= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.

Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.

Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...

Got a better definition? Add it!

Published

Ιστορική φράση που αποδίδεται στον Βαμβακούλα και δείχνει αφενός άγνοια αγγλικών, αφετέρου είναι μια χιουμοριστική απάντηση σε περίπτωση που κατηγορείται κάποιος για κάτι και το αρνείται.

(Μτφ) - Έκανα εγώ φαουλ; Γιατί;

- Είσαι λάθος, ρε Κωστή! Παραδέξου το...
- Me foul? Because?

(από poniroskylo, 10/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που μόλις τα έχει φτιάξει με μια γκόμενα και είναι διαρκώς μαζί της αγκαλιά, αδιαφορώντας για τους γύρω του. Υπήρχε μια κούκλα παλιά που λεγόταν Φωτεινούλης-αγκαλίτσας, καθώς και μια ταινία του 1985 «Ο αγκαλίτσας λαγωνικό» με τον Σωτήρη Τζεβελέκο.

- Δες τον πάλι τον αγκαλίτσα, έχει πέσει με τα μούτρα και ούτε καν μας είδε να μας χαιρετίσει!

(από xalikoutis, 09/09/08)

Επίσης υπάρχει και η ταινία «Αγκαλίτσας ο χαζοχαρούμενος» με τον Παπαναστασίου, του 1985. Φαίνεται ότι το 1985 ήταν η χρονιά του αγκαλίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης γκαγκά.

Θεωρείται ακόμα πιο υποτιμητική - συνώνυμη του τελείως γκαγκά (γκαγκά σε υπερθετικό βαθμό).

Ηχητικά παραπέμπει στο όνομα Αλί-μπαμπά (και οι 40 κλέφτες).

- Καλά μιλάμε είσαι αλί-γκαγκά, όχι απλώς γκαγκά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στρατιωτική ζώνη που φοράνε οι φαντάροι (προέρχεται από τα αρχικά Α/Τ).

Δεν έχει νούμερο για να φοριέται από όλους ανεξαρτήτως πάχους και διαθέτει τρύπες για να προσαρμόζονται οι παλάσκες.

- Σφίξε την ΑΤ σου να πάμε για περίπολο...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.

Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.

- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που προέρχεται από το πέταγμα του χαρταετού και χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό συνέχισης. Σημαίνει άσε τα πράγματα να κυλήσουν κι επίσης μην μένεις στάσιμος, προχώρα.

  1. - Αμόλα καλούμπα και μην κολλάς σε λεπτομέρειες...

  2. - Ξέχνα την Κατερίνα κι αμόλα καλούμπα σε νέες αγκαλιές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)

Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.

  1. - Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...

  2. - Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...

(από GATZMAN, 12/11/09)Αναρχομούνα ιν λαβ με σταλίνα: - Πάντα ανάρχα ήσουνα κι αγύριστο κεφάλι, - Κοίτα καλέ που έμπλεξα μ\' έναν σταλινικό. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...

Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...

Σχετικά: άνετα, ανετίλα, άνετος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης άνθρωπος, που χρησιμοποιείται με κοσμητική διάθεση.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μεγαλόσωμους άνδρες...

Προφέρεται και με τους δύο τονισμούς αλλά και ως σκέτο «αθρώπας - άνθρωπας»

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

  1. - Τι είπα πάλι ο άνθρωπας! Δοξάστε με...

  2. - Και βλέπω έναν ανθρώπα τρία μέτρα...

  3. - Άμα έχεις όρεξη ρε ανθρώπα, μεγαλουργείς!

Δες και αθρώπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified