Ο απατεώνας, που δεν ξηγιέται καλά. Βλέπε και αρχίδι.
- Ώστε ο Τάκης σου έφαγε λεφτά ε; Δεν περίμενα ότι θα σου κάνει τέτοια πουστιά!
- Καλά, έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου, έχει να φάει πολλές μπουνιές το σκουλήκι!
Ο απατεώνας, που δεν ξηγιέται καλά. Βλέπε και αρχίδι.
- Ώστε ο Τάκης σου έφαγε λεφτά ε; Δεν περίμενα ότι θα σου κάνει τέτοια πουστιά!
- Καλά, έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου, έχει να φάει πολλές μπουνιές το σκουλήκι!
Βλ. και σχετικό λήμμα ξηγιέμαι σκουληκιάρικα - στον πληθυντικό (σκουλήκια, τα) έχει διαφορετική χρήση
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος μακρυμάλλης, αξύριστος και βρώμικος, έτσι ώστε το στυλ του να θυμίζει άνθρωπο των σπηλαίων. Συνήθως λέγεται υποτιμητικά, σαν βρισιά.
- Ρε συ πάλι έκανε κατάληψη στη σχολή η ΠΚΣ!
- Ε τι περιμένεις από τέτοιους σπηλαιανθρώπους; Γίνεται να πάρεις τέτοια άτομα στα σοβαρά;
Got a better definition? Add it!
Mέλος της ΟΝΝΕΔ (νεολαία της ΝΔ). Κατά πάσα πιθανότητα θα 'χει και τρελά κονέ μέσα στο κόμμα.
- Γαλάζιο παιδί είναι αυτός, κάπως θα βρει να βολευτεί από δουλειά, μην τον φοβάσαι.
Βλ. και σχετικό λήμμα bluetooth
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος που αντέχει σε ακραίες συνθήκες, σκληραγωγημένος άνθρωπος, που δε μασάει.
(επειδή οι κατσαρίδες έχουν πολύ ανθεκτικό σύστημα άμυνας)
- Ρε φίλε είναι Νοέμβρης μήνας και ο Νίκος κυκλοφορεί ακόμα με κοντομάνικο. Δε φοβάται μην κρυώσει;
- Μπα μην τον φοβάσαι, αυτός δεν παθαίνει τίποτα, είναι κατσαρίδα.
- Τελικά το αποφάσισα, θα πάω να υπηρετήσω στις Ειδικές Δυνάμεις.
- Μπράβο ρε, εσύ δεν μασάς, είσαι κατσαρίδα!
Got a better definition? Add it!
Κάτι πολύ περίπλοκο και δύσκολο, που σου σπάει τα νεύρα όταν προσπαθείς να το λύσεις. Έχει την έννοια της σπαζοκεφαλιάς, αλλά με πιο έντονη σημασία.
- Άσε, δεν μπορώ με τίποτα να βρω λύση στο παράξενο μαθηματικό πρόβλημα που μου έδωσες προχθες! Θα το παρατήσω, είναι γόρδιος δεσμός!
Got a better definition? Add it!
Κάτι μεγάλης σημασίας, με αρνητική έννοια. Το λέμε συνήθως για κάτι που οδηγεί σε καυγά ή τσακωμό (π.χ. όταν ο άλλος σου παίξει πουστιά).
- Είδες καθόλου το Μανώλη τελευταία;
- Όχι, έχουμε να μιλήσουμε 2 μήνες. Βασικά έχουμε τσακωθεί.
- Ναι ε; Γιατί;
- Άσε, δεν έχω όρεξη τώρα να σου εξηγώ... έγινε κάτι χοντρό.
Got a better definition? Add it!
Κοροϊδευτικά, αυτός που πιστεύει ότι ξέρει καλά αγγλικά και θέλει να το δείχνει. Ή απλά χρησιμοποιεί συχνά αγγλικές λέξεις και εκφράσεις.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες γλώσσες (γαλλομαθής κλπ).
(στο τηλέφωνο)
- Εμπρός;
- Hello Τάκη! What's up;
- Τι hello και what's up ρε, μου έγινες και αγγλομαθής; Γεια λέει ο κόσμος!
Got a better definition? Add it!
Χώρος που βρίσκονται πολλές μύγες. Συνήθως είναι βρώμικος ή έχει κάποια τρόφιμα που πάνε οι μύγες.
- Ρε συ καθάρισε λίγο την κουζίνα, με τόση βρωμιά που έχει έγινε μυγομάνι!
Got a better definition? Add it!
Χωρίς καλαμάκι. Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για καφέδες.
- Ρε φίλε μπας και σου βρίσκεται ένα καλαμάκι; Μόλις έφτιαξα φραπέ αλλά δεν βρίσκω πουθενά.
- Μπα, δυστυχώς δεν έχω ρε συ.
- Πω ρε, κρίμα. Δεν πειράζει, αναγκαστικά θα τον πιω άνευ καλαμακίου.
Got a better definition? Add it!
Το internet, μάγκικα.
Έλα ρε μαλάκα να πάμε έξω για ένα καφέ, όλη μέρα στο ιντερνέτι είσαι!
Got a better definition? Add it!