόκριση, ότι εκτίθεσαι και άλλα τέτοια. Ενώ το ρίχνω έχει περισσότερο τη χροιά ότι «της/του τα είπα όσα είχα να πω, σε γουστάρω μανίτσα μου, φεγγαρόφως και άλλες ιστορίες» και έκανα το χρέος μου στη γκενωνία. Δεν της/του λες «κοπελίτσα/αγοράκι, θες να γίνουμε φίλοι και μετά πέφτει και κανένας», λες τι αισθάνεσαι και ξεκαθαρίζεις τη στάση σου.

Συνακόλουθα (έε;;) όταν τα ρίχνεις δεν την στριφογυρίζεις τη φάση, δεν κάνεις παιχνίδι, αυτό είτε έχει γίνει είτε το παραλείπεις, αλλά μπαίνεις κατευθείαν στο ζουμί, χωρίς να περάσεις απ' τα ζουμιά.

Συχνότατα, δε, και γι αυτούς τους λόγους, τα ρίχνεις στα ίσα.

Βλέπε και ρίχνω, την πέφτω, αλλά και ρίχνω, τρώω, πέφτω, βήχω-κλάνω-ρεύομαι.

Τρία-μηδέν.

  1. - Μου τά 'ριξε η Μαρία.
    - Μαγεία!

  2. - Ένα ποτό ακόμα και θα πάω να της τα ρίξω στα ίσα.
    - Έχω βαρεθεί να σ' ακούω. Πέντε μήνες καψούρης και καλά-καλά καλημέρα δε λέτε.

  3. (παράδειγμα για το «τα ζητάω»)
    - Τα ζήτησα απ' τη Ματίνα και μου έριξε πόρτα.
    - Αφού σ' τό 'χα πει ρε, αν δε διαβάζεις Καρυωτάκη και δεν ακούς Διάφανα Κρίνα, με τη Ματίνα δε βγάζεις άκρη.

Βλέπε και θέλεις / θες να τα φτιάξουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάσο, οι φίλοι με φωνάζουν νίκο.
Χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί κάτι το οποίο έχει περιγραφεί μόλις στον λόγο (είτε ως γένος είτε ως είδος), είτε για να το τρίψουμε στη μούρη του συνομιλητή («ναι, ρε μαλάκα, αυτό εννοούσα, καλά το κατάλαβες»), είτε για να το κάνουμε κέρματα. Βασική χρήση είναι και η ειρωνεία προς τα λεχθέντα του προλαλήσας, βλέπε παράδειγμα πρώτον σε ήχο δεύτερο.

  1. από εδώ:
    - Η λογική του Σοσιαλισμού, σύντροφοι, βασίζεται στην παράκαμψη της αστικής ψευτο-έννοιας της δικαιοσύνης μέσω της εργατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης λύνεται χωρίς καν να τεθεί, καθώς μέσα στο πλαίσιο του προλεταριακού κράτους...
    - Λέγε με ΕΣΣΔ...
    - Μη χαώνεις τη συζήτηση, ρε συ σύντροφε.

  2. Όλα τα μουνόπανα τα φασιστοειδή της κυβέρνησης, λέγε με χρυσοχό και πάγκαλο, βγαίνουν αβέρτα στην τιβί να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα...

  3. - Ήταν κι ένας χαρτοκλέφτης στο καρέ, λέγε με Πέτρο, και μας γδύσανε.
    - Ψάχνjεις για καβγά ρε αρχίδι; Θα σε γαμήσω!
    - Ρε μουνjί μ' απειλjείς;; Ρε μουνjί θα πεθάνjεις!

(κλασσική πατρινή ατάκα αρχής καβγά η τελευταία.)

Λέγε με παλιόπαιδο, λέγε με αλήτη (Στράτος Διονυσίου) (από allivegp, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για την απαξίωση αυτού που μόλις ακούσαμε, είδαμε, και τα ρέστα τσίχλες. Μάλλον συντόμευση και γενίκευση της πιο κλασσικής φράσης «άμα μας δει κάνα μάτι, θα γελάνε» ή των παρομοίων.

Αφιερούται τω Σταύρω (όχι αυτόν εδώ, άλλονα.).

  1. - Λιώσαμε στα κοκτέηλς χτες.
    - Τι κοκτέηλ ρε μαλάκα, γελάει ο κόσμος. Πιες κάνα ξίδι αντρίκιο να νιώσεις.

  2. (γκρούκου-γκρούκου η μίζα)
    - Πάλι δεν παίρνει το γαμίδι.
    - Πότε θ' αλλάξεις αυτοκίνητο ρε καραγκιόζη; Γελάει ο κόσμος με το μπουρί σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδέχεται να έπεται του τέρμα το διάλειμμα, αλλά παίζει και έξω αριστερά χωρίς περιορισμούς. Όταν, δε, το τέρμα το διάλειμμα παίζει κατενάτσιο, ακούγεται κι αυτό μόνο του. Σούμα, τρέχα γύρευε.

Προέρχεται από κλασσικότατο ανέκδοτο και σηματοδοτεί την λήξη περιόδου ξυσταρχιδιάς και την έναρξη περιόδου εργασίας.

Για την προέλευση δεν είμαι και τίνγκα σίγουρος, θα μπορούσε να προϋπάρχει, αλλά ας μιλήσει το κοινό. Άλλωστε παίζει και σε ρεμπετοειδέστατον άσμα:

[i]Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα,
Πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα.[/i]

Αλλά στην τελική γιατί να μην είναι αντιστοίχως παλιό το ανέκδοτο;

  1. (το ανέκδοτο)
    Τύπος ψοφάει, πάει στην κόλαση, χεσμένος τέζα για τα βασανιστήρια που τον περιμένουν. Τον παραλαμβάνει το τριβόλι, τον ξεναγεί στους διάφορους θαλάμους για να διαλέξει τι τον περιμένει. Εδώ βράσιμο, εκεί ψήσιμο, αλλού μαστίγωμα, πιο κει δεγκζέρωγώτι, προφ ο τύπος δε γουστάρει και πολύ. Όπως συνεχίζουν τον περίπατο βλέπουν έναν σωρό με σκατά, κάτι τύπους θαμμένους μέχρι το λαιμό και να καπνίζουν. Ε, λέει, απ' τ' άλλα, τι να λέμε, εδώ είναι κομπλέ. Και τσιγαράκι έχει, χαλαρά. Τον χώνουνε μέχρι το λαιμό τα διαόλια, του κοτσάρουνε κι έναν άσσο άφιλτρο στο στόμα και με το που παίρνει την πρώτη τζούρα ο τυπάς ακούγεται παράγγελμα μετά σαλπίσματος:
    - Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα.

  2. - Πάνε και φέτος οι διακοπές ρε πστ μου...
    - Τα κεφάλια μέσα τώρα, βαριέμαι προκαταβολικά...

πισσα και πουπουλα... (από Abas, 16/02/10)

Βλέπε και σφίγγουν οι κώλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (ακόμα;) στη λευκάδα. Προφέρεται με το νι ένρινο και με διαλυτικά πάνω απ' το ταυ, και έχω την πεποίθηση ότι ξεκίνησε απ' τον χώρο της παπιοπεριπέτειας. Το παπί σου δεν πάει πόντο, και συνεκδοχικά εσύ δεν πας πόντο σημαίνει ότι είναι για τα μπάζα, ότι αν σε πάω κόντρα θα προσκυνήσεις, ότι το μηχανάκι σου δεν κουνιέται ρούπι.

Κατόπιν γενικεύτηκε η χρήση και καλύπτει όλες τις πλευρές τις καθημερινότητας και πέφτει όπου υπάρχει κάτι που δεν τό 'χει.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Άν'ξέ το λjίγο το γαμ'μένο, μωρέ. Τό'εις μπουκώσ' και δε μπάει πόντο.

  2. - Θέλ' φορμάτ το μπ'ρί ρε πούστ', τά 'χ' φάει και δε μπάει πόντο.

  3. - Ωπ το γκομενάκ'!
    - Δε μπάει πόντο αυτή μωρέ. Τ'νjείχα δει πέρ'σ' στ'ν αγιάνν' μ' μαγιό και μό 'πεσε το π'λjί στα γόνατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, μπουρί λέγεται και μηχάνημα (αυτοκίνητο, μηχανή, πισί) που δεν πάει πόντο, που είναι άχρηστο και υπάρχει για να σπάει αρχίδια.

  1. Πέτα το το μπουρί, μωρέ, ακόμα το 486 παλεύεις;

  2. - Λοιπόν, μάστορα, θέλω να μου το κάνεις το λάντα μου να πετάει, να πατάει ό,τι κινείται. Ξέρεις, φίλτρα, εξατμίσεις, προγράμματα, της παναγιάς τα ράμματα.
    - Οκέυ.
    - Πότε να περάσω;
    - Το απογευματάκι θα τό 'χω έτοιμο.
    - Με δουλεύεις;
    - Εγώ άρχισα; Άε παρ' το μπουρί σου και φύγε λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρ' ότι η μετοχή είναι παθητική, η λέξις δηλώνει άτομο που έχει ψάξει, και όχι άτομο το οποίο έχουν ψάξει, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Προέρχεται από την ρηματική μορφή της φράσης «την έχει ψάξει» ή πιο απλά «τό 'χει ψάξει το ζήτημα», ή «την ψάχνει με τη γυμναστική». Μοιραία, το υπόλοιπον του πληθυσμού ζηλεύει γιατί δεν μπορεί να το κάνει και όταν προσπαθεί διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει με τ' αρχίδια στα μάτια.

Ψαγμένος, λοιπόν, είναι αυτός που ξέρει τα σωστά μέρη, τις σωστές μουσικές, το σωστό φαγητό, τις σωστές ταινίες, βιβλία, από τέχνες, κάτι απ' όλ' αυτά ή και όλα μαζί σε ένα πολύ κομψό και πρακτικό βαλιντζάκι. Δεν πίνει ξίδια, πίνει καλά ποτά. Δεν σαβουριάζει, τρώει καλό φαγητό. Αν του πεις ουγκχ δεν θα καταλάβει την αναφορά στον καλλιτέχνη, αλλά ξέρει την ταινία Изгнание και τον σκηνοθέτη της με τα ονόματά τους (πόσο ωραία τα λέω για τον εαυτό μου). Αγνοεί τον Εντικά, αλλά θα σου μιλάει ώρες για τον Πικάσο. Είχε περάσει περίοδο κατά την οποία θεωρούσε τον Κολτρέην ξεπερασμένο και άκουγε σχήματα τύπου Kilimanjaro Darkjazz Ensemble, αλλά όταν τον ξαναβρήκε ανακάλυψε νέο βάθος στο ωμό, αλλά συναισθηματικό του παίξιμο.
Τα στανταράκια τον αφήνουν αδιάφορο, όταν αυτός τα μάθαινε εμείς οι υπόλοιποι ανακαλύπταμε το βυζί της μάνας μας, αλλά ο σωστός ψαγμένος σκορπίζει απλόχερα την γνώση που με κόπο κατάκτησε και για τούτο έχει το σέβας των ερασιτεχνών (με την έννοια του ετύμου της λέξης) και όχι τον φθόνο ή το «ξεσκότα μας το μπούτσο μωρή ψωνάρα». Κατ' αυτήν την έννοια διακρίνεται ο ψαγμένος από τον σεβαστό αθλητή του νέημ ντρόπινγκ και της ημιμάθειας (βλ. σχόλια εδώ), όπου δεν παρατηρείται αγάπη προς κάποιο αντικείμενο, αλλά εργαλειοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας.

Καθείς είναι ψαγμένος στο αντικείμενό του, μπορεί εύκολα κάποιος να είναι συνολικά ξυλοκόπος, αλλά οι γνώσεις του σε ένα πεδίο να αγγίζουν την τελειότητα και το βάθος το απύθμενο στην διείσδυση και την κατανόηση, αλλά και την συνολική αντίληψη του αντικειμένου.

Αφιέρωσις: κχαν, που του τό 'κλεψα σχεδόν.

- Πολύ ψαγμένος ο Τάκης με τη μουσική, ε;
- Ποιος ρε, ο πρωτοδισκάκιας; Έναν πούτσο είναι, μην ψαρώνεις. Αν μιλήσεις μισή ώρα μαζί του, θα αρχίσει να ξεφουρνίζει τις μαλακίες τη μία πίσω απ' την άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεράστιος Βασίλης Καρράς, παραπέμπει και ολίγον στον Τζιμ Κάρεϋ. Αστικός μύθος για την πάρτη του ότι όταν τραγούδαγε κάπου έξω απ' τη Σαλλλλονίκη, νομίζω, δεν πήγαινε και πολύ καλά το μαγαζί και ο μπος αποφασίζει να τον διώξει. Τελευταίο βράδυ ο Μπιλ Κάρεϋ πηγαίνει με το πλάι κι όσο πάει, δεν κατεβαίνει απ' την πίστα, και για να κλείσει το μαγαζί ο αφεντικός κατεβάζει το γενικό. Και ο Μπιλ Κάρεϋ λέει στον κόσμο κάτι σαν «Ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας στην τελευταία βραδιά του σχήματος, κερασμένα όλα απ' το μαγαζί».

Άλλα αντίστοιχα φιλολογικά ψευδώνυμα είναι το Σταγό, για τον Σταμάτη Γονίδη, το Μαζώ για το Μαζωνάκη, Ζαμέ ο Ζαφείρης Μελάς (θξ χότζα) και βέβαια ο Λεπάς, ο Λευτέρης Πανταζής.

Βλέπε και το και συ λάμπεις, Μπάμπη.

- Γύρισέεεεεεεε!! (μεσολαβεί χτικιό, άσθμα, ψόφος) Γύρισέεεεεεεεε!! Γεια σου ρε Μπιλ Κάρευ αθάνατε!! Όλα τα πανέρια για την πάρτη σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified