Ή και για ποδόσφαιρο, σε προχωρημένες καταστάσεις.
Χαρακτηρισμός για αντροπαρέα, 5 άτομα και άνω, μπακούρια συνήθως, που βγαίνουν βράδυ. Σχεδόν πάντα τρώνε πόρτα από τα καλά μαγαζιά και καταλήγουν να πίνουν μπύρες και να τρώνε βρώμικα στο δρόμο ή σε κάποιο παρακμή μαγαζί που παίζει να τους δεχτεί και να χωράνε. Συνήθως είναι λιγούρια και κοιτάνε τριγύρω σα μαλάκες αλλά ποτέ δεν κάνουν κίνηση.
- Καλά ρε μαλάκες, για μπάσκετ θα πάτε; Ποιός θα σας βάλει μέσα τόσα άτομα;
- Τι να κάνουμε ρε γαμώτο, μας έχει φάει η αγαμία.
Αντροπαρέα που όλοι είναι μπακούρια και δεν μπορούν να χωθούν για να δούν άσπρη μέρα. Βγαίνουν βράδυ και είναι λες και κατεβαίνει ομάδα μπάσκετ. Η νέμεσις του μπράβου στην Πόρτα. Συνοδεύεται από μεγάλη δόση μιζέριας, αγαμίας και μαλακίας, ενώ μόνιμο θέμα συζήτησης σε θεωρητικό πάντα επίπεδο, είναι αι Γυναίκαι, καθώς θεωρούνται κάτι άγνωστο και ταυτόχρονα άπιαστο, κάτι σαν άλυτο μυστήριο. Σε περίπτωση που μπει στον ζωτικό τους χώρο κοπέλα ή ακόμα και γριά οι μισοί θα κοκκινίσουν και οι άλλοι θα γρυλίσουν, ενώ όλοι θα καταπιούν την γλώσσα τους. Συνηθισμένη κατάσταση για νεαρούς εφήβους που δεν έχουν αποβάλει ακόμα την έννοια της αγέλης. Σε περίπτωση που ο ηλικιακός μέσος όρος είναι άνω των 22 προτείνεται ομαδική αυτοκτονία.
- Πω ρε πούστη δεν την παλεύω άλλο, πάλι μπακούρια Α.Ε. θα βγούμε; Στάνταρ θα φάμε πόρτα.
Κοινώς τα έχω φάει τα ψωμιά μου. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες που δεν περνάει πλέον η μπογιά τους και τα γκομενάκια αρχίζουν να τους φτύνουν, ή για άτομα που για λόγους υγείας δεν μπορούν να έχουν πλέον σεξουαλική ζωή.
Ώρα του είναι να παραδώσει πινακίδες ο Σώτος, τα 60 κοντεύει, τόπο στα νιάτα. Ποιά θα γυρίσει να τον κοιτάξει τον μπάρμπα...
Σύντμηση του μαλάκας για την χρήση του ως φιλική προσφώνηση, ή για να αποσπάσει την προσοχή, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία συζήτηση. Χρησιμοποιείται επίσης ως επιφώνημα θαυμασμού ή και έκπληξης.
- Ε μαλά, τι ώρα είναι;
- Μαλά, τι έκανε ρε το παλληκάρι;
- Μαλά, έχασες χθες που δεν ήρθες, περάσαμε γαμάτα.
Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός για εύρωστους και δυνατούς νέους άντρες, δεδομένης της δυσκολίας να ακολουθηθεί ο ρυθμός βαδίσματος του γαϊδάρου από τον άνθρωπο, πόσο μάλλον να την γαμήσει κιόλας κάποιος κατά τη διάρκεια της διαδρομής και ενώ την ακολουθεί.
- Δυνατό παιδί ο Γουίλι.
- Ναι ρε, αυτός γαμάει γαϊδάρα στον ανήφορο.
Ξεκωλώνομαι, μου βγαίνει η πίστη κλπ από σκληρή χειρωνακτική κυρίως εργασία, αλλά είναι δυνατή η χρήση και για πνευματική, η οποία είναι ασυνήθιστα σκληρή και χρειάζεται πολλαπλάσιος κόπος για να έρθει εις πέρας.
- Άσε ρε Μικέ, είδα του κώλου μου την τρύπα να αλλάξω φλάντζα κεφαλής στο μπουρδέλο αυτού του μαλάκα. Πιο στριφνή μηχανή δεν έχω ξανανοίξει.