Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.

- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!

(από Khan, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομάκρυνση, με απαρατήρητο τρόπο, συνήθως έπειτα από κάποιο γεγονός που μας φέρνει σε δύσκολη θέση.

Όταν αρχίζουν να σφίγγουν οι κώλοι, ο Μάκης πάντα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια.

(από patsis, 16/01/12)

Βλ. και έγινα φιδίσιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το συνεχόμενο βάλσιμο πολλών μπιλιών.

- Χλαατς... πάρε και την κίτρινη...
- Έχεις γαμηθεί στο τζόγο ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλεια, τζάμι.

- Πώς ήτανε χθές; - Περνάγαμε τζιτζί, μεχρι που έσκασε ο μαλάκας ο Νίκος.

"Είναι τζιτζί το νινί", Νικήτας Κλιντ (από Khan, 15/07/14)(από Khan, 28/03/15)

Βλ. και τζιτζιλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, το συμπαγές σπέρμα.

- Έπαιξα μία για πάρτη της εχθές και γέμισα τον τόπο τυριά.
- Μήπως έχεις τίποτα χλαμύδια ρε φίλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το «παρτούζα».

  1. (www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»

  2. - Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
    - Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
    - Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρε δρόμο/δίνε του. Καθιερώθηκε από τον αθλητικό αναλυτή Τάκη Τσουκαλά.

- (Γκόμενα) - Γιατί κλείνεις τις γραμμές;
- (Τάκης, κόβει την γραμμή) - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ.. γιατί έτσι γουστάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σκληρή οικονομία.

α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...

β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...

Ψωμί ευλογημένο κατά τας Γραφάς (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδεικνύει ύπαρξη / ανυπαρξία ανδρισμού ή τόλμης ή μαγκιάς.

  1. - Έχεις αρχίδια ρε μαλάκα;
    - Ναι ρε!
    - Ρε βάλτα στο κώλο σου.

  2. (σπιρτόκουτο) - Και το εστιατόριο θ'ανοίξω, και τ'αρχίδια μου θα δείτε, και θα μου τα φιλάτε κιόλας!!!

  3. (unclejack.blog.com) - Κατεβάστε τον στρατό σας με το καλημέρα δείχνοντας σε όλους τα ανύπαρκτα αρχίδια σας...

  4. (manifestogr.blogspot.com) - Γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να παραιτηθώ, γιατί συνεχίζω να είμαι σε μια σχέση που δεν με καλύπτει, γιατί δεν έχω τ αρχίδια να την τελειώσω...

  5. (vatraxokoritso.blogspot.com) - Μόλις εσύ βρεις τα αρχίδια, να αποκτήσεις δική σου ζωή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.

  1. Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

  2. - Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified