Άσκηση επιρροής προς διαφωνούντες από ιεραρχικά ανώτερο, με σκοπό την κάμψη των αντιρρήσεων και την συμμόρφωση τους.

Εφαρμόζεται συχνά στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνητικού κόμματος, όπου διάφοροι βουλευτές μετά το μασάζ που υφίστανται από τον Γραμματέα της Κ.Ο. ενόψει μιας κρίσιμης ψηφοφορίας, κάνουν γαργάρα τους δια τηλεοπτικών παραθύρων λεονταρισμούς τους, καταπίνουν το επάρατο κόκοκο και επιστρέφουν τελικά στο κομματικό μαντρί.

Ο κ. Καρχιμάκης έχει αναλάβει το δύσκολο «κομματικό μασάζ» των πιο... μαχητικών συνδικαλιστών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιοκαφρικό κλισέ για κάποιο πολιτικό πρόσωπο (i.e. βουλευτή) που έχει αυτονομηθεί και κινείται απρόβλεπτα, εκτός κομματικής γραμμής και πειθαρχίας και είναι ικανός να φτάσει στα άκρα, π.χ. να ρίξει την κυβέρνηση.

Υποτίθεται πως προσομοιάζει σε μια χειροβομβίδα που της έχει αφαιρεθεί η περόνη και είναι έτοιμη να εκραγεί.

Απασφαλίσθηκε, μου έλεγε χαραχτηριστικά ένας σύντροφος του και ένας απασφαλισμένος Κεγκέρογλου είναι ένας...απρόβλεπτος Κεγκέρογλου! Κατανοητό;

Μά τι είσαι Βύρωνα κι έχεις απασφαλίσει; Χειροβομβίδα και θα σκάσεις ή οπλοφόρος που έχει σκοπό να πυροβολήσει;

(παραπολιτικές μπουρδολογίες από εδώ και εδώ)

βλ. και απασφαλίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή θυμοσοφία σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που σημαίνει «και εσύ είσαι δύστροπος και αρχίδι, αλλά κι εγώ μπορώ να είμαι εξίσου». Με αυτήν την έννοια, χρησιμοποιείται σε αντιπαραθέσεις στις οποίες οι δυο πλευρές φαίνεται να είναι ανυποχώρητες και αποφασισμένες να φτάσουν στα άκρα.

Ως προέλευση της φράσης, θεωρείται το εξής: Οι γεωργοί με το δρεπάνι στο δεξί χέρι χώριζαν τα στάχυα σε χέρια, τα έπιαναν με το αριστερό, τα κόβαν με το δρεπάνι που κρατούσαν στο δεξί χέρι και άφηναν κάτω τις χεριές με τα στάχυα προς την αυτή φορά. Με πέντε χεριές περίπου φτιάχνεται ένα χερόβολο. Το δεμάτι έχει πάλι 4-5 χερόβολα, προσέχοντας πάντα τα στάχυα να είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Άμα τα χερόβολα δεν ήταν σωστά σε μήκος ή στοίχιση, αυτός που τα έδενε, δεν θα τα έκανε καλά δεμάτια.

Δηλώνει επίσης την αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης ή συνεργασίας, και την ηθελημένη υπονόμευση του αποτελέσματος.

Συνώνυμο: Όπως σπείρατε, θα θερίσετε.

Τη φράση χρησιμοποίησε και ο Άρης, και έτσι πέρασε στην ξύλινη γλώσσα της Αριστεράς.

(από επιστολή στον «Ριζοσπάστη», 22-1-95):
Μα κάποτε αυτή τη «μεγαλοψυχία» που δείχνετε απέναντι στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ θα σας την ανταποδώσουν. Και τότε θα θυμηθείτε τη λαϊκή παροιμία που θα βροντοφωνάξουν όλοι οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. «Εσείς κακό χερόβολο κι εμείς κακό δεμάτι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά μας Λαδάδικα της Θεσ/νίκης, στο πιο τρέντι / κουλέζικο / χαριτωμενίστικο. Δηλαδή, το πρώην εβραιοκρατούμενο παζάρι της Θεσσαλονίκης, πλησίον της πλατείας Ελευθερίας (νυν πάρκινγκ - απετέλεσε την κοιτίδα του Νεοτουρκισμού), και όπου τώρα αφθονούν μπαράκια, μεζεδοπωλεία, κλαμπ κ.τ.ό.

Πάλι Λαλάδικα θα τη βγάλουμε, ρε φίλος;

Λαδάρια Σκιάθου (από GATZMAN, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «ο βρεγμένος βροχή δεν φοβάται». Σημαίνει ότι δεν μας έχει απομείνει πια τίποτε που να αξίζει για να χάσουμε ή να διακυβεύσουμε, οπότε το μόνο που μπορούν να μας κάνουνε είναι να μας κλάσουνε μια μάντρα αρχίδια.

- Ανέβηκε ο ΦΠΑ στο σουβλάκι στο 23%...
- Σιγά μη κάτσω να κόψω αποδείξεις.
- Μα αν σε πιάσουνε, θα σου το κλείσουνε.
- Ε, και; Την τσόχα θα χάσω ή τα ραφτικά; Στ' αρχίδια μου κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τουρκ. mecidiye ή mecit = παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα. Πήρε το όνομά του από τον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και κατέστη συνώνυμο με το μπαξίσι (= εξαγορά, δωροδοκία) και το γρηγορόσημο.

Αν δεν στάξεις το μετζίτι, μη περιμένεις χαΐρι.

Καριοφύλλης Δοϊτσίδης: "Στέργιους πισμάνιψι", 1ο μέρος μουσικής τριλογίας, όπου ο Στέργιος άλλαξε γνώμη περί γάμου, καίτοι ο πάππος του έδωσε 3 μετζίτια για ν\' αγοράσει παπούτσια... (από HODJAS, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «Τί Πλαστήρας τί Παπάγος» ειπώθηκε από τον ατακαδόρο παππού του σημερινού πρωθυπουργού, Γεώργιο Παπανδρέου τον Α', όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους για τη μεταστροφή του και τη συνεργασία του στις εκλογές του 1952, όχι με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα (που ήταν ο φυσικός του χώρος), αλλά με τον Συναγερμό του Παπάγου.

Ο ηττημένος του Εμφυλίου ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, συμπλήρωσε από την εξορία: «Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά».

Πρόκειται για ισοπεδωτικό αφορισμό που μειώνει τους πάντες και τους κατατάσσει όλους στο ίδιο σακί.

Συνώνυμο: αφεντικά και δούλοι / τα ίδια σκατά είναι ούλοι (κάπου το ανέφερε ο Χοντζ), όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν, δεν έχει σημασία αν τα καταπιείς ή όχι, αφού στο τέλος πουτάνα θα σε πουν κ.α.

Τι Παπάγος τι Πλαστήρας για οικονομία και εθνικά. (από εδώ)

Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής. Και οικονομικά και πολιτικά, η λύση πρέπει να είναι μόνο ευρωπαϊκή. Το «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι τόσο γραφικό όσο και τα περί διεκδίκησης πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία. (από εδώ)

(από Khan, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θρυλικός πρώτος μισθός του έλληνα δημοσίου υπαλλήλουεπί Αχιλλέως Παράσχου, συνώνυμο της μιζέριας και της γεμάτης στερήσεις ζωής.

Τα Ημισκούμπρια χρησιμοποιούν το επίθετο «Τρεισκιεξήντογλου» στο «Δημόσιο Φορέβα» για να περιγράψουν τον τυπικό χαρτοπόντικα δημόσιο υπάλληλο.

Τί να κάνουμε κύριος; Να μη δουλέψουμε δεύτερη δουλειά ταξί; Με τρεις κι εξήντα να τη βγάλουμε δηλαδής;

(από allivegp, 07/08/11)Στο 2:56 (από allivegp, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανοαγγλιά, μετάφραση του «Do it like X» που σημαίνει «Κάν' το όπως ο Χ», προκειμένου να παραδειγματιστούμε, να τονίσουμε ή στιγματίσουμε μια μανιέρα ή έναν ιδιαίτερο τρόπο, καλό ή κακό, ενός δημοσίου προσώπου ή άλλου υποκειμένου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified