Μονορούφι. Το λέμε για ποτά, κυρίως για σφηνάκια.

(ακριβώς πριν πιει η παρέα το σφηνάκι)
- Άντε παιδιά άσπρο πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το γρατζούνισμα στην κιθάρα. Συνήθως το λέμε για κάποιον πολύ αρχάριο κιθαρίστα που παίζει έτσι για την πλάκα του.

- Θείε, τώρα στις γιορτές θα μου πάρεις μια κιθάρα;
- Εξαρτάται. Θα κοιτάξεις να μάθεις σοβαρά ή θα την έχεις μόνο για χράτσα χρούτσα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός άνθρωπος. Βέβαια χρησιμοποιείται και για τους εύσωμους, τα γομάρια.

  1. - Κρύφτε τα φαγητά παιδιά, έρχεται ο Μπάμπης η αρκούδα!

  2. - Ρε τα έμαθες; Ο Βασίλης χθες πλακώθηκε με το Σπύρο.
    - Ναι ε; Φαντάζομαι τις έφαγε ο Βασιλάκης.
    - Ε ναι λογικό είναι, το μυρμήγκι τι να κλάσει μπροστά στην αρκούδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυς. Το λέμε κυρίως για τους γυμνασμένους που οι μύες τους ξεχωρίζουν.

- Βλέπω έχεις κάνει ποντίκια τελευταία! Πλακώθηκες στα γυμναστήρια ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλέμα. Λέγεται συνήθως όταν θέλουμε να δείξουμε απέχθεια.

- Ρε μαλάκα καθάρισε το νιπτήρα, δεν μπορώ να βλέπω τις χλαπάτσες σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τσιγκούνης, που κρατάει όλα του τα χρήματα και δεν ξοδεύει.

- Τι λες, θα πάρουμε άλλη μια μπύρα;
- Άσ'το, το μαγαζί εδώ είναι ακριβό, δε θέλω να χαλάσω άλλα.
- Μα τι κουμπαράς που είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό γατί.

Άσε, προχθές γέννησε η γάτα και το σπίτι μας γέμισε κατσούλια!

Στα κρητικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να ενθαρρύνουμε κάποιον, σαν να του λέμε μπράβο για κάτι. Επίσης το λέμε και αντί για «ζήτω». Και στις δύο φορές έχει παρόμοια σημασία.
Στις συνομιλίες μέσω internet (chat) μπορεί να γραφτεί και: etc.

  1. - Το αποφάσισα, θα ξεκινήσω από αύριο γυμναστήριο. Δεν πάει άλλο να σαπίζω.
    - Έτσι!

  2. - Πόσο είναι το σκορ ρε;
    - Ο Θρύλος προηγείται 2-0!
    - Έτσι!!

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, ετς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωνάζω, συνήθως χωρίς λόγο. Το λέμε κυρίως όταν αναφερόμαστε σε κάποιον άλλο που ενοχλεί με τις φωνές του.

- Πού 'σαι ρε Τέλη! Τι νέα, την παλεύεις με το στρατό;
- Εντάξει παλεύεται κάπως. Δεν είναι και πολύ άσχημα, αν εξαιρέσεις τους βλάκες τους ανώτερους που σου γκαρίζουν συνέχεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακομοίρης. Λέγεται συνήθως από παππούδες στην επαρχία.

Με μια τόση δα σύνταξη πώς να ζήσω κι εγώ ο καψερός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified