Στην Αλεφάντειο διάλεκτο, μαντουμαδόρος καλείται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής που διακρίνεται για την ικανότητά του στο μαν-του-μαν παιχνίδι, δηλαδή στο στενό μαρκάρισμα του αντιπάλου παίχτη σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.

- Και του λέω του προέδρου: Έχεις τις χαφάρες σου, τα μπακ σου φοβερά ν΄ανεβαίνουν, πάρε και δυο μαντουμαδόρους παιχταράδες στο κέντρο της άμυνας να καταπίνουν τους αντιπάλους. Με θεριά πας να παίξεις στη Ευρώπη, όχι με τ΄Άσπρα Χώματα! Δηλαδή ο Χάπελ που έπαιζε με Μάγκατ και Κάρστενμάγιερ και πήρε το Κύπελο το '84 και παραμιλάγανε όλοι, άσχετο θα τον βγάλουμε;

Νίκος Αλέφαντος (από allivegp, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποιότητα, με πνιχτή προφορά. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια αυτής της προφοράς, ο δίφθογγος -οι- της πρώτης συλλαβής τρέπεται σε -χι-, επειδή ακολουθεί φωνήεν τονούμενο. Στη συνέχεια, η επανάληψη του -τ- ως -τη- και -τα-, μπορεί να οδηγήσει με συναίρεση της πρώτης συλλαβής σε ένα πιο παρατεταμένο -ττ-. Προαιρετικά, μπορεί να υπάρξει μια κοφτή παύση κατά την προφορά των δυο -ττ-, δηλαδή το λήμμα προφέρεται ως πχιότ-τα.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι την πνιχτή προφορά τη συναντούμε σε διάσπαρτες περιοχές της Ελ και σε διάφορες κοινωνικές τάξεις, αφού είναι γνωστό ότι θιασώτες της χρημάτισαν ακόμη και Πρωθυπουργοί.

- Με τη συνέπχια των λόγων μας και την πχιόττα των έργων μας, καταστήσαμε την Ελ ισότιμη εταίρο στην Ε.Ε. - Έχε χάρη που ακρίβυναν οι ντομάτες.

Λε Πα (από allivegp, 15/06/09)

βλ. και αύξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό μαξιλαράκι που χρησιμοποιούν κυρίως οι μοδίστρες για να μπήγουν καρφίτσες ή βελόνες. Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε έναν άβουλο και κατευθυνόμενο άνθρωπο.

Εκ του γαλλικού pelote.

Ο απερχόμενος πρόεδρος δεν τόλμησε να εμφανιστεί, αλλά έστειλε την πελότα του με δυο-τρεις φουσκωτούς να μας διαβάσουν ένα μανιφέστο που είχε γράψει το ίδιο πρωί στο πόδι.

Γιώργος Μητσικώστας. Στο 2:59. (από patsis, 24/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι απολαμβάνω τις επίγειες χαρές του μάταιου τούτου κόσμου όσο είναι ακόμη καιρός, δλδ όσο μας κάνει κούκου. Προέρχεται από την αίσθηση δρόσου που καταλείπεται στον μπούτζον μας μετά τη συνουσία.

- Μόρτες, μπορεί να άργησα, αλλά έχω δικαιολογία που τα σπάει: Τον έβρεξα!
- Τσσσς! Κατούρα και λίγο, ρε μόρτιμερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν με τον λατινικό νομικό όρο de facto εννοούμε μια κατάσταση που αναγνωρίζεται ως γεγονός από τα ίδια τα πράγματα χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει επίσημο νομικό πλαίσιο, η σλανγκ προσαρμογή του όρου ως de fuckto σχέση δηλώνει μια σχέση μεταξύ δύο ατόμων που αναγνωρίζεται από όλους ως τέτοια, αν και δεν έχει ομολογηθεί επισήμως από τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέλη. Κομβικό σημείο-σταθμός για να χαρακτηριστεί η γνωριμία δύο ατόμων ως de fuckto σχέση είναι να έχει σφαχτεί το κοκκόρι, κοινώς να έχει πέσει ο πέουλας μεταξύ τωνε.

Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι η de fuckto σχέση είναι το αντίθετο του Πλατωνικού έρωτα.

- Καλά, ο Παντέλο με τη Λίλιαν όλο μαζί φεύγουν, αν και έρχονται με διαφορετικές παρέες. Τελικά τά 'χουν ή δεν τά 'χουν;
- Ε, καλά τώρα. Ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι. Μπορεί να μη τα έχουν βρει επίσημα, αλλά ο πέκος πέφτει κανονικά.
- Κατάλαβα. De fuckto σχέση.

De fuckto σχέση gone bad (στο πιο λεσβιακό). Το \'χω ξανανεβάσει το συγκεκριμένο αλλά κολλάει κι εδώ. Επιπλέον, τα σπάει, τι να λέμε... (από Jonas, 16/06/09)

βλ. και ντε φάκτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγια φράση συνώνυμη με τη λαϊκή ρήση «Το μουνί σέρνει καράβι». Τονίζει τις αρετές του θήλεως αναπαραγωγικού οργάνου, το οποίο ο Θεός προίκισε με υπερφυσικές ικανότητες όπως, μεταφορικά, της έλξης πλοίου ώστε να μας φέρει κοντά του.

- Καλά, δεν τη λυπάσαι τόση γαμοβενζίνη που ξοδεύεις, Ξάνθη - Καλαμάτα - Ξάνθη κάθε ΣΚ;
- Δεν το 'χεις δει γραμμένο; Το αιδοίο σύρει πλοίο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα αυτή, που κατά λέξη μεταφράζεται ως «τα σκατά συμβαίνουν», χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθούμε για κάποια λακίαμα που κάναμε μεταθέτοντας την ευθύνη στην απρόσωπη πουτάνα τύχη ή ακόμη καλύτερα, στην άτιμη κενωνία.

Στην Ψυχιατρική, αυτός ο μηχανισμός άμυνας ονομάζεται εκλογίκευση, δηλαδή θεωρούμε ότι το δυσάρεστο συμβάν ήταν κάτι αναπόφευκτο και προκαθορισμένο από μια υπερφυσική δύναμη (μοίρα, θεός, ή απλά σκατά) να συμβεί, άρα δεν φταίμε εμείς και άρα δεν χρειάζεται να χολοσκάμε και να μεμφόμαστε την εαυτό μας για την όποια μαλακία κάναμε (που, εδώ που τα λέμε, την κάναμε).

Ανάλογη είναι και η έννοια της μοιρολατρίας, του κισμέτ, του «γραφτού», κ.λπ. Οι δε αρχαίοι Ελ, κάλυπταν τις λαμακίες τους με το ρητό «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον».

- Καλά ρε αρχι-μάλ, πόσα κιλά μαλ μπορεί να είσαι; Μπήκες ανάποδα στον μονόδρομο και παραπονιέσαι που τράκαρες τον προφυλακτήρα επειδή σε βάλανε να βγεις με την όπισθεν;
- Τί να κάνω; Δε φταίω εγώ. Shit happens.
- Shit-for-brain έχεις στο κεφάλι σου, θες να πεις! Αρχιτρόμπα!

shit happens (από allivegp, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρύγδουπος αυτός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τηλεοπτικά πράγματα από τον γκουρού της μεσημεριανής ζώνης Ανδρέα Μικρούτσικο για να περιγράψει μια κατάσταση αυτο-εξευτελισμού ενός καλεσμένου, ο οποίος έρχεται στην εκπομπή για να βγάλει τα εσώψυχα του στη φόρα, εμπιστευτικά σε πανελλήνια εμβέλεια.

Είναι χαρακτηριστική η τηλε-κανιβαλλιστική διάθεση με την οποία ο παρουσιαστής εκμαιεύει τα «παθήματα» και τις «συμφορές» που χτύπησαν τον καλεσμένο, αλλά και το «on-off» φαινόμενο, δηλαδή η σαδιστική ευκολία με την οποία θα διακόψει το ξέσπασμα του καλεσμένου για διαφημίσεις, για να το ξανασυνεχίσει αμέσως μετά.

Οι δε καλεσμένοι βρίσκονται στην κοσμάρα τους, λες και έχουν πάρει αρντάν, όλοι από το κοινό του στούντιο τους φτύνουνε και αυτοί νομίζουν ότι βρέχει, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που το γυρνάνε απότομα από δάκρυ σε γέλιο και τούμπαλιν, προδίδοντας μια συναισθηματική ρηχότητα. Γενικά, το λήμμα έχει ταυτιστεί με τηλεοπτικά υποπροϊόντα μεσημβρινής ζώνης, που όμως όλοι τα βλέπουμε (αν και τα καταδικάζουμε).

Μείνετε μαζί μας γιατί ακολουθεί η κατάθεση ψυχής του κ. Σκορδοπούτσογλου που λύνει τη σιωπή του για πρώτη φορά από τότε που τον άφησε η γυναίκα του επειδή τά 'φτιαξε με την κουμπάρα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το ξενικό αυτό λήμμα προσαρμοσμένο στο slang.gr εννοούμε την καλύτερη θέση κατάταξης που έχει λάβει ποτέ κάποιος χρήστης στη διαδρομή του. Είναι δηλαδή κάτι ανάλογο με την παγκόσμια κατάταξη του Τέννις, όπου λέμε για κάποιον αθλητή ότι τώρα είναι Νο 22 αλλά το πέρσοναλ μπεστ του είναι Νο 5. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα χρήσιμο στατιστικό που θα άξιζε να προστεθεί στο προφίλ του κάθε χρήστη, αλλά τέσπα.

Μετά από 3897 ορισμούς, 5748 μήδια και 12756 σχόλια, είμαι Νο 1468 με personal best 639.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιόδους εξεταστικής που καθηλώνουν τον φοιτητή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε καθιστή θέση και σημαίνει ότι κατέβαλα πολύωρη μελέτη. Ως γνωστό, η καθιστή θέση, εκτός από τη διεύρυνση του πρωκτικού δακτυλίου δίκην παλαιού πεντάδραχμου, προκαλεί και στάση του αίματος στο αιμορροϊδικό φλεβικό πλέγμα, οδηγώντας ταυτόχρονα και σε αιμορροϊδοπάθεια.

(σε ώρα γραπτών εξετάσεων)
- (με χαμηλή φωνή) ρε πστ μου, ποιες είναι οι απαγωγικές ίνες του αστεροειδούς γαγγλίου που ζητάει εδώ να 'ούμ;
- Ιά και γά, ρε μαλ. Δηλαδή εγώ μαλάκας είμαι που έγινε ο κώλος μου τάληρο για να τις μάθω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified