Άνθρωπος που είναι τόσο πολύ κάγκουρας ώστε όταν πεθάνει θα βάλουν το σώμα του στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας για να το βλέπουν οι επόμενες γενιές και να παραδειγματίζονται. Διότι «όποιος λαός δεν ξέρει την ιστορία του, είναι αναγκασμένος να την ξαναζήσει».

Εντάξει, ο τύπος είναι Καγκουρόσαυρος Ρεξ. Φοράει λουστρίνι παπούτσι με τζην και άσπρη κάλτσα! Πως τόλμησε να γυρίσει να με κοιτάξει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα (ή αδελφή) που επειδή έχει διαβάσει κάποια ή όλα τα βιβλία του Γιάλομ αναλύει τα πάντα με ψυχαναλυτικούς όρους, θεωρεί ότι είναι ειδήμων στην ψυχολογία και ότι μπορεί να συμβουλεύει τους πάντες για τα πάντα!

Η Γιαλόμα επίσης θεωρεί ότι έχει την ικανότητα να βλέπει τα βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα σε κάθε κίνηση του συνανθρώπου της... και δυστυχώς του το λέει κιόλας!

- Η Μαρίνα είπε ότι ο λόγος που πάω με τα πόδια στην δουλειά είναι ότι γέμισα φραστρέσιον για τα αυτοκίνητα διότι ο πατέρας μου οδηγούσε γρήγορα όταν ήμουν μικρός και γι αυτό τον μισώ. Δεν την αντέχω, έχει γίνει τελείως Γιαλόμα, αναλύει με ψυχαναλυτικούς όρους μέχρι και το πως μασάω τσίχλα.

η γυναίκα του Γιάλομ (Μαίριλυν Γιάλομ) (από xalikoutis, 09/10/08)Πρόσφατο πόνημα της original Yaloma (από Vrastaman, 03/03/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νεαροί άντρες που κυκλοφορούν στον δρόμο, πεζή ή με το αυτοκίνητο, μιλώντας στο κινητό με το blue tooth που κρέμεται από το αυτί τους και έχουν την εντύπωση ότι γι αυτόν τον λόγο είναι κάτι αντίστοιχο του Κιάνου Ρηβζ στο Μάτρηξ. Χαρακτηρίζονται από «τεχνολογική αυταρέσκεια».

Σόρυ που άργησα αλλά ένα ματριξόπουλο με είχε κλείσει. Πήγαινε με 20 χιλιόμετρα γιατί μιλούσε στο κινητό και θαύμαζε ταυτόχρονα τον εαυτό του στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου.

(από Khan, 27/04/13)(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του αγγλικού thanks. Χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο, κυρίως στα εταιρικά μέηλ και δηλώνει ότι ο χρήστης του μπορεί να μετέχει αγγλικής παιδείας, αλλά κατά βάθος είναι ένα αγνό Ελληνόπουλο που δεν ξεχνά τις παραδόσεις του τόπου.

- Σου έστειλα μόλις το μέηλ με τα ρηπόρτζ.
- Θέγκζ! Άη απρησηέτ δάτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το, συνήθως μαύρο, τσαντάκι με δύο τμήματα και φερμουάρ που κρατάνε μερικοί άντρες και το οποίο περιέχει τα χρήματα, τα τσιγάρα τους, το χαρτιά του αυτοκινήτου και γενικότερα άλλα είδη που χρειάζεται κανείς να έχει μαζί του.

Η πουστιέρα από πολλούς θεωρείται μικρή ένδειξη ότι ο κάτοχός της το ρουφάει το μιλκ σέηκ...

  1. Ο Γιώργος πρέπει να είναι αδερφή. Κουνιέται σαν τον μεγάλο σεισμό του Σαν Φρανσίσκο και δεν κάνει βήμα χωρίς την πουστιέρα του, στην οποία συν τοις άλλοις έχει και την κολώνια του.

  2. «Μιχάλη φεύγω! Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ! Χωρίζουμε!!!», είπε ο Αναστάσης και με μία αποφασιστική κίνηση έβαλε την πουστιέρα του κάτω από την μασχάλη και βγήκε με περηφάνια από το δωμάτιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεγμένο από όλες τις πλευρές και όλες τις απόψεις και με μεγάλη προσοχή.

«Ο Ανδρέας δεν ενδιαφέρεται για σένα. Είναι καρατσεκαρισμένο, τον ρώτησα εχτές, δύο φορές, την ώρα που το κάναμε», είπε η Κατίνα στην φίλη της την Μαριγώ και της έριξε εντελώς την ψυχολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.

Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος εφηβικής ηλικίας που δίνει έντονα την αίσθηση ότι όταν γίνει ενεργός σεξουαλικά θα γίνει γκέης.

Ο Γιώργος ήταν φοβερό πουστάκι μικρός. Πώς έγινε τόσο μουνάκιας μεγαλώνοντας, είναι απορίας άξιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «αδελφή», «ντιγκιντάγκα». Ομοφυλόφιλος. Απαξιωτικό και χιουμοριστικό.

«Πάμε στο gay parade να χαζέψουμε κανέναν κουδουνίστρα; It's gonna be fun» είπε ο Φανούρης και αμέσως κέρδισε ομόφωνα το βραβείο Μίστερ Υφήλιος Ομοφοβικός 2007

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που κάνει παρέα μόνο με gays, από τους οποίους σχεδόν αποκλειστικά περιτριγυρίζεται. Συνήθως είναι χοντρή, όχι όμορφη και με υποτονική ερωτική ζωή (to put it mildly) και λειτουργεί ως μητρική φιγούρα για πολλούς από τους gay φίλους της που βλέπουν σε αυτή μία σύμβουλο / εξομολόγο / σύντροφο στο κουτσομπολιό.

Βάλε μέσα στην καρδιά σου την αδελφομάνα
και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified