Είδος μουλωχτού φακού που επιτρέπει να φωτογραφίζεις τον στόχο σου απαρατήρητα, καθώς δείχνεις να εστιάζεις κάπου αλλού.

Χρησιμοποιείται κυρίως για street photography, την φωτογράφιση δηλαδή πορτρέτων αγνώστων σε αυθόρμητες φάσεις. Χωρίς κλέφτη, ο καλλιτέχνης κινδυνεύει να φάει άγριο ξυλίκι. Πρόκειται για το αγαπημένο εργαλείο τόσο των παπαράτσι όσο και των πάσης φύσεως ματάκηδων.

Αγγλιστί: voyeur lens.

- Λοιπόν, για όσους τολμούν και επιμένουν να φωτογραφίζουν στο δρόμο πορτραίτα γραφικών αγνώστων ...αλλά δεν θέλουν και να ρισκάρουν παρεξήγηση, (ή για όσους εκπαιδεύονται ως ...παπαράτσι ) υπάρχει λύση: Οπτικός προσαρμογέας στον φακό που σου επιτρέπει να στοχεύεις στο βορρά και να φωτογραφίζεις ...στην ανατολή!
- Ο συγκεκριμένος φακός λέγεται «κλέφτης» στην φωτογραφική αργκώ.
(εδώ)

Το μυστικό έγκειται στον μυστικό καθρέφτη (από Vrastaman, 22/09/10)Η χαρά του καλλιτέχνη! (από Vrastaman, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακαλώ μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν αναφερόμεθα σε βουκολικές πεολειχίες.

Ένα πιπ – εκ του αγγλικού pip – είναι η μικρότερη δεκαδική μονάδα στην ισοτιμία ενός νομίσματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα πιπ αντιστοιχεί στην τέταρτη δεκαδική μονάδα (0,0001).

Ανήκει στην αργκό των φορεξάδων, των χρηματιστών που διαπραγματεύονται συνάλλαγμα. Και αυτοί έχουν σλανγκ.

- Στον κοσμο των ξενων συναλλαγων (forex), η κινηση ενος σεντ (γυρω στα 100 πιπς) στην αξια ενος νομισματος θεωρειται ως μια σημαντικη διακυμανση.
(εδώ)

- ...30 πίπς πάνω-κάτω αρκετά για να φάνε μερικά στόπς συμμετεχόντων...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οι χρηματιστηριακοί δείκτες πέφτουν (σ.ς. σχεδόν πάντα την τελευταία δεκαετία +) οι επενδυτές-γατόνια (σ.ς. ελάχιστοι) περιορίζουν την χασούρα ακολουθώντας στρατηγική στοπ λος. Οι πιο έξυπνοι όμως καγκελάριοι (σ.ς. σχεδόν όλοι) τρώνε τα μούτρα τους κάνοντας μουαγέν.

Έστω ότι ένας επενδυτής έχει αγοράσει μετοχές Χαλυβδόφυλλα Ιντερσάτ, και η τιμή τους στο ταμπλό έχει πάρει την κατιούσα. Το πιο πιθανό είναι να μπει στο τριπάκι να μαζέψει περισσότερα χαρτιά καθώς η τιμή τους πέφτει, σκεπτόμενος ότι όσο μειώνεται ο μέσος όρος (Γαλλιστί, «moyenne») της τιμής κτήσης τους, τόσο υψηλότερα κέρδη θα γράψει μόλις γυρίσει η αγορά.

Χοντρή κι απονενοημένη μαλακία το μουαγέν. Όπως άλλωστε τραγουδάει και η σοφή σλανγκολογιά, η μάνα του Χωσέ δεν έκλαψε ποτέ.

- ... αύριο στην ΕΤΕ θα δεις γιατί ως δια μαγείας τα «υπερκέρδη» που σας ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΝ είναι στην πραγματικότητα ΑΕΡΑΣ κοπανιστός . εγώ με ένα τρικ σας τα ρίχνω στο ένα τρίτο. Για πλάκα.Με ένα κλακ και εξαφανίζονται τα «κέρδη» και οι μαριδαίοι που αγοράζουν ΕΤΕ από τα 47 και όλο κάνουν μουαγέν μετά θα κάνουν μουαγέν στα ...(αύριο η τιμή στόχος. έτσι για σασπένς)
(εδώ)

- Έχω δει κάτι μουαγέν στο μουαγέν και ξανά μανά μουαγέν, έχει τρομάξει το μάτι μου, βρε γιατί τόση βιασύνη; Τι κυνηγάει ο κόσμος να πιάσει; ΑΦΟΥ ΤΟ ΕΡΓΟ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΟ, ΕΙΝΑΙ ΠΤΩΤΙΚΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ. (εκεί)

- Την χάσαμε την καγιέν, πατριώ-τη...

- Σαν θα γυρίσει ο μουαγέν, θε να πάρω την καγιέν! - Μωρ\' δεν γυρνάει ο μουαγέν, και θα την χάσεις την καγέν (από Khan, 25/09/10)(από electron, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην χρηματιστηριακή αργκό, οι μικρομέτοχοι μικροεπενδυτές. Αυτοί που, όπως οξυδερκώς παρατηρεί ο σύσλανκος ατσεγκέ, πάντα τρώγονται από τα μεγάλα ψάρια.

- Το παράδοξο του να λιγουρεύονται οι «μαριδαίοι» τις τράπεζες δεν είναι καλός οιωνός! (εδώ)

- Αποτελεί μέγα ιστορικόν σφάλμα η άποψις κατά την οποίαν εις την αρχαιότητα δεν υπήρχον χρηματιστηριακοί ναοί του χρήματος.. Υφίσταντο και παρα (εκ του τουρκικού παράς) υφίσταντο. Ωσαύτως μεγίστη πλάνη εστί και η εντύπωσις πως δεν υπήρχον μαριδαίοι, κοινώς επενδυταί. Υπήρχον και παρα (δες ανωτέρω την εξήγησιν της λέξεως) υπήρχον, αλλά αλλέως τους απεκάλουν. Τους ωνόμαζον στρουθία. Ως γνωστόν, στρουθίον εστί πτηνόν μικρόσωμον ως σπίνος ή σπουργίτης.. Με την πάροδον των αιώνων τα στρουθία εμεγεθύνθησαν με αποτέλεσμα να εξελιχθούν εις τους σημερινούς παπαγάλους...
(κλούνος του Γεωργίου Ζάκκη, εκεί)

- Σιγά ρε παιδιά τόσο καιρό αγοράζουν μαριδαίοι πια!!! Η θειά μου η Σούλα ούτε ο Warren Βuffet να ήταν δεν θα αγόραζε τόσα κομμάτια. Οι μαριδαίοι είναι εκτός χαα, εδώ και χρόνια πια...τι λέμε τώρα για 40.000 κωδικούς (κι άμα); Τι μπορεί να επηρεάσουν; Τίποτε. Οι ελέφαντες πουλάνε και αγοράζουν. Κι οι ελέφαντες θα το πάνε όπου θέλουν.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται ως κοσμητικό επίθετο προς δύο τουλάστιχον μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων:

Θηλυκό: σαπιοκωλού.

- Κάποια σιχαμένη βρωμόπουστα, κάποιος ξεκωλιασμένος άνθρωπος, κάποιος πουτάνας γιος, κατάπτυστος, βδελυρός, επαίσχυντος, γαύρος, αρχίδι, μουνόπανο, μουλόσπερμα, σαπιοκωλάκιας μου κάνει βουντού. Άμα τονε πετύχω θα του γαμήσω τα πάντα...
(εδώ)

- ω, πόσο ανόητος, βλάκας, ηλίθιος, μαλάκας, ξεκωλιάρης, σαπιοκωλάκιας, σαβουρογάμης, παπαροκαύλης ήμουν...
(εκεί)

- Μην ξεχνάς πως αν είναι κάποιος που βλέπει από πρώτο χέρι τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αυτός είμαι εγώ...Και δε μιλάω για παππούδες ή έστω για πατεράδες, αλλά για 25 χρονών παιδιά με εμφράγματα! (το ρεκόρ μου είναι 23 ετών :-Ρ). Αυτά που γράφω αντικατοπτρίζουν μονάχα την προσωπική μου σκωπτικήμε αρκετές δόσεις σαπιοκωλακισμούοπτική την οποία έχεις βέβαια δικαίωμα να απορρίψεις και να με βρίσεις...
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοκαυλιστί, ο πεζικάριος.

Εκ του ΣΤΡ(ΠΖ), Στρατιώτης Πεζικού.

- Πέσε και παίρνε κακομαθημένε, δεν θ' απολυθείς ποτέ!
(καραβανάς προς στριπτιζέρ νεοσύλλεκτο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ιδιαίτερα αποβλακωμένου ανθρώπου. Στην τροφική αλυσίδα των μουρόχαβλων, οι μουνόχαυλοι διεκδικούν τον κατώτατο και ασθενέστερο κρίκο, αυτόν που ξύνει τον πάτο του βαρελιού.

Εκ του μεσαιωνικού μουνίον > αρχ. μνοῦς (μαλακό χνούδι) και του χαῦνος (ελαφρόμυαλος).

- ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΑΣ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ...ΕΙΣΑΙ ΜΥΞΙΑΡΗΣ, ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΚΑΤΟΜΠΙΝΕς .....ΛΟΙΠΟΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ;;; ΘΕΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ;;; ΕΙΣΑΙ ΠΑΠΑΤΖΗς ΠΟΡΔΟΣΤΟΥΠΗς ΧΑΣΚΟΚΩΛΗς ΚΑΙ ΜΟΥΝΟΧΑΒΛΟΣ ΜΙΝΑΡΕΣ!!! ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΜΠΑΛΑΜΟΥΤΗΣ ΣΑΚΟΡΑΦΑΣ ,ΧΡΕΖΟΠΑΣΤΑΣ ΧΩΣΣΤΑΜΕΡΗΣ ΚΑΙ ΧΟΛΟΒΛΩΤΡΙΦΤΗΣ ...ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ..ΤΩΡΑ ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΑΞΥ;;;; ΤΗΝ ΠΗΡΕΣ ΤΗ ΔΟΣΗ ΣΟΥ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΒΓΗΚΕ Η ΑΡΑΧΝΗ ;;;;;;;
(ψυχανάλυση, εδώ)

- ηρθαν και καποιοι μουνοχαυλοι, που ειτε διαβαζουν για κονσερβοκουτια και νομιζουν οτι αναστηθηκε ο Βελουχιωτης, ειτε διαβαζουν για παλουκια και ερεθιστηκε η ψωλοπροοδευτικη κωλοτρυπιδα τους, ειτε ειναι μπηχτες του διαδικτυου...
(πολιτικές επισημάνσεις, εκεί)

- Βρε αποβλημα γεννας ειπα το αντιθετο;
- α τραβα ρε μαλακα.
- τοσο μουνοχαυλος εισαι.
(εποικοδομητικός διάλογος, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραυματίζω ή καταπονώ τον πέοντά μου σαν συνέπεια φορτικού και παρατεταμένου ξεκωλώματος συνανθρώπων μου.

Ο ξεψωλιασμένος αποκαλείται και ξεψωλιάρης, το δε αντικείμενο του ακουμπίσματός του ξεψώλι ή ξέκωλο. Εννοείται ότι κάθε ξέψωλο πού σέβεται τον εαυτό του θα ξεψωλιάσει δοθείσης της ευκαιρίας με ζήλο τον σύντροφό του.

Ο όρος μάλλον μας βρήκε εκ του αρχαίου ἀποψωλέω που όμως είχε διαφορετική έννοια, ήτοι: «επιδεικνύω το πουτσοκέφαλό μου όπου σταθώ κι όπου βρεθώ» (λατινιστί, praeputium retrahere alicui). Μεταφορικά δε, ἀπεψωλημένος απεκαλείτο πας έκφυλος ανήρ.

Εκ του αρχαίου ψωλὸς (ο έχων αποκαλυμμένη την βάλανο του μπαργαλάτσου).

εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται (Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ' εδώ πέρα)
Αθη ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος (Κ' εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή μου μέρα!)
(Λυσιστράτη, εδώ)

- Ξεκωλόμουνο ξεψωλόμουνο ξεψώλι εξεψώλιασε ευέξαπτoν ξεψωλιάρη...
(Πείτε το 5 φορές, γρήγορα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολέκτικλυ, ο πόνος του πέοντα. Προκαλείται (στην καλύτερη περίπτωση) από ξεψώλιασμα ή (στην χειρότερη) από σκουλαμέντο.

Μεταφόρικλυ, η ακαταμάχητη επιθυμία να πηδήσουμε κάποιο αντικείμενο πόθου, όταν δηλαδή της ψωλής μας ο χαβάς μας άγει και μας φέρει. Εναλλακτικά, οποιαδήποτε ακατάσχετη εμμονή.

Βλ. επίσης: κωλοκαούρα.

- Πρέπει να με δει γιατρός, έχω πεθάνει στις ψωλοκαούρες.
- Caveat fututor! Αυτά πεθαίνεις όταν ιππεύεις την Καυλάουρα ασκεπής...

- Έχω τρελή ψωλοκαούρα για το Λίλιαν.
- Σέρνει καράβι, το αμαρτωλό, σέρνει καράβι...

- Έχω ψωλοκαούρα για το iPhone 4...
- Μήπως είστε γκέϊ;

Ο πόνος για τον πέοντα εκφρασμένος τώρα και σε μπαλάντα. Στην μπαλάντα της πούτσας (από GATZMAN, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποια κομπλεξάρα γράφει άσχετα ή εριστικά σχόλια σε διαδικτυακούς τόπους με αποκλειστικό σκοπό την διατάραξη της συζήτησης και να σπάσιμο των όρχεων των παρευρισκομένων.

Εκ του γνωστού τέρατος τρολ. Ως ρήμα, ανάγεται στο μεσ. Γαλλικό troller, «περιπλανώμαι άσκοπα σε άγρα θηράματος». Η πρώτη δε καταγεγραμμένη σλανγκική χρήση του ρήματος (circa 1967) αφορά το ψωνιστήρι σε κύκλους ομοφυλοφίλων. Τυχαίο; δε νομίζω.

  1. Εν προκειμένω, σ' ένα ιντερνετικό περιβάλλον, αν κάποιος έχει καταλήξει οτι κάποιος άλλος συνομιλητης είναι Τρολ, τότε πολύ απλά δεν ασχολείται καθόλου μαζί του, δεν του δίνει τροφή για να συνεχίσει να τρολιάζει και να γαμάει τα νεύρα των άλλων
    (σοφό σχόλιο Ζανουάρ, εδώ)

  2. Το να χρησιμοποιείς όμως 2 ή 3 ψευδώνυμα και με το 1 να το παίζεις κουλτουριάρα και λογοτεχνίζουσα και με το άλλο να τρολιάζεις ασύστολα, ούτε θεμιτό ούτε αποδεκτό είναι.
    (εκεί)

- Έχει ταράξει το φόρουμ με φωτογραφίες και έχω πρόσφορο (και αντίδωρο αμην) έδαφος για να τρολιάζω (παραπέρα)

σπεκ, σε όποιον το σκέφτηκε αυτό.. (από Jonas, 27/10/10)Πέρασμα Τρολ (από Vrastaman, 04/12/11)"Ψαριανός τρολλάρει Μπουμπούκο". (από patsis, 05/01/12)(από Galadriel, 12/01/12)

βλ. και τρολ, τρολάρω, τρολιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified