Το τούρμπο – ο γνωστός σε όλους στροβιλοσυμπιεστής του κινητήρα – είναι αντιδάνειοτου αρχαίου τύρβη («ταραχή, αταξία, αναστάτωση») από όπου παράγεται και το ρήμα τυρβάζω («ανακατεύω, ανακινώ»).

Το τούρμπο έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκοεφαρμογές:

  • Γίνομαι τούρμπο σημαίνει νευριάζω, γίνομαι έξαλλος. Αν και πρόσφατο σχετικά σλανγκ, συνδέεται απόλυτα με την μέση φωνή του τυρβάζω («βρίσκομαι σε ταραχή και θόρυβο, συμπιέζομαι»),
  • Τούρμπο αποκαλείται κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο που πάει φυσέκι,
  • Τούρμπο επίσης αποκαλούνται ειρωνικά τα βραδύνοα / χαζά άτομα, κατά το «βλήμα».

Αατα.

Εφαρμογή Α’

- Ποιοί κάνανε το Χατζηνικολάου τούρμπο στο χθεσινό δελτίο; Παιδιά μιλάμε έγινε τόσο έξαλλος, που έκλεισε η φωνή του από τα ουρλιαχτά. Μα πολύ το χάρηκα...
(από εδώ)

Εφαρμογή Β’

- Γίνε Τούρμπο: 11 απλά κόλπα που θα τονώσουν το μεταβολισμό σου και θα σε κρατήσουν σε εγρήγορση.
(από εδώ)

Εφαρμογή Γ’

- Μένιος: Πώς πάει η νέα σου γραμματέας, το Μαριλού;
- Πέρι: Το ξανθό έχει γεμίσει όλες της οθόνες στο γραφείο με blanco…
- Μένιος: Την είδα, είναι εντελώς τούρμπο! Τουλάστιχον κάνει καλό φραπέ ;
- Πέρι: Άξιος ο μισθός της!

σχαστρα τουρμπο (από ο αυτοκτονημενος, 01/04/09)Τον έκανε τούρμπο (από Khan, 19/09/09)...νέα γενιά αντικαταθλιπτικών: KOJAK! Τούρμπο δύναμη... (από Jonas, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η βάλανος του πούτσου, το καυλί.

Εκ των αρχαίων πόσθη και κεφαλή.

- Συνέχισε σαν πουτάνα να μου γλύφει τον πουτσοκέφαλο, ενώ μα τα δυο τις χέρια μου έκανε μασάζ στα αρχίδια, δεν άντεξα και έχυσα μέσα στο στόμα της!
(από εδώ)

- Ξύνω τ' αρχίδια μου, περνάω το δάχτυλο κάτω απ' το υγρό μου πουτσοκέφαλο, μυρίζω τα δάχτυλα μου. Στραβώνω τα μούτρα μου απ' την ξινίλα, απέχθεια και αυταρέσκεια μαζί...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς απογειώνεται

Η Θεωρία του Μείζονος Βλακός προτείνει ότι ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει σε βλακωδώς ακριβές τιμές εφ’ όσον γνωρίζει ότι θα πουλήσει σε μεγαλύτερο από αυτόν βλάκα σε υψηλότερη τιμή. Έτσι δημιουργείται κάθε επενδυτικό αεροπλανάκι.

Πώς καταρρέει

Μοιραίως κάποιος θα σκεφτεί «το φελέκι μου μέσα, μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά δεν είμαι και αρχιμαλάκας. Και χώνει.

Ηθικόν δίδαγμα

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ!

Βλ. και επενδυτική πυραμίδα.

- Ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται...
(Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», 1941)

- Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και hedge funds που έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά με κεφάλαια της τάξης των 40 δισ. ευρώ φαίνεται να δημιουργούν το απόλυτο «αεροπλανάκι» καθώς μέσα από κατευθυνόμενες εκθέσεις και τιμές-στόχους για μετοχές, κατορθώνουν να κερδοσκοπούν εγκλωβίζοντας ακόμη και τους ίδιους τους πελάτες τους για να φορτώσουν τελικά το «μουντζούρη» που αγοράζουν στην ύψιστη τιμή πριν κατρακυλήσουν οι τιμές...
(προφητικό άρθρο απ'ο το 2005)

- Στο αεροπλανάκι και ο Κάρολος Φιξ. Ορισμένες από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας, μέλη του διεθνούς τζετ-σετ, είχαν επενδύσει στα «πυραμιδικά» επενδυτικά προϊόντα (...) με αποτέλεσμα τα λεφτά τους να συνδεθούν... με Κάιρο (λόγω πυραμίδων). (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά, ντε!

Είναι κεφάτη, γυρίζει απ' tom Pousti στο Σίλικον Βάλεϋ.

- Παναγία μου, Σιλικονίτα, τι έπαθαν οι ντουντούνες του Λίλιαν;

- Τις πλαστικοποίησα! Έβαλα φο-βυζού!

- Πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προαιώνιο ταμπού που αποτρέπει το σεξ μεταξύ παντρεμένων οικογενειορχών.

Βλ. και στάση 96.

Λίλιαν: Τελικά φιλενάδα, πώς είναι το σεξ μεταξύ παντρεμένων;

Δεβόρα: Είσαι σοβαρή; Σεξ με τον πατέρα των παιδιών μου; Μα αυτό είναι αιμομιξία!

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχει μια πολύ λεπτή ισορροπία μεταξύ σλανγκικά υγιών σλανγκέρ και όσων παρουσιάζουν σλανγκοπάθεια.

Εάν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω σημάδια εμφανίζονται αδικαιολόγητα σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό σας άτομο, τότε ίσως να πάσχει από κάποια σλανγκική διαταραχή.

  • Μιλάει με γρίφους
  • Χρησιμοποιεί συνεχώς ακατάληπτες λέξεις ή ακρωνύμια όπως τσιμπούμεραγκ, αναγραμμαντείο, κουτουτουμουγού και αατα
  • Αποσύρεται με notebook ή άλλο Wi-Fi–enabled γατζετάκι όπου και όποτε μπορεί – ακόμα και στην τουαλέτα!
  • Παρουσιάζει διαταραχές στον ύπνο (π.χ. ψελλίζει ονόματα από επινοημένες σλανγκομούνες όπως Λίλιαν, Λάουρα, κ.α.)
  • Παραληρητικά αυτοαποκαλείται καβουροσλανγκόσαυρος και ρίχνει δεσμίδες λέιζερ πάνω του
  • Μαθαίνει Ρουμάνικα και τοποθετεί πόστερ του Μαο στο σαλόνι
  • Παρουσιάζει σπότομες και αδικαιολόγητες αλλαγές συμπεριφοράς στο σχολικό, πανεπιστημιακό, εργασιακό, ή / και οικογενειακό περιβάλλον
  • Παρουσιάζει έντονη αλλαγή στην εμφάνιση (κόκκινα μάτια, απότομη απώλεια βάρους)

Οι σλανγκοπάθειες είναι στην πραγματικότητα ασθένειες που σπανίως όμως χρειάζονται ιατρική αντιμετώπιση. Είναι άγνωστο εισέτι εάν ενέχονται γενετικοί, βιολογικοί ή ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Πολυετείς έρευνες του Ινστιτούτου Kavli έχουν αποδείξει πάντως ότι αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με την ρίψη ή την λήψη ενός καλού πούτσου, πράγμα που ξελαμπικάρει τον κάθε σλανγκοπαθή σλάνγκο.

Οι στατιστικές δείχνουν ότι οι περιπτώσεις εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς από άτομα που έχουν κάποια σλανγκική διαταραχή δεν είναι περισσότερες από αυτές που συναντά κανείς στο γενικό πληθυσμό. Η μόνη σλανγκοπάθεια στην οποία εμφανίζονται ελαφρά αυξημένοι δείκτες στα εγκλήματα ψυχικής βίας είναι η σλανγκοφρένεια, η οποία συνίσταται κυρίως στην όχι-για-πλάκα καταχώρηση ανάλγητων ή ρατσιστικών ορισμών και σχολίων, τα οποία όχι μόνο έπαψαν να θεωρούνται αστεία από τη παγκόσμια κοινότητα μετά την έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και εκθέτουν το σαϊτ που όλοι αγαπάμε.

Η σλανγκοφρένεια συχνά συγχέεται με το «Σύνδρομο Πολλαπλής Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης». Οι σπαστήρες όμως, όπως και οι μπαγαποντοδότες, στην πραγματικότητα πουλάνε τρελίτσα και αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με θεραπεία τρολοκαραντίνας.

Είναι μύθος, τέλος, ότι οι σλανγκικές διαταραχές επηρεάζουν κυρίως παιδιά και εφήβους. Σε πρόσφατη συνάντα του slang.gr διαπιστώθηκε ότι ο μέσος όρος ηλικίας των σλανγκιστών είναι στα πρώτα (για να μην πω δεύτερα) αντα!

Το τυπικό 24ωρο ενός σλανγκοπαθούς

1. Φροντίζει με κάθε τρόπο να ξαποστείλει την οικογένειά του, επικαλούμενος κάποια εύσχημη δικαιολογία. Εάν πρόκειται για περίπτωση σλανγκοφρενή, φοράει λερωμένη γκαμπαρντίνα, βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχουν κοριοί ή κρυφές κάμερες, λύνει τα Rottweiler και κλειδώνει τους δικούς του σε σκοτεινό μπουντρούμι.

2.
Κρατάει την αναπνοή του και ικανοποιεί την ανομολόγητη λύσσα του να δει ποία μύδια ανέβηκαν πρόσφατα πατώντας το λυνξ «με μύδια». Αποτίνει σπέκια και κατασπέκια στον Χαλικού ή τον nick. Ψάχνει να βρει κάτι αντάξιο στο συσιφόνι.

3.
Σκουπίζει το ιδρωμένο του μέτωπο με ένα κιτρινισμένο μαντήλι και πατάει το λυνξ «πρόσφατα» για να δει τα φρέσκα λήμματα. Κάθε βαθμολογία που ρίχνει αποτελεί για αυτόν οιονεί οργασμό, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για αστρασπέκια ή κουλούρια.

4. Ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει τα βδελυρά του πάθη! Κατεβάζει μερικές γουλιές καραουισκάκι και πατάει το λυνξ «σχολιασμένα» για να δει τι εξυπνάδες γράφτηκαν στα σχόλια! Σχολιάζει τα σχολιασμένα. Γράφει κάτι διφορούμενο για τις ταλαίπωρες πλην υπομονετικές Iron και Mes.

5.
Παίρνει βαθιά αναπνοή, την κρατάει, και επιστρέφει στο το βήμα 2, συνεχίζοντας τον κύκλο αενάως ή, τουλάστιχον, μέχρι να τον διακόψει προϊστάμενος, λυσισλάνγκη, αστυνομία, η ο συμπαθής δημόσιος λειτουργός με τη λευκή ποδιά και την απόχη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύρω στο 600 π.Χ., ο Κινέζος φιλόσοφος Λάο Τσε έγραψε ότι «και το πιο μεγάλο ταξίδι, αρχίζει με ένα βήμα».

Δύο αιώνες αργότερα, ο Πλάτων είχε παρόμοια φλασιά και εξεστόμισε το «αρχή ήμισυ παντός».

Χρειάστηκε να περάσουν μερικές χιλιετίες για να μεταβούμε από την πρηξαρχιδική θεωρία στην σλανγκική εφαρμογή της έννοιας!

Λίλιαν: - Βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου κώλε μαντάτα.
Λάουρα: - Εγώ το ξέρω διαφορετικά: «βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα».
Λίλιαν: - Ξανθό μου, το ένα γνωμικό απορρέει από το άλλο, εφόσον «από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι τι».
Λάουρα: - Τι σημαίνει απορρέει; Εννοείς τα φλόκια που ρέουν;
Λίλιαν: - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βικούλα, οι αχινοί είναι μικρά θαλάσσια όντα με σφαιρικό κέλυφος και αγκάθια. Ανήκουν στην ίδια συνομοταξία με τους αστερίες. Τρέφονται κυρίως με φύκια αλλά και με μύδια.

Σλανγκιστί, ο αχινός αναλύθηκε ήδη από τον Γούτσανδρο. Δέον ωστόσο να προστεθούν μερικές εφαρμογές παραπάνω.

  • «Αχινός» αποκαλείται το παλαιάς-κοπής δασύτριχο και βερμουδιάρικο μουνί της συνομοταξίας Vagina Echinacea.
  • «Aχινομούνες» αποκαλούνται όσες, είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω παρατεταμένης αγαμίας, φέρουν αχινό.
  • «Έγινε το μουνί μου αχινός» σημαίνει κρυώνουμε τα μάλα, κατά το τον έχω δαγκώσει.
  • «Αχινός» αποκαλείται και το μουνί, ένα εικοσιτετράωρο μετά την ξούρα.

    Αατα.

1.
μουνί: κιοκιό, έρημο, καημός, βάσανο, πράμα, αχαΐρευτο, ρημαδιακό, κλειδωνιά, σχιστό, αχινός, πουτί, πουλί, χύστος, νερόμυλος, μύλος.
(Φίλιππος Βλάχος, «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986)

2.
Τους κυνηγούς δεν ζήλεψα που με κοντάρια ή βέλη
οχτάποδες καρφώνουνε σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

Ζηλεύω εγώ όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ όλους ξέχωρα εκείνον μακαρίζω
τον άγριο τον ποιητή που το κορμί του κάνει
τόξο και βέλος έχοντας τον άγριο φαλλό του
καρφώνει τα δασύτριχα, χυμώδη αγριομούνια.
(Γιάννης Υφαντής)

3.
Κάθε πετρούλα κι αχινός.... ......Κάθε αχινός κι αγκάθι.....
(από εδώ)

4.
Παντως, πολυ μαλλιαρος Ο ΑΧΙΝΟΣ!! Αγριευτηκαμε!
Βαλε και εσυ κατι πιο απλο και λιγωτερο μαλιαρο!
Πας να διωξεις ολους τους πελατες;
(από εδώ)

5.
... αν φυσήξει το χειμωνιάτικο θα τους γίνει το μουνί αχινός απ’ το κρύο...
(από εδώ)

Αχινοί και αστερίες (από Vrastaman, 08/04/09)Αχινός γ-καυλωμένος (από Vrastaman, 08/04/09)Το λουλούδι Εχινάκια (Echinacea) για ρομαντικά αθεράπευτες βερμουδιάρες (από Vrastaman, 08/04/09)(από nick, 08/04/09)(από Vrastaman, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified