Πιο εξεζητημένη έκδοση του πιασμένος, με Γαλλική εσάνς κατά τα γκανιάν, αστραχάν, Πετράν και όλα τα εις -αν.

Πιασμάν είναι αυτός ή κάτι που έχει δωροδοκηθεί/λαδωθεί, δηλαδή έχει πιάσει λεφτά για να κάνει γαργάρα μια κατάσταση. Συνηθίζεται για τον αθλητισμό και δη το ποδόσφαιρο.

Α,καποια στιγμη ειχα μπει στο γαυροφορουμ, καταντια τα οπαδικα γυαλια οποιος και να τα φοραει. Σκουζανε οι γαυροι οτι το παιχνιδι ηταν φιλικο και πιασμαν. Δηλαδη, στηνεις ενα παιχνιδι και το παιρνεις με τη ψυχη στο στομα. Η φανατιλα σε κατανταει λοβοτομημενο τελικα. (αποεδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για έναν παλιοχαρακτήρα, κομπλεξικό, το λίγο μαλάκα αλλα κατα τ'αλλα καλό παιδί σε ήπιο τόνο για να μην παρεξηγηθεί.

Από την ταινία που μεγάλωσε την γένια μου, από τη δοξασμένη δεκαετία των έϊτις το «Βασικά καλησπέρα σας!».

Κούλα μ' ακούς, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος...

(από notheitis, 07/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από τεχνικούς για να δηλώσει ότι ένα μηχάνημα χάλασε.

Επίσης, για να δηλώσει ότι η υγειά ενός ανθρώπου είναι άσχημη.

  1. - Την πήραμε στα χέρια τη γεννήτρια με τις μαλακίες σας.

  2. - Ο Γρηγόρης πώς πάει;
    - Αν συνεχίσει έτσι, θα τον πάρουμε στα χέρια.

(από pvnrt, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να μην παρεξηγούμαστε, τρέφουμε απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό στους αθλητές των Παραολυμπιακών αγώνων.

Παραολύμπικ αποκαλείται ειρωνικά ο άνθρωπος ο οποίος είναι ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος και γενικά περιορισμένης ευθύνης.

Η αναφορά έγκειται στους Παραολυμπιακούς αγώνες και στους αθλητές που παίρνουν μέρος οι οποίοι δεν είναι 100% αρτιμελείς.

  1. - Κοίτα τον παραολύμπικ πώς πάει να παρκάρει, έχει κλείσει όλη την κυκλοφορία...

  2. - Ρε Γιάννη για πέτα μια το φόκο.
    (Τον πετάει αλλά στο γάμο του Καραγκιόζη)
    - Τι παραολύμπικ που είσαι ρε πούστη μου, ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παραπέμπει σε ενα πολύ απίθανο συμβάν.

- Θυμάσαι τότε που πηγαίναμε διακοπές μόνοι μας, μόνο καρφιά, και περνάγαμε γαμάτα;
- Τώρα με τις γυναίκες και τα παιδιά, αυτά έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες για να ξαναγίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του αγγλικού Troy Story (απόδοση του Τρωικού Πολέμου) στα Ελληνικά δεδομένα της μάσας και της ρεμούλας.

Ο όρος μάλλον είναι εφεύρεση Σεφερλή, καθώς είχε ανεβάσει ομώνυμη επιθεώρηση το 2012.

- Τελικά τα πήρε ο Άκης απο τα TOR-M1;
- Άσε φίλε....μεγάλο τρώει στόρυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευπροσάρμοστος απαξιωτικός χαρακτηρισμός που μπορεί να σημαίνει βλάχος, χαζός, ηλίθιος, άσχετος κτλ.

δες και τυρόβλαχος.

  1. - Ααα, εδώ ήταν τελικά;
    - Τύρο...

  2. (Τηλεφωνική συνομιλία)
    - Έλα ρε...
    - Έλα τύρο, τι λέει;

Tyra Banks - η εξαίρεση! (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να δηλώσει ότι κάτι είναι κοινό, στη μέση, για όλους.

Πολυφορεμένη λέξη σε μεζεδοπωλεία, ταβέρνες και όπου παίζει τρελή μασαμπούκα.

(Συνομιλία πελάτη-σερβιτόρου σε ταβέρνα)

- Δυο τζατζίκια, τρεις πατάτες, μία τυροκαυτερή, μια χωριάτικη, ένα σαγανάκι και ένα λουκάνικο για τη σέντρα και ότι πάρουμε ατομικά.
- Παιδιά είναι πολλά δε θα τα φάτε...
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κατάσταση όπου με την πράξη μου προκαλώ πανικό, σοκ, δέος ή γενικότερα διαλύω τον ανταγωνισμό.

Η έκφραση ταιριάζει γάντι σε γκόμενες άλογα, εντυπωσιακές, που όταν πέρνανε προκαλούν θαυμασμό.

  1. - Μαλάκα είδες τι φοράει σήμερα η Τάνια;
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα δικέ μου, μοιράζει εγκεφαλικά η γκόμενα κάθε φορά που περνάει.

  2. - Τι έγινε ρε; Έμαθες Pro; - Όχι απλά έμαθα, μοιράζω εμφράγματα.
    - Ναι, αλλά εγω μοιράζω σακούλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του πούτσος / πούτσα.

πούτσος -> πούλος -> σούλος.

Από τη τακτική του «αλλάζω ένα γράμμα για να διαφοροποιηθώ». Μπορεί να ειπωθεί και «κούλα»

- Ρε, γάμησε χτες ο βάζελος. 0-1 την Ίντερ.
- Στο σούλο μου ρε μαλάκα, ποιος ασχολείται μ' αυτούς;

- Μπόμπα αυτό το ξίου, δεν πίνεται.
- Στην σουλάρα μου, ο καλός ο νεροχύτης όλα τα ρουφάει.

Τι ακροβώς περιγράφει ο Φα σουλας; (από Vrastaman, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified