Απαξιωτική έκφραση για κάθε βλακεία, παπαριά, ή μαλακία που εμφανίζεται μπροστά μας, καθιστώντας τον βίο μας πιο αβίωτο. Χρησιμοποιείται τόσο για αντικείμενα / μαραφέτια όσο και για ιδέες / καταστάσεις και ανθρώπους.

Γλωσσολογικά συγγενεύει με τις λέξεις πούτσα και τσουτσούνα.

«Εεεεε αφού τα ολυμπιακά έργα ολοκληρώθηκαν εντυπωσιακά, τρομοκρατικό χτύπημα δεν φαίνεται να συμβαίνει και ούτε θα συμβεί, τώρα οι καραγκιόζηδες ασχολούνται με τον Κεντέρη. Έχουνε καταντήσει γελοίοι. Ολόκληρος Ζακ Ρογκ και ασχολείται με τσούτσες. Ουφφ.» (Από forum, 2004)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, πρόκειται για το πέος στα μπεμπεκίστικα.

Η λέξη εμφανίζεται επίσης ως τσουτσούνα, και τσουτσού. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Το τσουτσούνι μου είναι εμετικά μικρό. Ένας απίστευτος γιγαντιαίος νάνος. Είναι τόσο μικρό που κάνει την Macintosh να ντρέπεται για το μέγεθος του ipoD. Πραγματικά και με το χέρι στην καρδιά πρέπει να σας ομολογήσω το ανομολόγητο. Έχω μικρό τσουτσούνι. (Από Blog)

(από xalikoutis, 25/05/14)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του όρου σερφάρω στο δίκτυο.

Προσοχή, όταν κυματοδρομείτε στις ιστοσελίδες του WWW με την εικονική σας ιστιοσανίδα να αποφεύγετε τις ιστιοσελίδες!

Ώρα για κυματοδρομία! (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.

Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.

Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!

Σόκ και δέος (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση εξαιρετικά κακής διάθεσης λόγω βαρεμάρας, ή κακής παρέας.

Άσε ρε φίλε, βγήκα με ένα ταγάρι και με πήγε σε φεστιβάλ Αγγελόπουλου. Η κάμερα εστίαζε για δύο ώρες σε ένα βράχο... εκείνη την είχε καταβρεί, και εγώ βαρούσα ενέσεις!

Πιάσε την σύριγγα τσιμπητέ! (από Vrastaman, 11/09/08)σε τέτοια κατάσταση ήταν το παιδί... (από jesus, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει πέσει τρελό χώσιμο στην δουλειά / σχολείο / ζωή μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Εν ολίγοις, μας πήδησαν στην εργασία!

- Κλείνουμε αποτελέσματα τριμήνου και έχει πέσει πολύ γαμήσι στο γραφείο...

Θέλω να πάω στην Ίφκινθο! (από Vrastaman, 11/09/08)

βλ. και σχετικό λήμμα έχει πιξελιάσει το μουνί μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο και εύκολο κέρδος προερχόμενο είτε από προχειροδουλειά, είτε από αρπαγή / κλοπή.

Η πρώτη περίπτωση αρπαχτής περιλαμβάνει το φτωχομπινεδιάρικο και ευκαιριακό γδάρσιμο εύκολης λείας (πχ αισχροκέρδεια από ταρίφες σε ανυποψίαστους τουρίστες). Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

Στη δεύτερη (και πιο σοβαρή) εκδοχή της, η αρπαχτή επιτυγχάνεται χάρη στην άλωση των νόμων και θεσμών μέσω προσωπικών σχέσεων και διαπλοκών. Πρόκειται για οικονομικές αλλαξοκωλιές όπου η αρπαχτή διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συνεργούς και πάντα σε βάρος του κερασφόρου φορολογούμενου πολίτη. Πρόσφατες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τα Ολυμπιακά έργα και την υπόθεση Μονής Βατοπεδίου.

Δεν έχουν τα κότσια να κάνουν μια μήνυση στην μαμά-SIEMENS για τις αρπαχτές της. Τώρα θα μου πείτε ποιοι να κάμουν την μήνυση; Αυτοί που συμμετείχαν στην αρπαχτή ως μικροί άρπαγες;; (Από blog)

Βλ. και σχετικό λήμμα μίζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουτέστιν, για να αποφύγω την κίνηση στο δρόμο, καβαλάω πεζοδρόμια ή ότι διάολο βρω μπροστά μου με το ΙΧ (όπως θα έκανε μια συμπαθής κατσίκα στη θέση μου).

Ακούστηκε στην Πελοπόννησο και η πιο hard core εκδοχή, «την κάνω τσούτα» (κατσίκα στα Αλβανικά).

- Εκτός από Μαλάκας της Ασφάλτου, είναι και Μαλάκας του Πεζοδρομίου! Όλο κατσίκα την κάνει!

Ποιμενικό off-road (από Vrastaman, 11/09/08)Το λήμμα επιδέχεται πολλαπλές ερμηνίες (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified