Εναλλακτική χρήση του γνωστού ρήματος, με σκοπό να δηλώσει την πεποίθηση του λέγοντος ότι ο συνομιλητής του υπερβάλλει ή ψεύδεται.

- Πώς πέρασες χτες ρε;
- Άσε μαλάκα, έκανα κονέ με τρία καταπληκτικά γκομενάκια.
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Δηλώνει δυσαρέσκεια.

  2. Συνώνυμο της λέξης «όρχεις».

  1. - Δυστυχώς είμαστε πλήρεις. Δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε.
    - Καρύδες...

  2. - Πώς πάει με τη Μαρία ρε;
    - Άσε ρε μαλάκα, σπάει καρύδες η γκόμενα.

(από notheitis, 06/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, κάνω έρωτα.

— Τι έλεγε Παρίσι ρε;
— Πολύ ωραία ρε φίλε.
— Έβαλες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ενδιαφέρον άτομο, συνήθως του αντίθετου φύλου.

  2. Όπως παραπάνω, αλλά αναφορά σε συγκεκριμένο άτομο.

  1. - Πάμε να φύγουμε ρε, δεν έχει θέμα το κωλομάγαζο.

  2. - Την κάνω ρε.
    - Πού πας ρε μαλάκα; Το θέμα σου το 'βαλες;

υπάρχει και κρασί (από notheitis, 25/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αναπάντεχη αλλαγή σχεδίων, συνήθως λόγω ανωτέρας βίας.

- Ρε, κουβά το σινεμά, θα βγω με τη Δήμητρα τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που τρέχει διαρκώς πίσω από μια γυναίκα, είτε κάποια που πολιορκεί, είτε τη δικιά του. Προέρχεται από τη γνωστή φράση του λαού μας «τον έχει βάλει στο βρακί της».

Ρε μαλάκα Θάνο, ξεκόλλα από το κινητό επιτέλους! Βρακά, ε βρακά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το διάσημο μουσικό έργο του Τσαϊκόφσκι, Nutcracker (Καρυοθραύστης). Υποδηλώνει μια γυναίκα που γίνεται συχνά κουραστική για τους άνδρες (βλ. και λήμμα Καρύδες).

- Ρε φίλε, αυτή η γκόμενα μου 'χει πρήξει τον πούτσο. Πολύ νατκράκερ ρε αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το όνομα του γνωστού τηλεπαρουσιαστή και από το ρήμα ψήνομαι. Δηλώνει αυτόν που είναι σύμφωνος σε κάποια πρόταση.

- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψηνάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, συνήθως λόγω βαρεμάρας.

Ρε μαλάκα, δεν έχω όρεξη για Boutique τελικά. Το χιονίζουμε;

Βλ. και χι, χιώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified