Το πλέγμα από σχοινί που βρίσκεται πίσω από το τέρμα ποδοσφαίρου (ή άλλου αθλήματος που χρησιμοποιεί τέρμα).

Η έκφραση «η μπάλα στο πλεχτό» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επίτευξη τέρματος.

- Πόσο ήρθε ο αγώνας;
- 0-0 αλλά παίξαμε καλή μπάλα.
- Τι να το κάνω που παίξατε καλά; Άμα δεν πάει η μπάλα στο πλεχτό, δεν κερδίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα.

- Ποια είναι η τάπα δίπλα στη Χριστίνα παίδες;
- Πού ρε;
- Δε φαίνεται από δω. Είναι ένα κι ένα milko.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία προφανής:
Είναι συνδυασμός των λέξεων πανικός και βλαμμένος και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα με
χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και αγχώδη συμπεριφορά.

-Ρε συ, τι κάνει το πανικοβλαμμένο; Πήγε για κατούρημα στις γυναικείες τουαλέτες;

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαύρα ή σαυρί: Το εξαιρετικά χαμηλωμένο αυτοκίνητο, αυτό που «σέρνεται» στην άσφαλτο όπως η σαύρα.

- Πήγα κι άλλαξα ελατήρια και λάστιχα στο 106. Πρέπει να'ρθεις να το δεις. Σαυρί το 'κανα.

Βλ. και σαυρίδι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.

- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)

- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified