Ο πονηρούλης και μουλωχτός, αυτός που κινείται κρυφά και υποχθόνια. Παράγωγο της μεταφορικής χρήσης της λέξης πούστης, δηλ. αυτός που δεν είναι ευθύς και δεν έχει μπέσα, όπως οι ομοφυλόφιλοι που κρύβονται, φοβούμενοι αντιδράσεις.

- Η μάνα μου είδε τον Ηλία χθες και τής έπιασε κουβέντα για τη Μαίρη, αν είμαστε μαζί κι έτσι.
- Είναι μία πουστρίτσα αυτός... Δε ρωτάει εσένα ευθέως, αλλά πάει να ψαρέψει τη μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γεράκι στην Πελοπόννησο, λόγω του ότι σκίζει τον αέρα με σβελτάδα και ταχύτητα. Κατά το γνωστό λεγόμενο γαμεί και δέρνει, ήτοι επιβάλλεται ως ο άρχων των αιθέρων.

- Για δες τον αερογάμη πώς φεύγει σφαίρα.
- Πού;
- Εκεί, βλέπεις; Κοντά στη μεγάλη βελανιδιά, απέναντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εν είδει υπερβολής, η οποία αναφέρεται στα υπέρογκα χρέη που έχει κάποιος. Εξαιρετικά εύστοχη στις μέρες μας, που οι τράπεζες έχουν τεράστιες κερδοφορίες. Τα χρέη είναι ανάλογα της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ Ελλάδος και Ονδούρας.

- Είδα τον Γιώργο χθες, χάρηκα που τα πάει καλά, η δουλειά του ανθίζει.
- Ποιος ρε, ο Γιώργος; Πλάκα μου κάνεις; Αυτός χρωστάει από 'δώ μέχρι την Ονδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση επιφώνημα, όταν αντικρίσουμε γυναίκα με μεγάλα στήθη (κοινώς μαστάρια). Προέρχεται από τη γνωστή ισπανική μαλακία.

Ω ρε Ισπανία... Τι βύζοι είναι αυτοί, για δες το μουνάκι απέναντι... όλα τα λεφτα...

Hispano-Suiza  (από Vrastaman, 10/09/08)Hispano-Squeeza (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιάνθρωπος, ο αχρείος, ο τιποτένιος. Προέλευση από τα βενετσιάνικα canagia.

- Αλήτη, κανάγια, δεν θα σε αφήσω να μου κλείσεις το σπίτι και να αμαυρώσεις την τιμή της κόρης μου!

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγριο ζώο. Ως χαρακτηρισμός προσώπου, δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση, για κάποιον που με τρόπο πανούργο προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάποιον.
Η ρίζα της λέξης είναι από τα βλάχικα ή τα αλβανικά, [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]

- Ποιον νομίζετε ότι θα κοροιδέψετε ρε ζουλάπια, εμένα; Εγώ, όταν εσείς πηγαίνατε, ήδη ερχόμουνα...

Βλ. και σχετικά έχνος, το, ζούδι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωριάτης (με την υποτιμητική έννοια), ο άξεστος, χωρίς τρόπους και ευγένεια. Μάλλον προέρχεται από το γνωστό τραγούδι του Μ. Καλογιάννη: «ο Μήτσος απ' τα Φάρσαλα, κάνει τον αρχιγκάγκστερ».

Γιατί ρε Κώστα μου βγαίνεις έξω με το άσπρο καλτσάκι, σαν παλιόμητσος;

(από Khan, 26/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρήγορο γαμήσι, χωρίς προκαταρκτικά ή χάδια: κατ' ευθείαν στο ψητό!

- Άντε γαμήσου ρε Γιώργο! Ποια νομίζεις ότι είμαι και μπορείς να έρχεσαι στο σπίτι μου για μία ξεπέτα, όποτε σου καβλώσει;

Και μετά;  (από Galadriel, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική παιδαριώδης έκφραση δεκαετίας '80, όπου ενέχεται η έννοια της απόρριψης ή και της δυσκολίας πραγματοποίησης κάποιου γεγονότος: όσο εύκολα μπορεί να ισιώσει κανείς ένα στραβό καβλί, άλλο τόσο μπορεί να πραγματοποιηθεί ό,τι εμείς θεωρούμε απίθανο ή ανόητο.

- Νίκο, θα με βοηθήσεις στη μετακόμιση με το αυτοκίνητο του πατέρα σου, το επόμενο Σάββατο;
- Σάββατο, να τρέχω για να κουβαλάω πράγματα και να υποχρεώνομαι στον πατέρα μου; Το καβλί μου το φιδίσιο, έλα να το κάνεις ίσιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τα λατινικά (colubra=είδος φιδιού) και παραπέμπει σε κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντί του παθαίνω πλάκα. Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, στα λατινικά χρησιμοποιείτο ως quas tu edes colubras; (τι φίδια θα βγάλεις απ' το στόμα σου;) δηλ. είσαι τρελός;

Φιλαράκι, αν πας και δεις το σπίτι που μένουν οι γονείς του Κώστα, θα πάθεις κολούμπρα. Μιλάμε, είναι και γαμώ τα σπίτια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified