Ρίχνω μπινελίκια.
- Πουστη, μαλάκ...
- Χώσε ρε πούστη, γουστάρω να ανάβεις.
Ρίχνω μπινελίκια.
- Πουστη, μαλάκ...
- Χώσε ρε πούστη, γουστάρω να ανάβεις.
Got a better definition? Add it!
Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.
- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.
Got a better definition? Add it!
Κόψε λάσπη. Κοινώς, «δίνε του».
α. (www.greekdivers.com) -Μεγάλε, άσ'τα αυτά, βγάλε το σκασμό και κόψε λάσπη μη πέσω και κάνω τον ψόφιο και σας σφάξουν όλους στο τάκα τάκα!!!
β. (archive.enet.gr) ...βάλε μέσα στην Tζάγκουαρ τη γυναίκα σου , τα παιδιά σου και την πεθερά σου και κόψε λάσπη , γιατί την Tρίτη θα γίνει μεγάλος σεισμός.
Got a better definition? Add it!
Αδιευκρίνιστη, ελεγχόμενα άτακτη, αυξημένης εντροπίας κατάσταση (Webmaster @ ftou.gr)
(Webmaster @ ftou.gr) ...λέμε ό,τι μας κατέβει, αναπτύσσουμε επαναστατικές θεωρίες και γενικώς επικρατεί μια νταού κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.
- Έγινα ντίρλα απ' τα μπυρόνια χθες βράδυ.
- Ντίρλα οι Άγγλοι!
- Με πήρε στις τρεις τα μεσάνυχτα -ντίρλα ο παπάρας- και μου κλαιγότανε για την δικιά του.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Αποχαιρετισμός. (Μάλλον) προκύπτει από το «τσάο» + «γειά».
- Τα λέμε.
- Άντε, τσάγια.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Δεν συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Δεν τρέχει μία αν δε βρούμε ταξί, θα πάρουμε λεωφορείο.
Got a better definition? Add it!
Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.
(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!
Got a better definition? Add it!
Ο δειλός άνθρωπος.
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!