Gay αρκτικόλεξο που σημαίνει multile anal penetration (πολλαπλή πρωκτική διείσδυση) η οποία είναι σεξουαλική πρακτική κατά την οποία ένας (ευτυχής) κάθεται και τον παίρνει ταυτόχρονα από πολλούς μαζί από το ίδιο (οπίσθιο) μονοπάτι.

Μεταξύ δύο Άγγλων gay (σε πούστικο ύφος) :
- What do you like most Peter? MAP or fist fucking?
(Τι γουστάρεις περισσότερο Πετρούλα, να σου σκίζουν το κωλί 5 μαζί, ή να σε γαμάει 1 με τη γροθιά του;)
- Oh, Ι'd like both, but what Ι favor most is MAP!
(Αχ αχ, κανένα δε με χαλάει, αλλά αυτό που πάω με τα μπούνια είναι το MAP).
- Why?
(Γιατί;)
- Cause Ι like the feeling of multiple ejaculations into my hole!
(Γα δύο λόγους. 1ον : Μου αρέσει να μου κάνουν τον κώλο φινιστρίνι, και 2ον : Προσπαθώ να μείνω έγκυος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μικρή απόσταση, παρόμοια με αυτήν μεταξύ μουνιού-κώλου. Αυτά τα δύο τρυπόνια δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους, γι' αυτό και μερικές φορές πάμε για το πρώτο και «όλως τυχαίως» μπαίνουμε ή προσπαθούμε να μπούμε στο δεύτερο.

Δυό φίλοι κάθονται για καφέ σε καφετέρια.
- Έλα σου λέω ρε μαλάκα, σήκω να πάμε στην Espresso, μόλις με πήρε η Μαρία, κάθεται με μια φίλη της.
- Άσε με τώρα και βαριέμαι να αλλάξω μαγαζί.
- Έλα σου λέω, δυό βήματα είναι, απ' το μουνί στον κώλο, μισό λεπτό με την μηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης απινιδωτής, που είναι ειδική συσκευή που εμφυτεύεται στο ανθρώπινο σώμα σαν ένας βηματοδότης, και μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο χορηγώντας αυτόματα ηλεκτροσόκ.

- Γιατρέ, πότε θα μου βάλετε τον απιδονητή;
Γιατρός: - Θα στον εβάλω καλή μου, αλλά φοβάμαι ότι θα σου αρέσει πολύ....

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που δεν κάνει σφάλματα, ο αλάθητος. Λέγεται ότι το copyright της φράσης ανήκει στην ανεπανάληπτη λεξιπλάστρια και επίτιμο μέλος του slang (χωρίς να το ξέρει) Κα Άντζελα Δημητρίου.

Στο μαγαζί : - Πάλι έδωσες λάθος παραγγελία! Το τραπέζι 10 παρήγγειλε κοκορέτσι, όχι το 9!
- Ά, για να σου πω Γιώργο! Το λάθος είναι του μάγειρα. Πόσες φορές θα σου πω ότι εγώ είμαι άσφαλτος;

Για περισσότερα τέτοια κόπιραϊτ της εθνικής μας αοιδού, δείτε και στο λήμμα αντζελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε virtual χώρα, οι κάτοικοι της οποίας επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ, την μαλακία. Χρησιμοποιούμε την λέξη για να δηλώσουμε ομάδα ανθρώπων ή χώρο, στα οποία τίποτα δεν λειτουργεί σωστά, όλα πάνε κατά διαόλου και γενικά επικρατεί ένα μπάχαλο, το κωλοχανείο.

Ο Διευθυντής σε αιφνιδιαστικό έλεγχο: - Έ, τι γίνεται εδώ πέρα; Πού είναι ο Δημητρίου και ο Γεωργίου;
Υπάλληλος: - Πεταχτήκανε στο περίπτερο για τσιγάρα, κύριε Διευθυντά.
Διευθυντής: - Μου φαίνεται ότι εδώ κάνετε ό,τι σας καβλώσει, γι' αυτό τίποτα δεν πάει καλά...
(Τα παίρνει ακόμα περισσοτερο και συμπληρώνει:)
- Αυνανιστάν το έχετε κάνει εδώ μέσα, παλιομαλάκες, μη σας γαμήσω όλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα, κατά προτίμηση ανοικτόχρωμη, ωσάν ανατολικοευρωπαϊκής προελεύσεως, η οποία γαμιέται ασύστολα.

- Την είδες την Ελένη;
- Ποια Ελένη ρε μαλάκα; Αυτή είναι η Ελενούσκα η Γαμησομούνοβα. Έχεις χάσει επεισόδια. Από τότε που την πήδηξα και της άνοιξα τα μάτια, έχει πάρει φαλάγγι όλα τα Νότια Προάστια.

Δες και -ίδης, -όγλου/-ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα χαιρετισμού Έλληνα νεοράπερ σε άλλον «ράπερ», κραδαίνοντας και κουνώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τα χέρια του (άπλωμα μπροστά και περιστροφή προς τα έσω όλου του άκρου από τον ώμο και κάτω). Συχνά συνοδεύεται από την λέξη «μαν», για να ολοκληρωθεί ο χαιρετισμός.

Στον δρόμο :
- Γιο μαν, τι κάνεις μαν, σου βρίσκεται κάνα τσιχλόνι;
- (Του δίνει τσίχλα) Καβάτζωσέ το μαν. Ωραίο εργαλείο αγόρασες έμαθα. Σεβρολέ με ανάρτηση μπιτάτη που πατάς το κουμπέτο και κουνιέται πάνω κάτω.
- Καλό είναι το αμαξόνι δικέ μου, αλλά θέλω να του περάσω φιμάτο τζάμι και ζαντολαστιχουλέξ χρωμίου και θα γίνει πολύ ραπεράτο, γιο!

Το "γιο" είναι να το \'χεις, σε φάση. (από Galadriel, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.

(από Khan, 14/03/12)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ροχάλα, το πηχτό και ενίοτε χρωματιστό (κίτρινο, πράσινο, γκρι) φτύμα.

- Μαλάκα, που να στα λέω. Πήγα να φτύσω και μού 'φυγε ένα γκρούχαλο... Το πιο άσχημο όμως είναι ότι πήγε και έπεσε στον καφέ του διπλανού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή όσο παλιά υποτιμητική λέξη, συνώνυμη της γριάς.

- Μαλάκα, δε μου το βγάζεις από το μυαλό ότι ο Πέτρος πρέπει να έπιασε δουλειά σαν ζιγκολό.
- Γιατί το λες αυτό;
- Καλά, όλοι ξέρουν ότι ήταν γνωστός πιπινοφάγος, και τώρα τελευταία τον βλέπω να κυκλοφορεί με γρίτζελα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified