Λέξη προσδιορίζουσα το νερόμπατσο, μάλλον στο πιο αστείο.

- Πήγες χτες στο αντι-γλέντι που οργάνωνε η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Πόρου Λευκάδας στο λιμάνι;
- Ναι, γαμάτα ήτανε. Οργανώθηκε αυθόρμητο αντι-πανηγύρι με αντι-νησιώτικα. Αλλά πάνω που βγήκε να τραγουδήσει ο αντι-Πάριος μας την πέσανε οι μπουρμπουληθρόμπατσοι με τα νεροπίστολα και είχαμε ντράβαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών μπινελικίων που από φράσεις κατέληξαν λέξεις χάριν συντομίας, απέχθειας προς τον παραλήπτη και αγάπης προς την Ιδέα του μπινελικώματος, το «ού να μου χαθείς» έγινε ουναμουχαθείς.

Παρόμοιες εκφράσεις και τα ασταδγιάλα, ασταδιάλα, ραγαμής και ό,τι του κατέβει του καθενός.

Θυμάμαι τον Τσιφόρο να γράφει συχνότατα κατάρες τύπου «πουκακοχρονονάχει», και λογικά θα ήταν ο πρώτος που έγραψε τέτοιες ατάκες.

ασσίστ: Γιόνας.

- Ρε φέρ'την πενηντούρα ρε αρχίδι!
- Ουναμουχαθείς ρε τσιγκούνη, θα σ'τα δώσω αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από την αντεργκράουντ σκηνή της πάτρας (αυτοί που πάνε σε συναυλίες στο παράρτημα, αράζουν χύμα στην πλατεία όλγας, κυρίως από τότε που ο μάκης ο κουλός έγινε τρέντυ και πιο μετά έκλεισε, ή κάνουν κλάμπινγκ στα σκαλάκια της γεροκωστοπούλου) χαρακτηρίζουσα την χοροπηδηχτή πανκ που ακούγεται λάιβ στις εν λόγω σουαρέ στο παράρτημα και όχι μόνον.

Έχω την εντύπωση ότι η χρήση της εξαντλείται στην προτροπή του παραδείγματος. Λες και πριν ακουγότανε κάτι άλλο ή υπήρχε ποτέ περίπτωση να παίξει βαμβακάρη ο τύπος...

Καταφανώς ηχοποίητη από τον ρυθμό που κρατάνε τα ντραμς.
Η προτροπή προφέρεται με πάθος και κατά προτίμηση στη μέση της συναυλίας.

Παίξε τουπά-τουπά ρε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την κλασσική πτώση V-I στα ρεμπέτικα, που αποκαλείται τέλεια από τους επαΐοντες. Ενίοτε προηγείται και από το κομπινεζόν που λεκτικοποιεί με εξαιρετικό ταίριασμα στο ρυθμό το ανέβασμα της μελωδικής μινόρε από την πέμπτη στην τονική. Αυτό για όσους έχουν κάνει αρμονία.
Για όσους δεν έχουν κάνει, διευκρινίζω ότι πρόκειται για το κλείσιμο των ρεμπετοειδών ασμάτων, αν και πιστεύω ότι θα κατατοπιστούν απ'το ηχητικό που δίνω αντί παραδείγματος, καθώς η ατάκα πέφτει μόνο τραγουδιστά.
Θα βάλω και γρέζι λαϊκό. Γρρρρρρ!!!

Ευχαριστώ τον γείτονα χανκ για την ασσίστ.

(μύδι αντί παραδείγματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από την τηλεόραση, όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκπομπές οι οποίες γυρίζονται με σκοπό να παιχτούν όποτε υπάρχει τρύπα στο πρόγραμμα, καθώς δεν έχουν να κάνουν με την επικαιρότητα, οπότε δεν καιγόμαστε να τις δείξουμε.

Από τις εκπομπές ψυγείου περνάμε ούτως στις ατάκες ψυγείου που έχει ο καθένας μας αποθηκευμένες και τις χρησιμοποιεί όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν (βαριεστημάρα, ανάγκη για μη αποτυχημένο χιούμορ κτρ).
Μία ατάκα μπορεί να είναι ψυγείου είτε επειδή την έχουμε πει ήδη καμιά κατοσταριά φορές και έχει πετύχει (αλλά σε διαφορετικές παρέες), είτε επειδή μας ήρθε σε στιγμή άσχετη με οτιδήποτε και αδημονούμε να την πετάξουμε (ελπίζω να μην είμαι ο μόνος άρρωστος που το κάνει αυτό), είτε επειδή την διαβάσαμε κάπου (έχω δει στην πρωτοπορία βιβλία τσέπης τέτοιου στυλ που τα αποκαλώ ατακολόγια, ήμαρτον λέμε), και πάλι αδημονούμε να την πετάξουμε.

Η χρήση πρέπει να γίνεται με πάσα επιφύλαξη, γιατί ενέχει τον κίνδυνο άσχημης ρόμπας όταν αρχίσουμε να επαναλαμβανόμαστε. Το ύφος πολλών, δε, τη στιγμή της απαγγελίας προδίδει το ετοιματζίδικο της ατάκας σε αισχρό βαθμό.

Διαχωρίζεται σαφώς από τα επαναλαμβανόμενα αστεία που κάνουμε όλοι μας, και των οποίων το χιούμορ βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την επανάληψη.

- Αμάν με τις ατάκες ψυγείου ρε μαλάκα, σ' έχει βαρεθεί η ψυχή μου να πούμε...

Βλέπε και ακυρολεξίες, κονσέρβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται ως απάντηση σε αυτό που μόλις ειπώθηκε και δηλώνει ακραία έκπληξη, χωρίς διάθεση αμφισβήτησης, όπως ίσως να διαφαίνεται από την ίδια τη φράση.
Απαντά και ως δεν το είπες αυτό ή και το πολύ περιορισμένο πληθυσμιακά το λες;; που συντάσσεται με το πστ, μόνο το λέω. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, απαιτείται η επιβεβαίωση του άρτι ρηθέντος με κατηγορηματικό τρόπο.

Εναλλακτικά, φράση που δηλώνει με ήπιο τρόπο αντίθεση, αλλά όχι και να τις παίξουμε κι όλας.

  1. - Ο Μαραντόνα έκοψε την κόκα.
    - Δεν το λες!!!

  2. - Πάω για κατούρημα.
    - Το λες;
    - Πστ, μόνο το λέω.

  3. (διάλογος τριών ατόμων)
    - Ο Καραμανλής είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός της χιλιετίας.
    - Ε, δεν το λες...
    - Τι δεν το λες ρε καραγκιόζη, που θα πάω να χέσω στον τάφο του πριν πεθάνει να πούμε...

Αυτά "δεν τα λες" σε -μούνες! (από Vrastaman, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση πιο μέηνστρημ από το σώβρακο του Ήτα-Βήτα, που σημαίνει το ίδιο πράγμα, αν και εξειδικεύεται σε τσάντες και όχι οτιδήποτε άλλο (σώβρακο, πορμπαγκάζ, κώλος, δεγκζερωγώτι).
Παραπέμπω στο λινκ για εξαντλητική περιγραφή του φαινομένου, με την προσθήκη ότι πρόκειται για το τσαντάκι του ήρωα του σχετικού παιδικού, που με επίκληση στα θεία πρηζότανε και περιείχε τα πάντα μέσα, και σε καλές τιμές.

- Ρε πούστη, αν είχα μια κόκκινη πιπεριά και ένα κομμάτι σελοτέιπ θα την άνοιγα την γαμόπόρτα, κι ας είναι ασφαλείας, και θα γλιτώναμε τον κλειδαρά βραδιάτικο...
- Ίσα ρε μαγκάιβερ!
- Ναι ρε, σου λέω, τό'χω!
- Ε, να! Πάρε, να διούμε αν τό'χεις!
- Καλά ρε, πού τα κουβαλάς αυτά, το τσαντάκι του σπορ μπίλυ έχεις;
- Άσε τις μαλακίες και άνοιγε. Εγώ μια φορά κλειδαρά δεν πλερώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είχα τάξει σε μια φίλη μου ιταλίδα με γνώσεις αρχαιοελληνικής και παράλογη διάθεση εκμάθησης της νεοελληνικής να της δώσω πλήρη κατάλογο με τις λέξεις που σημαίνουν πέος και χρησιμοποιούνται στην νεοελληνική, επειδή σχεδόν κάθε φορά που με ρώταγε τι σήμαινε η λέξη που μόλις είπα, η απάντηση ήταν «bite», που σημαίνει πούτσα στα γαλλικά.
Είναι πράγματι άξιον περιέργειας πόσες λέξεις υπάρχουν και το γεγονός ότι κάποιες φορές μπαίνει μία στην πρόταση, ενώ δεν μπορεί να μπει κάποια άλλη:
Πήραμε την πούτσα, ας πούμε δεν λέγεται, ενώ πήραμε το πουλί ή το μπούλο λέγεται, ενώ πάλι δεν λέγεται πήραμε το πουλάκι. Προσπάθησα εις μάτην να την πείσω ότι το πουλί και ο πούλος είναι ριζικά διαφορετικές λέξεις. Παίρνω το πουλί σημαίνει τρώω ήττα, ενώ παίρνω τον πούλο ή το μπούλο σημαίνει τρώω ήττα ή φεύγω από κάπου. Δεν μπορώ να σε γράψω στο πουλί μου, αλλά στην πούτσα ή το μπούτσο μου, παρ'όλ'αυτά, ο τύπος είναι ένα μπούτσο αρχιτέκτονας και όχι μια πούτσα αρχιτέκτονας.

Για την πληρότητα του σάιτ, πιστεύω, λοιπόν, ότι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος επιβάλλεται και κάνω την αρχή καταθέτοντας μια συλλογή λέξεων και λημμάτων.
Ας συμπληρώσει με σχόλια όποιος βρει έλλειψη, αλλά για λόγους αναζήτησης στο σάιτ και ματαιοδοξίας θα ιδιοποιηθώ στο λήμμα τις προσθήκες, άντε να βάλω και μια ευχαριστία από κάτω.

από τα τρία το μακρύτερο, αρχιδολεβιές / λεβίδι, αφρικανικό μονόχορδο, βίλλα (Κύπρος), καυλί / καβλί, καραγουδούμπα, καραπιστόλα, κατάρτι / κίονας / μαδέρι / ματσούκι / παλαμάρι / παλαμοστέλιαρο / σουδαύλι (Λευκάδα) / στειλιάρι, τζένιο / φουρνόξυλο, κλαρίνο / φαγκότο, κρέας / κρεατόβεργα, μαλαπέρδα, μαλαστούπα, ματζαφλάρι, μονορώγα, μόριο, μουνοτρύπανο, μπαργαλάτσος / παργαλάτσος, μπέκος, μπιμπί / πιπί / λιλί / ζιζί, Νικολάκης, παπάρι, πελεούνος, πέος / πέοντας / πέουλας / ο πέος, πουλί / πούλος / πουλάκι / πουλαδέρι / αμελί πουλέν / πουλόφωνο, πούτσος / πούτσα / τσαπού / καραπουτσακλάρα / e-πούτσος / λούτσος / φούτσος / πόντσος / τσόνι, πράμα, σαμιαμίδι / σαύρα, σούλος / σούλα, σπαρδαλούπακας, στελίφι (Κύπρος), τσουτσού / τσουτσούνι / τσουτσούνα / τσούτσα / τσουτσουμπρούτσου, φίδι, φύση, ψωλή / ψώλος,

Αλλά βλέπε και:
είσαι / είναι για τον Αχιλλέα, Αλογίσια, καραπουτσαριό.

Ε, έπρεπε... (από Pirate Jenny, 25/02/10)(από jesus, 18/11/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις μνήμην του απελθόντος νεοναζή (εσωτερικό αστείο του σάιτ αυτό, όσοι δεν το καταλάβουν δε χάνουν και τίποτα), ας ανεβάσουμε και τον χαρακτηρισμό που αποδίδουν οι χρυσαυγίτες σε όσους τοποθετούνται πολιτικά αριστερότερα της νέας δημοκρατίας.
Κάνει αστείο συνδυασμό με τον χαρακτηρισμό βρωμοποδαράς, που πάει γάντι στους φαντάρους που φοράνε όλη μέρα τα άρβυλα, και συνεπώς δεν βρίσκεται μακρυά και από τους στρατόκαβλους χρυσαυγίτες.
Για το βρωμοποδαράς, βλέπε τα σχόλια εδώ και το άσμα του άσιμου.

παράδειγμα από εδώ, δεν είμαστε και τέτοιοι για να γράφουμε δικά μας...
...Την ίδια στιγμή, μια χούφτα «αλληλέγγυοι» άπλυτοι βγήκαν στο αστυνομικό τμήμα Λευκού Πύργου και αφέθηκαν ανενόχλητοι να σπάνε...

(από Khan, 22/11/13)(από Khan, 28/01/14)

Βλέπε και θολοκουλτουριάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος συνώνυμος με την μουνόπλακα, το κοκομπλόκο και τις λοιπές ηχοποίητες δυνάμεις που αποδίδουν την μπλε οθόνη που μπορεί να φάει κάποιος για πολλούς και ποικίλους λόγους.
Σε αντίθεση με την μπλε οθόνη και σε σύμπνοια με το κοκομπλόκο και τη μουνόπλακα, παθαίνεται.

- Έχω πάθει μπακακάο με τις βυζάρες του πάνω ορόφου.

Βλέπε και μπακακάου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified