Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Κατάρα προπερασμένης δεκαετίας, η οποία στην ορίτζιναλ εκδοχή συνοδεύεται από το «να μην μπορείς να δεις τσόντα», το οποίον και εννοείται ως ευκόλως παραλειπόμενο.
Παραπέμπει στην εποχή που η κατοχή βίντεο προσέδιδε πρεστίζ και γκλαμουριά στον κάτοχο και τα μηχανήματα ακόμη επισκευαζόταν και δεν πετιόταν για πλάκα. Δεδομένου του δυσεύρετου του καλού μάστορα (και κατά συνέπεια της επί μακρόν αποχής από το χειρογλύκανο σε περίπτωση βλάβης), αλλά και του κόστους επισκευής, η κατάρα αυτή πρέπει να θεωρείται βαρύτατη.
Η αντικατάσταση του βίντεο από το δωδ στην εν λόγω κατάρα είναι τουλάστιχον κωμική, αφού ένα καινούργιο κοστίζει 30€, και η απώλειά του δεν συγκρίνεται με τον πόνο που προκαλούσε η βλάβη στο βίντεο. Χώρια που αφαιρεί τη βιβλιογραφική αναφορά στα έιτηζ.
-Πάλι μ' έκοψε με 4,5 Μπετό ΙΙ ο σκατόψυχος που να του καεί το βίντεο. Αλλά ξέρω πού μένει ο παλιοκαργιόλης...
Got a better definition? Add it!
Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.
- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...
Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα παραδοχής, δήλωσης και διαδήλωσης της ανικανότητας τέλεσης μιας ολοκληρωμένης πράξης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις στων οποίων τις απαιτήσεις ο ομιλών γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, αλλά δεσμεύεται φιλότιμα να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.
- Κοίταξε να δεις Τάσο, μεθαύριο πρέπει να κάνεις διάλεξη με θέμα: «ισοτρονικοί υπεραγωγοί: εφαρμογές στην ψύξη αβοκάντο, παρελθόν, παρόν και μέλλον». Θα παραστούν όλοι οι ειδικοί αβοκαντολόγοι. Πρέπει να εκπροσωπήσεις την ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου μας επάξια.
- Νταξ. Θα λάβω τα ημίμετρά μου κύριε καθηγητά.
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.
Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.
Got a better definition? Add it!
Το post-it.
Μέσα στην φιλολογία για post-rock, post-punk, post-jazz και γενικά post-οτιδήποτε, υπάρχουν και ορολογίες, όπως μετα-μοντέρνο, που έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Στα πλαίσια της λογικής ότι πλέον οποιοδήποτε ρεύμα προσδιορίζεται είτε από αυτό που αντικαθιστά, είτε με το σημείο τομής που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην εν λόγω τέχνη, έχει προταθεί και ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας φαντασίας σε δύο περιόδους. Η πρώτη προηγείται του The It του Stephen King και αποκαλείται λογοτεχνία φαντασίας, και η δεύτερη έπεται αυτού και ονομάζεται post-it. Ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, ειρωνευόμενος τον συρφετό των μετα-ό,τινάναι, χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του ανεγνωρισμένου αυτού φιλολογικού όρου για να αποδώσει την εμπορική ονομασία ενός ευτελούς, πλην χρήσιμου, προϊόντος από την βαρβαρικήν εις την ελληνικήν.
Κόλλα ένα μετα-αυτό στο ψυγείο γιατί θα το ξεχάσω, και δεν αντέχω την κρεβατομουρμούρα μετά.
βλ. και στίχλες
Got a better definition? Add it!
Πράγμα το οποίο δεν θέλουμε ή δεν γνωρίζουμε να κατονομάσουμε και το οποίο (απαραιτήτως) καταλαμβάνει χώρο. Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του χώρου που καταλαμβάνει και της ενόχλησης που δύναται να παράξει ένα τοιούτον τι αντικείμενον.
Πάρε αυτό το μπούμπιστρο από δω πέρα που τό 'χεις παρατημένο 5 μήνες και δεν μπορούμε να περάσουμε μη φάει το φαερόπ του...
Got a better definition? Add it!
Πρωτοετής σε στρατιωτική σχολή που τρέχει γύρω-γύρω για τιμωρία.
- Έχει πεθάνει στο τρέξιμο ο ψάρακας.
- Εμ, άμα κάνεις τον μάγκα, μετά κάνεις το πρωτοετόνιο. Θα στρώσει...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στη χρήση μαραφετίου που κουβαλάνε κάποιοι μπατσούληδες. που προσέχουν τα άμυαλα παιδιά που κάνουν πορείες. Η εν λόγω συσκευή εκτοξεύει δακρυγόνο σε μικρή απόσταση και θυμίζει, σε μάλλον ελεύθερη διασκευή, το κλασσικό ψεκαστήρι με το έμβολο και τον κύλινδρο μπροστά, που αγαπήσαμε όλοι μας μέσα από τις ταινίες του Βέγγου. Δίνει μια εύθυμη και καλτ διάσταση στα τεκταινόμενα στις διαδηλώσεις.
- Και κει που φωνάζαμε «μη μ'αφήνετε να ξενερώνω, δακρυγόνο, δακρυγόνο», με φλιτάρει ένας ματατζής στη μάπα, τρώω όλο το χημικό κι έρχομαι στα ίσα μου.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Στην γραφή λιοτριβιό σημαίνει λιοτρίβι, ελαιοτριβείο και είναι ιδιωματισμός (σε ακραίες καταστάσεις απαντά και ως λιτρουβιό). Στη γραφή λιοτριβyo και την αντίστοιχη προφορά περιγελά την απαραίτητη σε κάθε σύγχρονο μουσικό κομμάτι (από αρενμπί μέχρι Πέγκυ Ζήνα) παρέμβαση ενός μπλακ μπράδερ που ραπάρει λίγο, έτσι, για να σπάσει η μονοτονία, ή και την σχετική προσωρινή στροφή πολλών καλλιτεχνών. Η εκφορά της λέξης συνοδεύεται συνήθως από τις αντίστοιχες (λιοτριβ)yό χειρονομίες, με τις οποίες μπορεί κανείς να πάρει και απαλλαγή από το στρατό, τη γυμναστική, τα θρησκευτικά και άλλα. Κατ' επέκτασιν, χαρακτηρίζει και όσους συμπεριφέρονται ανάλογα με αυτό το είδος μουσικής, και συνεπώς δεν πηγαίνουν στρατό, δεν κάνουν γυμναστική και δεν παρακολουθούν θρησκευτικά.
- Την είδε ξαφνικά και ο Μαζώ λιοτριβyό, γέννημα θρέμμα Δυτικής Αττικής κ μια μάντρα αρχίδια να πούμε...
Got a better definition? Add it!