Η κλωνοποίηση του ηθοποιού George Clooney, έτσι ώστε να παράγονται κλώνοι του, κλούνοι και κλουνάκια. Πολλοί ηθοποιοί την έχουν δει Κλούνι κι υιοθετούν το ίδιο στυλ του γοητευτικού Αμερικάνου ηθοποιού, που προβλέπει να είσαι πολύ μπλαζέ αλλά, ταυτόχρονα, να απομυθοποιείς και το στάτους σου ως sex-symbol. Ο φανατικός του Τζωρτζ Κλούνι μπορεί να αποκληθεί και «κλουνοποιημένο πρόβατο», ιδίως αν «συγκλουνίζεται» με τις ταινίες κοινωνικής κριτικής του Αμερικάνου σούπερ-σταρ.

- Πω πω, είδα την τελευταία ταινία κοινωνικής διαμαρτυρίας του Τζωρτζ Κλούνι και συγκλουνίστηκα!
-Καλό κλουνοποιημένο πρόβατο είσαι κι εσύ! Αλλά πάλι καλά που βλέπεις το ορίτζιναλ, γιατί κυκλοφορούν και κλουνοποιήσεις.

Ξίρσκης!!! (από protnet, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φύτουκλας, το φυτό ή σπασίκλας, επειδή λειτουργεί με χλωροφύλλη.

Κοίτα την χλωροφύλλη μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει!

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.

Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθισμένος τρόπος να πεις το φυτό, τον σπασίκλα.
Και «φυτουκλιάρης».

Μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει ο φύτουκλας!

(από Khan, 27/01/13)Τουκανοφύτουκλας (από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την βρίσκω με σημαίνει «μου αρέσει», «γουστάρω», αλλά κυρίως «με ερεθίζει σεξουαλικά».

Υπάρχει και η έκφραση όπως την βρίσκει κανείς, μια φράση που δηλώνει μεγάλο πλουραλισμό.

Την βρίσκει με άντρες.

Την βρίσκει με αράπηδες.

Την βρίσκει με Κινέζες.

Την βρίσκει με γίδες.

Τσιβιλίκας σε παλιά διαφήμιση. (από vikar, 27/09/10)(από Khan, 08/08/14)

Δες και την αυτοβρίσκω. Ακόμη: την ακούω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική/Αμερικάνικη έκφραση, αλλά την έχω ακούσει σε κάμποσες παρέες στην Ελλάδα και σε ελληνικές ταινίες και στην τηλεόραση.

Είναι ο φίλος/η με τον/ην οποίο/α κάνεις και σεξ, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα ερωτικού τύπου και χωρίς δέσμευση. Δηλαδή, και σεξ, και φίλοι, αλλά όχι σχέση.

Συμβαίνει σε περιπτώσεις που ο άλλος σε καλύπτει και σεξουαλικά για ένα σεξάκι, και φιλικά για να πάτε για ένα καφέ να συζητήσετε για σινεμά/πολιτική/αθλητικά/μόδα, αλλά όχι για συναίσθημα, ή για τα παραπέρα.

Σε κάποια ελληνική ταινία, δεν μπορώ να θυμηθώ ποια, η κόρη προσπαθεί να εξηγήσει στην ηλικιωμένη μαμά της το είδος σχέσης που έχουν δύο φίλοι της.

-Πώς να στο πω ρε μαμά; Είναι fuck-buddies! Συναντιούνται πού και πού για σεξ και no hard feelings!

όντως... (από MXΣ, 28/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στενή σχέση που έχεις με έναν κολλητό. Είναι μόνιμη σχέση με βάθος, σαν το κουμπαριλίκι.

Λέγεται και ειρωνικά για κάποιον δημοσιοσχεσίτη που προσπαθεί να δείξει ότι και καλά έχει φιλία με τους πάντες.

Λέγεται και αποτρεπτικά στο στυλ «άσε τώρα τα κολλητηλίκια».

Σε καλό μας αυτά τα κολλητηλίκια του Παπανδρέου με τον Τζεμ.

Αμάν αυτός ο Αβραμόπουλος θέλει να μας δείξει ότι έχει κολλητιλίκια μ' όλον τον κόσμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσάτσος.

Είσαι μεγάλο τσατσόνι, τελικά, που κατάφερες να έχεις πάντα τις καλύτερες υπηρεσίες, γύρευε με τι γλείψιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που κάνει ο τσάτσος, το να είσαι τσάτσος. Και το νταβατζιλίκι.

Άσε τις γαλιφιές και τα τσατσιλίκια και κοίτα να σοβαρευτείς!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λυσσάρα, η λυσσασμένη για άντρα. Από τα κουτσομπολιά που συνοδεύουν τις μαθήτριες του Αρσακείου.

Με ξενερώνει να μου την πέφτει η γυναίκα, αντί να την πέσω εγώ σ' αυτήν. Ιδίως αν είναι Αρσακειάδα!

Got a better definition? Add it!

Published