Γνωστός επίσης και με τα κοσμητικά:
Βλάξ, βλακέντιος, γκάου, κρετίνος, άνιωθος, γκαουμπίο.
-
Got a better definition? Add it!
Ο κουτό-πονηρός άνθρωπος (συνήθως), αυτός ο οποίος είναι υπεράνω όλων, νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος απ 'όλους και πάει να την φέρει σε όλους.
Γνωστός επίσης και ως: Δήθεν, γιατρός, δάσκαλος, επιστήμονας, κύριος καθηγητής.
- Πω ρε φίλε, ο Κώστας κάθεται και την λέει σε όλους ! Πώς τον αντέχετε τον πονηρίδη!
- Νομίζει ότι μας την λέει, το παλληκάρι είναι για τον πούτσο. Βλάκας!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν τον νοιάζει τίποτα. Το μόνο του ενδιαφέρον είναι πώς θα περάσει καλύτερα, με όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια.
Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο.
- Ρε... άκουσα ο Γιώργος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... μέγιστος σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !
Got a better definition? Add it!
Χρήματα.
Άσε δεν θα βγω το βράδυ καθόλου, έχω ξεμείνει από καύσιμο.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Ο χέστης, ο επιδειξίας ο οποίος όταν δει τα σκούρα την κάνει με ελαφρά.
- Μου 'κανε ζοριλίκια χθες ένας κουραδοκεφτές και μόλις πήγα να τον ξαπλώσω, το έβαλε στα πόδια!
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!