Προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων DVD και νταηλίκι και χαρακτηρίζει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του επί άλλου ατόμου, προς θέαση συγκεκριμένων DVD της αρεσκείας του ιδίου και χωρίς να λογαριάζει τη διάθεση ή τις προτιμήσεις του άλλου.

(Καυλαγόρας προς Λάουρα με caps lock φωνή)
- Όχι, δεν έχω δει το «Fuck and the Village». Είμαι σίγουρος ότι έχει φανταστικό σενάριο, υπέροχο καστ, αλλά δεν προτίθεμαι να δω και τα 60 επεισόδια. Το ντιβινταηλίκι να το πουλήσεις αλλού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανιά, συντομογραφία που χρησιμοποιείται σε φόρα και τσατ ρουμς για το «men for men», δηλαδή άνδρες που ψάχνουν άνδρες. Υπάρχει και το «w4w», δηλαδή «women for women» για γυναίκες που ψάχνουν γυναίκες.

Ο Νώντας με τον Bernie γνωρίστηκαν στο London m4m και έγιναν πολύ πετυχημένο ζευγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται ένας πολύ τριχωτός άνθρωπος, κάποιος που είναι καλυμμένος με τριχωτή φλοκάτη σε όλο το στήθος, κοιλιά, πλάτη, σβέρκο, πόδια, χέρια, αυτιά κ.λπ.

Υποτίθεται ότι αποτελεί τον χαμένο κρίκο στην εξέλιξη του πιθήκου ως τον άνθρωπο.

- Ρε γμτ, γιατί ο Βρασίδας δεν βγάζει το μπλουζάκι του στην πλαζ ακόμη και όταν έχει 48 βαθμούς Κελσίου;
- Γιατί βαρέθηκε να τον αποκαλούν χαμένο κρίκο.

βρέθηκε ο χαμένος κρίκος (από allivegp, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το φαινόμενο όταν ένα γενικά ήρεμο άτομο αναγκάζεται να υψώσει τον τόνο της φωνής του και να φωνάξει δυνατά. Πρόκειται για το αντίστοιχο της χρησιμοποίησις της caps lock λειτουργίας στον ψηφιακό κόσμο.

Χθες η Λάουρα με έκανε έξω φρενών και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω την caps lock φωνή μου για να τη βάλω στη θέση της. «ΟΤΑΝ ΚΑΠΝΙΖΕΙ Ο ΛΟΥΛΑΣ, ΕΣΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΣ», της είπα, για να καταλάβει ποιος είναι ο άντρα.

(από Galadriel, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την άνευ προηγουμένου αξιοζήλευτη κωλοφαρδία που έχουν ορισμένα άτομα στο να βρίσκουν ελεύθερες γαμάτες θέσεις παρκαρίσματος.

Η ιδιότητα αυτή μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στον οδηγό, αλλά και σε επιβάτη του οχήματος.

Όποτε πάω μόνος μου στο Cosmos, παρκάρω τέρμα θεού. Όσες φορές όπως πήγα με τη Λάουρα, πάρκαρα πρώτη μούρη στην πύλη με τα δελφίνια. Μιλάμε, η τύπισσα έχει φοβερό πάρκιν κάρμα.

(από BuBis, 19/08/09)(από BuBis, 19/08/09)(από BuBis, 19/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την αρχή ότι ένα άτομο αποκτά βαθιά γνώση ενός γνωστικού αντικειμένου, όταν βρίσκεται γεωγραφικά ή χωροταξικά κοντά σ' αυτό.

Η αμερικλανιά αυτή καθιερώθηκε όταν η υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων για την αντιπροεδρία στις πρόσφατες εκλογές, κυβερνήτης της Αλάσκα Σάρα Πέιλιν (Sara Palin), αυτοαναγορεύτηκε σε βαθύ γνώστη των αμερικανορωσικών σχέσεων, δικαιολογώντας το με το ότι «η Aλάσκα άλλωστε βρίσκεται πολύ κοντά στην Ρωσία».

Σύμφωνα με το φαινόμενο Σάρα Πέιλιν, νέος Διοικητής της Τροχαίας Θεσ/νίκης πρέπει να τοποθετηθεί ένα από τα βε της οδού Δωδεκανήσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι η πρώτη που μεταχειριζόμαστε αντανακλαστικά αμέσως μόλις αντιληφθούμε ότι έχουμε αμολήσει μια κοτσάνα και προσπαθούμε με τη φράση αυτή να τη μαζέψουμε το συντομότερο δυνατό. Σαν να λέμε δηλαδή «Βλακεία είπα, μη δίνεις σημασία».

Είναι κάτι ανάλογο με το άκυρο, αλλά πιο αυθόρμητο και λιγότερο στρατογκαυλικό.

Ο μπαργαλάτσος μου είναι τόσο μεγάλος, που άμα τον απλώσω στο πληκτρολόγιο, φτάνει από το Α στο Ω... Στάσου, σκατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται αυτός που έχει πολλές φακίδες (πιο επιστημονιζέ: εφηλίδες) στο πρόσωπο, ο φακιδομούρης. Το λήμμα απαντά στη Β. Ελλάδα και ίσως έχει ξενική προέλευση. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται (λιγότερο τεκμηριωμένα ωστόσο) ότι πρεκνιάρης δεν είναι ο φακιδομούρης, αλλά ο βλογιοκομμένος. Εμείς οφείλουμε να γνωρίζουμε και τις δυο εκδοχές, αλλά να συνταχθούμε με την επικρατέστερη.

Χωρίς πάστωμα η Βικτώρια Μπέκαμ δεν είναι παρά είναι μια κλασσική Αγγλίδα πρεκνιάρα.

Πίπη Φακιδομύτη (από allivegp, 17/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γύφτικη γλώσσα, μπαλαμός αποκαλείται πας μη γύφτος, δηλαδή ο λευκός ή ξεθωριασμένος.

Ο ΜΠΑΛΑΜΟΣ

Μουσική: Διονύσης Τσακνής
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης

Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα, δε θα με χάσει καμιά πατρίδα και με τα χέρια μου και την καρδιά μου φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό και το λουμνό τ'αφεντικό νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό

Και τα γκανίκια μας όταν χορεύουν, με χασταρώματα που σε μαγεύουν, κουνάνε σώματα και τα πιτέ τους, μέσα σε κλείνουνε στις αγκαλιές τους.

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό, και το λουμνό τ'αφεντικό νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό

στα ισπανικά (από jesus, 16/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι ονομάζεται η συνουσία στα γύφτικα.

- Σο κέρε σα (=τί κάνεις);
- Μπούρλα ντιλνός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified