1. Ο Τάνταλος ήταν μυθολογικός βασιλιάς της Φρυγίας, γνωστός για την τιμωρία που του επέβαλλαν οι θεοί, τα λεγόμενα «μαρτύρια του Ταντάλου». Ο λόγος γι' αυτά ήταν η τρομακτική ασέβεια του βασιλιά με αποκορύφωμα ο κανιβαλισμός κατά τον οποίο μαγείρεψε τον γιο του, Πέλοπα (όθεν η Πελοπόννησος), και τον παρέθεσε σε γεύμα στους θεούς. (Αλλά ο Δίας ως γατόνι το κατάλαβε και μπόρεσε να τον αναστήσει κατά κάποιον τρόπο). Τα μετά θάνατον μαρτύρια του Ταντάλου ήταν τα εξής: Ζούσε σε έναν λάκο με νερό, που του έφθανε μέχρι τον λαιμό, και κάτω από κλαδιά με λιμπιστούς καρπούς, χωρίς όμως να μπορεί ούτε να φάει, όταν πεινά, ούτε να πιει όταν διψά, επειδή και οι καρποί και το νερό απομακρύνονταν/ εξαφανίζονταν, όταν προσπαθούσε να τους φτάσει. Επιπλέον, υπήρχε από πάνω του ένας μετέωρος βράχος, που τον απειλούσε διαρκώς ότι θα πέσει πάνω του, χωρίς όμως ποτέ να πέφτει. Επομένως, μαρτύρια του Ταντάλου είναι το να μην μπορεί να απολαύσει κανείς αγαθά που βρίσκονται κοντά του και που του είναι απολύτως προσιτά. Λ.χ. να βλέπει άλλους να τρώνε νόστιμα φαγητά και ο ίδιος να μην μπορεί, επειδή κάνει δίαιτα. Αντιστρόφως, να τυραννείται συνεχώς από φόβους που δεν εκπληρώνονται ποτέ. Αγγλιστί: to tantalize.

  2. Η σλανγκική τροπή: Η έκφραση μπορεί να λεχθεί για την ψευδαίσθηση εγγύτητας, που προσφέρει το Διαδίκτυο, η οποία όμως δεν είναι πραγματική εγγύτητα, αλλά όταν πας να δρέψεις έναν καρπό, από αυτούς που σου προσφέρει, αυτός εξαφανίζεται. Λ.χ. για περιπτώσεις κυβερνοσέξ, που φτιάχνεσαι, φτιάχνεσαι και στο τέλος μένεις με το πουλί στο χέρι. Για περιπτώσεις, διαδικτυακών φιλιών, που όμως μένουν μόνο στην οθόνη και δεν εκπληρώνονται ποτέ σε πραγματικές φιλίες. Και γενικότερα για ο,τιδήποτε μας το προσφέρει το Διαδίκτυο απλόχερα ως απόλαυση, αλλά μόνο στον εικονικό χώρο, όχι στον πραγματικό. Και για περιπτώσεις αντίστοιχης ήττας λ.χ. από φωτοσουπιά. Αντιστρόφως, για φόβους και πανικούς, που σπέρνονται μέσ' απ' τα μήδια, χωρίς πάλι ποτέ να μετεγγράφονται σε πραγματικότητα.

  1. - Πώς πέρασες το ΣΑΚΥ;
    - Τα μαρτύρια του Ταντάλου! Κυβερνογαμούσα ένα τρελό πιπίνι όλη μέρα, και μόλις ζήτησα να την δω από κοντά, μού 'δωσε άκυρο! Έμεινα με το πουλί στο χέρι, σου λέω!

  2. Γιώργος: Τι γίνεται ρε Μένιο με το Λίλιαν; Αληθεύει ότι θα παντρευτεί τον Πέρι; Σε ζηλεύω, πάντως, ρε πστ μου, να ζεις με τα δύο πιο ζηλευτά μουνιά της πιάτσας, Λάουρα, Λίλιαν κάτω απ' την ίδια στέγη!
    Μένιος: Μην παίζεις με την πίκρα μου! Το Λίλιαν μου κάνει τα μαρτύρια του Ταντάλου! Θέλει να είναι παρθένα για την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον Πέρι, γιατί ήταν όρος στην διαθήκη του μακαρίτη του άντρα της κυρα-περμαθούλας να κληρονομήσει η νύφη του Πέρι τα λεφτά, μόνο αν είναι παρθένα στην πρώτη νύχτα! Έτσι πήγε κι έκανε μπαγαποντοπλαστική στον Tom Pousti και τώρα έχει αλλάξει πια ζώδιο και είναι στον Αστερισμό της Παρθένου!
    Γ.:Ασταδγιάλα! Γίνονται αυτά;
    Μ.: Ουδέν αδύνατον διά Tom Pousti! Έπαιξε σου λέω τρελή poustiά και το αποτέλεσμα είναι να μου κουνιέται όλη μέρα το Λίλιαν με τον κορδονούρη της, και να μην μπορώ να την βάλω κάτω, για να μην χαλάσω, λέει, την υμενορραφή! Σου λέω, τα μαρτύρια του Ταντάλου!
    Γ.: Και τι σκοπεύεις να κάνεις;
    Μ.: Θα πάω να βρω τον Πέρι, και θα του πω: Παντρέψου να γαμήσουμε, που λένε και στο slang.gr.

Join us again with «the Slang and the Restless»!

Βλ. και σχετικό λήμμα e-πούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιδάνειο από τα αγγλικά. «Eclectic» είναι ο μουλτικουλτουριάρης που δεν έχει πετύχει σύνθεση ανάμεσα στις ετερόκλητες πολιτισμικές του επιρροές. Δηλαδή «εκλεκτικισμό» έχουμε οποτεδήποτε δεν επιτυγχάνεται σύνθεση, αλλά ανάμειξη χαοτική και σχιζοφρενής. Αυτό ισχύει και για τον «εκλεκτικισμό» στην φιλοσοφία, που χαρακτηρίζει κυρίως περιόδους παρακμής, όπως η ελληνιστική και η ρωμαϊκή, και είναι μάλλον υποτιμητική έννοια που αντιθέτει αυτού του είδους τους φιλοσόφους στα μεγάλα συνθετικά πνεύματα, όπως λ.χ. ενός Πλάτωνος, ενός Καντ, ή ενός Χέγκελ. Αλλά και αυτή η σχιζοφρένεια έχει την χάρη της.

Καθώς η αγγλική λέξη είναι αντλημένη από την ελληνιστική φιλοσοφία και τις «εκλογές», ανθολογίες της, είναι εύκολο να επανελληνοποιηθεί. Πλην και το «εκλέκτικ» είναι ωραίο γιατί ακούγεται πιο κάπως.

Σλανγκ-ασίστ: μούλτι-κούλτι / μουλτικουλτουριάρης, πολυχώρος.

Πρωινό στο μενάζ:

Λίλιαν: Τι εκλέκτικ περάσαμε χτες! Είχα να περάσω τόσο εκλέκτικ απ' όταν σπούδαζα στο Πούτσεστερ και κατέβαινα τα σου κου στο Λονδίνο! Και γεύμα στο αλγερινό μετά αργιλέως με τον Ζαν-Λυκ (ξέρεις τον φίλο από την Γκάμπια του Πιερ, του Σενεγαλέζου που τον απελάσανε). Και Μέγαρο με τον Πέρι να δούμε την Όπερα του Πεκίνου, και μπουάτ στην Πλάκα με τον Επαμεινώνδα στο καπάκι. Και τη νύχτα, άφησα το Μέγαρο για τον παίδαρο! Μένιος στα μπουζούκια και στον Πλούταρχο! Αυτά είναι! Νά 'χω ανέβει στο τραπέζι για το τσιφτετέλι κι ο Μένιος από κάτω να βαράει παλαμάκια, λέγοντας: «Ανέβα στο τραπέζι κούκλα μου γλυκιά, θέλω νά 'χω δίπλα μου γυναίκα εκλεκτικιά

(από Galadriel, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

To liberté, égalité, fraternité = «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Française (Γαλλική Δημοκρατία), που ανδρώθηκε με τους αγώνες της Γαλλικής Επανάστασης και σύμβολο την Marianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγαλύτερες αξίες της δημοκρατίας.

Το liberté, égalité, frappernité = «ελευθερία, ισότητα, φραπεδοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Liliannaise, που στήθηκε με τους ηρωϊκούς αγώνες των Σλάνγκων Δράκων και σύμβολο την Lilianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγάλες αξίες του σλανγκισμού, ήτοι: Την ελευθερία, τον σλανγκικό φιλελευθερισμό του laisser faire- laisser slanguer, ενάντια στο «παλαιό καθεστώς» (ancien régime) των σλανγκαρχίδηδων. Την ισότητα όλων απέναντι στην αστροδοσία, η οποία εξασφαλίζεται από τον πεφωτισμένο ρουμανισμό. Και την «φραπεδοσύνη», δηλαδή την αλληλεγγύη που σμιλεύεται μεταξύ των κοινώς φραπεδιαζομένων. Ήτοι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Vrastaman, «την κοινή μαλακία (με την καλή έννοια) που δέρνει και δένει τους Σλάνγκους, δημιουργώντας ένα esprit de groupe». Χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος αλληλεγγύης και «ερωτικής αλληλοπεριχώρησης» (για να πω τον γιανναρισμό μου) είναι τα διάφορα sagas με δεκάδες λήμματα, όπως το φραπέ-saga, το μύδι-saga, το lol-saga, και πολλά άλλα. Και βέβαια το σαπούνι κατασκευής μας με πρωταγωνίστρια το Λίλιαν.

Πηγή: Vrastaman.

Μερικά saga, που σφράγισαν τις αξίες του liberté, égalité, frappernité:

  1. φραπέ, το:

γενιά του φραπέ, η, κατάσταση φραπέ, περσόνα νον φράπα (persona non frappa), η, ποδοφραπέ, το, φράπα, η, φραπεδάιζερ/ frappedizer, φραπεδέλα, φραπεδιά, η, φραπεδιάρα, η, φραπεδιόλα, φραπεδοκουβέντες, φραπεδούμπα, φραπελιά, η, φραπεδούπολη, φραπενείο, το, φραπενές, ο, φραπόγαλο, φραπογαλιέρα, φτιάχνω φραπέ, ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf

  1. lol, λολ:

καραλόλ, το, λολ (lol), λόλα, η Λόλα που τα κάνει όλα, λολίτα, λολοφιόγκος, ο, lol-some, lol-οκαύτωμα, lolen, Loles, rotf-lol, Μ.Α.Ο, Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η, LMFAO κ.λπ., φορ τεχ λουλζ.

  1. μήδι:

αρχίδια - μύδια, μούλτι μύδια, τα, μπαγιάτικο μύδι, το, μύδια, μύδια, τα, μυδίαμα, το, παλαμύδι, Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμύδια, τρώω το μύδι με το τσόφλι, φίδιν μύδιν, αρχιμύδεια, η, Δυομύδης, μουνούχω, η/ ευνουχομούνα, η/ μύδουσα, η, αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata, οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, γαμήδια, παλαμήδι, το.

Και πολλά άλλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update του «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη». Δηλαδή λέγεται για έναν γάμο, που έχει πολλές δυσκολίες, πολλά ζόρια, πολλά ξινίσματα, αναποδιές, που δεν προχωράει, αλλά σέρνεται. Λες κι είναι καλεσμένος ο Μητσοτάκουλας.

Παρεμπίπταμπλυ, φαίνεται εδώ η σχετικότητα της σλανγκ. Κάποτε ήταν σκάνδαλο να είναι γκαστρωμένη μια νύφη στον γάμο, και αφορμή για πολλές δυστυχίες. (Είναι όντως του γαμπρού το παιδί; Θέλανε πράγματι να παντρευτούνε ή αναγκαστήκανε;). Αντιθέτως σήμερα συνηθίζεται να παντρεύεται το ζευγάρι με εκκλησιαστικό γάμο στα βαφτίσια του πρώτου παιδιού τους, για να τους έρθουν πιο φτηνά τα τραπέζια. Με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια. Σήμερα θεωρείται σκάνδαλο ο γάμος των γκέι, και ΛΟΑΤ, οπότε είναι σλανγκ το λήμμα, που πιθανότατα δεν θα θεωρείται αύριο. Η σλανγκ του χτες είναι Μπαμπινιώτης του σήμερα και Δημητράκος του αύριο. Η λεξιπλασία του χτες είναι νεολογισμός του σήμερα και κλασικό του αύριο.

Φίλος του αυτιού της γης: Για πε ρε, για πε ρε! Πώς πήγε ο γάμος του Λίλιαν και του Πέρι;
Αυτί της γης: Τι να σου πρωτοπώ! Πολύ στριμόκωλη κατάσταση! Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί!
Φ.: Ωραία, τώρα που είπες την φράση του τίτλου και ξεμπερδέψαμε, πες και το κουτσομπολιό!
Α.: Να, κάτι που είχε ξεσπαθώσει η θεια-περμαθούλα ότι πρέπει ο Πέρι οπωσδήποτε να παντρευτεί το Λίλιαν, για να μπει στον ίσιο δρόμο. Κάτι το θέμα της διαθήκης, που θα πήγαινε στη νύφη αν ήταν παρθένα... Είχε δημιουργηθεί μια ασφυκτική ατμόσφαιρα. Τελικά, εκεί που ήταν να αρχίσει το μυστήριο με παπά και με κουμπάρα την Λάουρα, έγινε του Cutty Shark!
Φ.: Δηλαδή, δηλαδή;
Α.: Δεν θυμάσαι την διάφημιση του Cutty Shark που τελευταία στιγμή η νύφη αφήνει τον γάμο; Ε, κάτι αντίστοιχο! Πάνω που ο παπάς ρωτούσε τον Πέρι: «Do you, Peri, accept Lilian as your lawfully wedded wife, to joy and to sorrow, till death do you apart;», πάνω που ήταν έτοιμος ο Πέρι να ψελλίσει το «I do», βλέπει μες στο πλήθος τον Βάγγελα! Ε, αυτό ήταν! Τα πετάει όλα, στεφάνια, ποτήρια, κτλ., και φεύγει από την εκκλησία με τον Βάγγελα πιασμένοι αλά μπρατσέτα! Είχε φαίνεται πιεστεί πολύ το παιδί! Αλλά φαντάζεσαι το σκάνδαλο!
Φ.: Και το Λίλιαν;
Α.: Θυμήθηκε το ρητό του slang.gr άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος και παρηγορήθηκε. Καλύτερα τώρα παρά μετά! Αλλά δεν τελειώσαν εδώ τα βάσανά της!
Φ.: Δηλαδή;
Α.: Έφτασε την άλλη μέρια ο λογαριασμός από Tom Pousti για την υμενορραφή του Λίλιαν!
Φ.: Και;
Α.: Πολλά τα λεφτά Άρη! Βλέπεις, το Λίλιαν είχε κάνει επένδυση στην μπαγαποντοπλαστική, προκειμένου να κάνει απόσβεση από την κληρονομιά του άντρα της κυρα-περμαθούλας που επέμενε στην παρθενιά της νύφης για να δοθεί η κληρονομιά. Δεν περίμενε ότι ο Πέρι θα την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια!... Και μιλάμε ότι την χρέωσε αστρονομικό ποσό ο Pousti!
Φ.: Και;
Α.: Τι και; Ο τρώσας και ιάσεται! Το ραφέν και ξεσκισθήσεται! Μην έχοντας το Λίλιαν να πληρώσει τα γραμμάτια του Pousti, αποφάσισε να δημοπρατήσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, ναι, την παρθενιά της, στο Διαδίκτυο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αμερικάνας φοιτήτριας. Ναι, το Λίλιαν βγάζει την παρθενιά του στο σφυρί. Όσοι Σλάνγκοι προσέλθετε!

-Ποιος θα ξεπαρθενιάσει το Λίλιαν;
Join us again with «the Slang & the Restless».

(από pavleas, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την κωμωδία «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνους. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το αντίθετο από την Λυσισλάνγκη. Αν η Λυσισλάνγκη είναι αυτή που προσπαθεί πάση θυσία να σταματήσει το σλανγκάρεστο έργο του άντρα της, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι οι γυναίκες, που όπως οι Θεσμοφοριάζουσες, έχουν μετατρέψει την σλανγκ σε καθαρά γυναικεία γιορτή / υπόθεση / δουλειά και δεν επιτρέπουν στους άντρες τους να εισέλθουν. Δηλαδή είναι οι Λήμμαν Sisters, αλλά στο πολύ πιο ακραίο!

Να θυμίσω ότι η αριστοφανική κωμωδία αναφέρεται στην γιορτή «Θεσμοφόρια» προς τιμή της Δήμητρας, που είναι μια καθαρά γυναικεία γιορτή, όπου δεν επιτρέπεται να παρίστανται άνδρες, και τα ευτράπελα αρχίζουν από την στιγμή που δύο άντρες αποφασίζουν να παραβούν την εντολή της θεάς. Παρομοίως, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι σλανγκίστριες μυημένες στα άδυτα της γυναικείας σλανγκ, όπου οι άντρες σλανγκιστές δεν μπορούν να εισέλθουν. Με λίγα λόγια η Λυσισλάνγκη είναι το παράδειγμα γυναίκας προς αποφυγή, ενώ η Σλανγκοφοριάζουσα είναι το πρότυπο της γυναίκας προς μίμηση. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το μέλλον της σλανγκ.

Παραδείγματα Σλανγκοφοριαζουσών και Σλανγκοφορίων:

Η αναγωγή της Μουνολογίας σε επιστήμη από την Regina Vagina. Βλ. μουνίλα, η, καμένο ντουί, το, περιοδόβρακο.

Η συγγραφή του Slangopolitan από την Yaloma Dentata σε λήμματα, όπως μωρό και το φιλικό στον χρήστη άνδρα μαγειρεύω ένα καλό γεύμα.

Τα inside informations της Πειρατίνας με έμβλημα το χταπόδι για τις ανάφτρες (pun unintended).

Οι γρίφοι της Στρουμφίτας για τα δώδεκα αρχίδια που έχουν οι γυναίκες...

Η όποια ομοιότητα με χρήστη/ χρήστρια του slang.gr είναι εντελώς συμπτωματική και δεν βαρύνει τον συγγραφέα. (από Hank, 28/02/09)Θεσμοφοριάζουσες. (από Hank, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από τα λήμματα συσιφόνι και μπαγαποντοπλαστική, η του χρήστη Vrastaman, μπορούμε σε συνδυασμό να εξαγάγουμε μια νέα σλανγκενεργή έννοια. Όπως ξέρουμε, ο Σίσυφος ήταν ο μυθολογικός βασιλιάς της Κορίνθου που οι θεοί τον τιμώρησαν με το να κάνει το πιο μάταιο έργο που υπάρχει: να κυλάει μια μεγάλη πέτρα ως την κορυφή ενός βουνού, που ήταν τόσο μυτερή, ώστε η πέτρα να κυλάει αμέσως από την άλλη μεριά. Οπότε φτου κι απ' την αρχή το καψώνι. Ο Σίσυφος, δηλαδή είναι το σύμβολο της μάταιης προσπάθειας, που μόλις ακριβώς ολοκληρωθεί, θα πρέπει να ξαναρχίσει φτου κι απ' την αρχή. Σχετικά έχει γράψει δοκίμιο ο Αλμπέρ Καμύ.

Η σισυφομούνα είναι η γυναίκα που τιμωρείται από μια στενή κοινωνία τύπου Σουηδικής Αραβίας και παρόμοιων αντιλήψεων (βλ. λήμμα: παρθένα απ' τον τόπο σου, κι ας είναι και ραμμένη) σε μπαγαποντοπλαστική, και πιο συγκεκριμένα σε παρθενορραφή- υμενορραφή. Το όλο εγχείρημα ομοιάζει με τον άθλο του Σισύφου, και γιατί είναι δύσκολο (άλλο τώρα αν «τίποτα δεν είναι δύσκολο για Tom Pousti») και γιατί μόλις ολοκληρωθεί ο σισύφειος άθλος, θα πέσει πούλος και τα μαγικά του Pousti θα διαλυθούν και πάλι. Συναφώς, τα γνωμικά από την κλασική παιδεία: «το ραφέν και ξεσκισθήσεται», κατα το «ο τρώσας και ιάσεται». Και «ο πίθος των Δαναϊδών» για το μουνί που δεν χορταίνει σπέρμα. Για εναλλακτική μέθοδο παρθενίας στην πρώτη νύχτα του γάμου, βλ. από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

Μεγάλη σισυφομούνα το Λίλιαν. (Βλ. παράδειγμα στο όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί). Πάνω που έκανε την μπαγαποντοπλαστική, παρακαλεί να χαλάσουμε και πάλι το αριστούργημα του Pousti! Δηλαδή, Tom Pousti τζάμπα τον κούρασε; Ε, του Pousti, δεν θα βρεθεί ένας να κάνει το χατήρι στο Λιλιανάκι μας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «σε πρώτη παγκόσμια αποκλειστική μετάδοση/εκτέλεση» είναι από αυτές που τα μήδια το έχουν γαμήσει και ψόφησε. Γι' αυτό, για κάποιον που ούτε η μάνα του δεν τον ξέρει, αλλά απτόητος διατηρεί ψώνισμα σαράντα καρδιναλίων ότι και καλά το έργο του είναι κοσμοϊστορικό και πανανθρώπινης εμβελείας, λέμε ειρωνικά ότι θα μας παίξει λ.χ. το τραγούδι του «σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική εκτέλεση». Εννοείται ότι η πρώτη έγινε σπίτι του. Και η δεύτερη σε εμάς τους ελάχιστους κολλητούς του.

Ο Μιχάλης Κλεάνθης στην «Απανεμιά» (Πλάκα) άρχιζε τα δικά του τραγούδια με την εξαγγελία:
«Και τώρα θα ακούσετε ένα τραγούδι σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική εκτέλεση! Η πρώτη έγινε σπίτι μου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει: 1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά. 2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.

Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.

  1. πούστης
  2. πουστρόνι
  3. πουσταράς
  4. πουστάρα
  5. πουστράκος
  6. γερόπουστας
  7. σκατόπουστας
  8. παλιόπουστας
  9. πουστόγερος
  10. ομοφυλόφιλος
  11. ομορφυλόφιλος
  12. αμφιφυλόφιλος
  13. μπάι
  14. γκέι
  15. τοιούτος
  16. τοιουτιέν
  17. του σωματείου
  18. της συνομοταξίας
  19. αποκλίνων
  20. ανώμαλος
  21. ανωμαλιάρης
  22. ανωμαλάρας
  23. ντιγκιντάγκας, ο
  24. ντιντής
  25. πισωγλέντης
  26. κολομπαράς
  27. γιουσουφάκι
  28. πεοθηλαστής
  29. παρτόλας
  30. τρανσέξουαλ
  31. τράντζα
  32. τραβεστί
  33. μετροσέξουαλ
  34. μετρό
  35. τρανς
  36. εγχειρισμένος
  37. παρενδυσιακός
  38. Συβαρίτης
  39. αρσενοκοίτης
  40. μαλακός
  41. κεκινημένος
  42. κίναιδος
  43. κιναιδουάρδος
  44. σοδομιστής
  45. σοδομίτης
  46. pédé
  47. παιδεραστής
  48. οπισθογαμικός
  49. πλατωνικός/ πλατωνιστής
  50. ευαίσθητος / ευαισθητούλης
  51. με ιδιαιτερότητες
  52. γαμιόλης
  53. φαγκότο
  54. φαγκοτίνος
  55. fag
  56. τρίτο φύλο
  57. τρίτο στεφάνι
  58. τρίτο πρόγραμμα
  59. ανδρόγυνος
  60. ερμαφρόδιτος
  61. θηλυπρεπής
  62. γυναικωτός
  63. φλώρος
  64. χλεχλές
  65. λελές
  66. φλωράτσα
  67. σουσέλ
  68. πιπίλας
  69. Ασλάνης
  70. πουσταριό
  71. πούστρα
  72. πούσταρος
  73. ξεκωλιάρης / ξεκωλιασμένος
  74. ευρύπρωκτος
  75. κωλόφαρδος
  76. ξεφωνημένη/-ος
  77. θηλύγλωττος
  78. τελειωμένος /-η
  79. gay over
  80. πουστανελάς
  81. πουσταρέλι
  82. πούσταρχος
  83. πουστέρι
  84. πούστης κινέζος
  85. πουστιέρα
  86. πουστοκαλαμαράς
  87. πουστρίτσα
  88. πουστωδία
  89. αγριόπουστας
  90. ψωλαρπάχτρας
  91. μπακλαβάς/ back-love-ass
  92. δηλωμένη
  93. κραγμένος/-η
  94. μποτομιέρα
  95. βερς
  96. αδελφή του ελέους
  97. brokeback/ brokeback mountain
  98. bareback
  99. queen
  100. βασίλισσα
  101. raging queen
  102. queer
  103. back-feaster
  104. φτερού
  105. λουλού
  106. αδερφή
  107. αδερφάρα
  108. κακή αδερφή
  109. κακός πούστης
  110. στρίγκλα
  111. αδερφή νοσοκόμα
  112. κουνιστός
  113. κουνίστρα
  114. κουδουνίστρα
  115. κούκλα
  116. λούγκρα
  117. Λουγκρητία
  118. φλωρούμπας
  119. συκιά/συκή
  120. χαϊδοκώλης
  121. μπινές
  122. μπινεδιάρης
  123. φτωχομπινές
  124. αλλαξοκώλης
  125. poutsless
  126. γαμόπουστας
  127. γαμιολόπουστας
  128. λιχνομέσης
  129. πισωγλεντζές
  130. πισωκίνητος
  131. πισωγιομίδης
  132. παππούστης
  133. πουστρίγκος
  134. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
  135. κωλοσφυρίχτρας
  136. πιπεροτρίφτης
  137. φούστης
  138. καταπυγών
  139. φούστα-μπλούζα
  140. νάιλον
  141. Μαρίνος
  142. γκαρσονιέρα, garconniere
  143. τσαχπινογαργαλόπουστα
  144. τσαχπινογαργαλιάρης
  145. Συκαρία
  146. πουστάρδα
  147. αδελφίνι
  148. Πουστώ
  149. τραβέλι
  150. πους τις
  151. Οιδίπους τις
  152. καριολόπουστα(ς)
  153. βρωμόπουστα(ς)
  154. κωλομπαράς
  155. παιδέρας
  156. εναλλασσόμενος
  157. εναλλακτικός
  158. ο πους της καθέτου
  159. φιρουλί φιρουλό
  160. σφυριχτρούλα/ης
  161. Μπομπ Σφουγγαράκης
  162. Αχιλλέας από Κάιρο
  163. τσιμπούκια ο τίγρης
  164. πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης
  165. πισωκέντης
  166. γκέιλορντ
  167. απεόφοβος
  168. gay pride
  169. gay parade
  170. κουνάμενος λυγάμενος
  171. κουνάμενος σουρνάμενος
  172. πούδρα/ φούστα μπλούζα κι ελαφριά πούδρα
  173. φιρφιρής
  174. τσιχλιμπίχλης
  175. γκλεγκλές
  176. άλλη ομάδα
  177. καμπανόκωλος
  178. ντούρντουλο
  179. φολκσβάγκεν κλούβα
  180. γκέο βαγκέο
  181. γαμιολία
  182. νεράιδος
  183. Χάρρυ Πρώκτερ
  184. φτωχομπινεδιάρης
  185. πανηγυρικός γκέι
  186. γκέι για τα πανηγύρια
  187. stray/ στρέι
  188. αγορίτσι
  189. σκατίπουστα
  190. ύποπτος
  191. γαβαλάκης, ο
  192. φλωρόπουστας
  193. πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος
  194. πεολειχούδης
  195. τσιμπουκομικρούλης
  196. ΛΟΑΤ
  197. εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ
  198. Φουστάνος
  199. Tom Pousti
  200. μητροσεξουαλικός
  201. πεολιχούδης
  202. πεοχειλουδάκη
  203. πεοχειλουδάκι
  204. Χειλουδάκη
  205. κοπέλα τελειωμένη
  206. πουστρόνιο
  207. φρόιλάιν
  208. κρυφόπουστας
  209. ο-γκέι
  210. αρσακειάδα
  211. (οπαδός του) vivere periκωλοsamente
  212. πουστέρω
  213. πουστερίας
  214. χαλαρή σούστα
  215. σκυλόπουστας
  216. αρχιδόπουστας
  217. αδελφάτο
  218. ετερόπουστας
  219. ζαρκαδόπουστα
  220. θρασύπουστας
  221. καβατζόπουστας
  222. λουμπίνα
  223. πουστόνεο
  224. αραχνοΰφαντος
  225. στάκι
  226. τσιγκανόπουστας
  227. καραπουσταριό
  228. τομπαίρνουλας
  229. βε
  230. πούσταπς
  231. μπινταράς
  232. κουρτσουμπανάς
  233. Αναΐς από το Παναής
  234. καταπιόλης
  235. κωλόμπα
  236. κωλόμπο(ς)
  237. cowgay/ καουγκέης
  238. ναζιάρης
  239. γκεϊστάπο
  240. σπερμοδιψής
  241. σουσούμης
  242. πεσίχαρος
  243. πασιχαρής
  244. γκεϊμπέκης
  245. πουστόμωρο
  246. τιτίκα
  247. πετούγια
  248. καψοκώλης
  249. γκεϊλλιτέχνης
  250. αδερφρίκη
  251. εισπρώκτωρ
  252. πουστοστρατός
  253. κακσάκας
  254. cocksucker
  255. κακσάκαρας
  256. σύντεκνος
  257. ενεργοπαθητικός
  258. τοπ
  259. μπότομ
  260. ντιγκέι, ο
  261. ντιγκιντάγκαρ
  262. τζέη
  263. e-gay
  264. πρωκτικάντζα
  265. κωλοβρέχτης
  266. πουτσογλέντης
  267. πουστηρέλα
  268. γερομπινές
  269. (Μαρσέλ) προύστης
  270. λούλα
  271. γκέουλας
  272. [αποσιστωμένη]
  273. Ροζαλία
  274. asinus asinum fricat
  275. οπισθογεμής
  276. Γκέιμπελς
  277. κουνιοτράμπαλη
  278. γκότσης
  279. ξεσκισμένη
  280. φούλα
  281. κυρία
  282. αδερφούλα
  283. ρουμπινές
  284. αρφή
  285. σκαραβαίος
  286. πούστης με αρχίδια
  287. οσκαρόπουστας
  288. πουσταλαζών
  289. ψωλοπερήφανος
  290. πουστροζιγκόλι
  291. πασπαρτού
  292. λυσσάρα
  293. αγριογκέι
  294. πεταχτούλης
  295. πισωκούντης
  296. πισωσκούντης
  297. του συλλόγου
  298. τσιριμπίμ τσιριμπόμ
  299. double-energy man
  300. κωλοτούρης
  301. πασαγαμιόλης
  302. αβροβάτης
  303. αβροβόστρυχος
  304. εδρόστροφος
  305. πυγιστής
  306. λαικαστής
  307. λαϊστέρα
  308. πούστης από κούνια
  309. παλιαδερφή
  310. γλυκούλης
  311. αβρός
  312. αβρότροπος
  313. αβρόφρων
  314. λεκανατζής
  315. ντήζελ
  316. Ριρής
  317. κωλόμπος
  318. τριλειρόπουστας
  319. τριλειρογκέι
  320. πουστοπατέρας
  321. πουστοκοτέτσι
  322. αρχιπαλιόπουστας
  323. ποστόπι, ποστόπα, post-op
  324. φλωρόκουπας
  325. πριόπι, pre-op
  326. εγκλωβισμένος
  327. παλαιόπουστας
  328. τρύπιος
  329. τρυπαντωνάκης
  330. τρυπημένος
  331. άθλιον πουστί
  332. πούστρινγκ
  333. γιαουρτομούνα
  334. C.D., cross-dresser
  335. drag queen
  336. she-male
  337. homo
  338. ροζ τρίγωνο
  339. ουράνιο τόξο
  340. sub
  341. κωλόμουνο
  342. φικιρίκης
  343. βιγκολεβίγκος
  344. ίριδα
  345. σκατόφλωρος
  346. πουτσογλείφτης
  347. γλεντζές
  348. γλέντης
  349. σπερμοσταγής
  350. σπερμοβόρος
  351. σερνικοθήλυκος
  352. ντεμί
  353. κεχαριτωμένος
  354. κουκλεντές
  355. πουσταρίκος
  356. γκεόσταλτος
  357. bear / αρκούδος
  358. πατόφλωρος
  359. πατ ντε φλερ
  360. καράπουστα
  361. βαρβατόπουστας
  362. πουστώνιο
  363. εξάτμιση
  364. χαριτοδιπλωμένος
  365. ρήτωρ Φελλάτιος
  366. στράκι
  367. α πουστεριόρι
  368. σκατίφλωρος
  369. αντιπαθητικόπουστας
  370. ευφράπουστ
  371. Τζουζέπε Λουγκρατόρε
  372. Ουρανία
  373. πούσθης
  374. οπισθιοδρομικός
  375. φιρφιρίκουλας
  376. προϊσταμένη, η
  377. νεραϊδιάρης
  378. σαπουνομαζώχτρα
  379. σκύφτης
  380. φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα
  381. Φιφή, η
  382. ντίγκης
  383. πεταλούδα/ πεταλουδίτσα/ πεταλούδα της νύχτας
  384. αρσενοκνίτης
  385. σουβλίτσα
  386. Λωξάντρα
  387. Ρούλης
  388. θείος Μπέρνι
  389. καμούφλω
  390. εμμανουέλος
  391. περάστε κόσμε
  392. αστράφικ/ asstraffic
  393. πεοπαίρνουλας
  394. πισωκούμπουρος
  395. κουνενές
  396. λουκία
  397. κωλοφύρης
  398. πισωλούρης
  399. δεντρογαλιά
  400. λεβεντόκωλος
  401. αμαζόνος
  402. ευκώλος
  403. τσαγιέρα
  404. τετραγωνική ρίζα
  405. ερμής
  406. γαμημένος μαλάκας
  407. πουστομαλάκας, μαλακόπουστας
  408. λιγδοκώλης
  409. κρέμα καραμελέ
  410. τέτοιος
  411. μπαμιάκιας
  412. Νάμουνα Μουνάκι
  413. ρετροσέξουαλ/ ρετρό
  414. butty boy
  415. μπάντζι
  416. γκέινγκστερ
  417. κάστρο κλόουν
  418. κοτοπουλάκι
  419. τσαμπ
  420. κυνηγός μυγών
  421. οιηματοιούτος
  422. θελγεσίπυγος
  423. θελγεσίτρυπος
  424. μοδίστρα
  425. καστράτος
  426. Συγγρουφίξ
  427. ομοσκυλόσκυλος
  428. AC/DC
  429. μπάι μπάι ντάρλινγκ
  430. αμφίβιος
  431. παντός καιρού
  432. Freddie Mercury
  433. οδοντόπουστα
  434. αρκούρδος
  435. αρκουδίτσα
  436. αρκουδοπεταλούδα
  437. φουσκωτόπουστας
  438. φλωρεντία
  439. πάστα φλώρα
  440. στηπού
  441. ξεφτιλομπατιρόπουστας
  442. πουστοσέξουαλ
  443. λόμπας
  444. λο
  445. λομπίσκος
  446. μπισκότο
  447. πετσοπάς
  448. τσολιάς στα υποβρύχια
  449. πισωκολλητός
  450. τρωκτικάντζας
  451. μυοπνίχτης /-χτρα
  452. μπισκοτοτεκνό
  453. παιδοτρίβης
  454. κιοτσέκι
  455. γκρέτα
  456. λουγκρέτα
  457. λουγκρέσκω
  458. λουκρητία
  459. καλιαρντός
  460. μελανζέ
  461. φιλέλληνας
  462. γκέισα
  463. ταραντέλα
  464. Ιβ Σεν Φλωράν
  465. μπάιρον
  466. downtown
  467. ντιστεγκές
  468. γκέτσης
  469. πουστόμαγκας
  470. πουστριλέ
  471. πουστρελέ
  472. πουστλέ
  473. λαχταροψώλης
  474. αλητόπουστας
  475. ανέμη
  476. ανεμόμυλος
  477. πισωβρόντης
  478. γλειψαρχίδας
  479. σερβιτόρος
  480. πρωκτοπενταετηρίς
  481. αβροείμας
  482. αβροκόμας
  483. αβρόπους
  484. αΐτας / αΐτης
  485. ανδροβάτης
  486. ανδροθήλυς
  487. ανδροκοίτης
  488. ανδροκόμος
  489. ανδρολάγνος
  490. ανδρομανής
  491. ανδροπόρνος
  492. αρρητοποιός
  493. αρρητουργός
  494. αρρενομίκτης
  495. αρρενοφθόρος
  496. βάτταλος
  497. γλούτης
  498. γονοπότης
  499. γυναικανήρ
  500. γυναικίας
  501. γυναικόμιμος
  502. γυναικόφωνος
  503. γυναικοφυής
  504. γύνανδρος
  505. γύννις
  506. εθελόπορνος
  507. ημίγυνος
  508. ημιθήλυς
  509. θηλάρσην
  510. θηλυδρίας
  511. θηλυμίτρης
  512. θηλύστολος
  513. θρυπτικός
  514. κατάπρωκτος
  515. καταπυγόσυνος
  516. κέλωρ
  517. κίναδος
  518. κινησίας
  519. κοπραγωγός
  520. χαλκιδεύς
  521. λακαταπυγών
  522. λάστρις
  523. λάσταυρος
  524. μαλακίας
  525. μαλακίων
  526. οπισθοβάτης
  527. οπισθοβατικός
  528. παθικός
  529. παιδίσκος
  530. παιδοκόραξ
  531. παιδομανής
  532. παιδοπίπης
  533. παιδοφιλής
  534. παιδοφθόρος
  535. παρατετλιμένος
  536. πρωκτόσοφος
  537. πυγαίος
  538. πυγαλγής
  539. τσαγερό
  540. πυγοστόλος
  541. σαυκρόπους
  542. σαύλος
  543. σίφνιος / σιφνιαστής
  544. σφίγκτης
  545. φίληβος
  546. φιλομείραξ
  547. φοινικιστής
  548. σουρλουλού
  549. γυναίκα σκέτη
  550. τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα
  551. πουρολουμπίνα
  552. κορακοβλαστήμω
  553. ξεκωλιάρα πριγκήπισσα
  554. κλασόπουστας
  555. αδελφή ψυχή
  556. βιρτζινόλουμπα
  557. ταραφόλουμπα / γκραν ταραφόλουμπα
  558. λουμπινίστρα
  559. καραλούμπω
  560. ετρούσκα
  561. κροτάλω
  562. τζαζκαραμπαζού
  563. μούσμουλο
  564. φραγκολουμπίνα
  565. πούιστς
  566. ματζιρόπουστας
  567. αμφιλοχίας
  568. αμφιλόχιος
  569. αμφίλοχος
  570. παούστης
  571. χωνί
  572. τσιγκολελέτα
  573. γουρούνα
  574. σαλιγκαρόπουστας
  575. οπισθοχαρής
  576. λούσυ
  577. τρίπουστας
  578. ωμοσέξουαλ
  579. δαντέλα
  580. θυμιατό
  581. κωλοκουνίστρα
  582. τζίρτζιφλος
  583. λιβανιστήρι
  584. βουλγάρικο θυμιατήρι
  585. δίευρος

Περιττεύει.

(από knasos, 04/06/09)(από Jonas, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχαιότατη λέξη «οργασμός» πιθανότατα προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *werg-/worg-, που δηλώνει το «φούσκωμα από δύναμη». Από εκεί πιθανόν και η «οργή» και παραδόξως (;) και η «virgo-virginis», η παρθένα. Οπότε από τα αρχαία χρόνια, παράλληλα με την πολύ συγκεκριμένη σεξουαλική έννοια, ο «οργασμός» σημαίνει και την οποιαδήποτε ένταση, κορύφωση, συσπείρωση των δυνάμεων, μένος. Έτσι, στην μη σλανγκ, μιλάμε για «οργασμό δραστηριότητας», «οικοδομικό οργασμό» κ.ά.ό., όταν παρατηρείται ένταση και κορύφωση μιας σύντονης προσπάθειας.

Ο όρος επανήλθε στην σλανγκ, όθεν και εξεπορεύθη, ως αντισλάνγκειο (κατά το «αντιδάνειο»), για να δηλώσει έναν οργασμό δραστηριότητας, όπου:
1. Η δραστηριότητα είναι η μαλακία, και ο δραστηριοποιούμενος φτάνει σε αλλεπάλληλες αυτοναρκισσευόμενες αυτοερωτικές ολοκληρώσεις.
2. Μία ή ένας ερωμένη /-ος ανέρχεται με το σπαθί της/του στην κορυφή της καριέρας της/του, επιδιδόμενος σε οργασμό δραστηριότητας.

  1. Σε οργασμό δραστηριότητας έχει επιδοθεί τον τελευταίο καιρό ο Άδωνις Γεωργιάδης: προκειμένου να προβληθεί ως σέξι λαοσπρόσβλητος ηγέτης, έχει βγει παγανιά στα κανάλια με την ευειδή σύζυγό του που τον αποκαλεί «μπουλούκο» σε σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική εκτέλεση.

  2. Σε οργασμό δραστηριότητας έχει επιδοθεί η Τζούλια Αλεξανδράτου που αναζητά εναλλακτικούς τρόπους να διοχετεύσει το πληθωρικό ταλέντο της. Μετά το μόντελινγκ, σειρά έχει το τραγούδι και η ηθοποιία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην εκκλησιαστική-θεολογική γραμματεία είναι η «δεξιά χειρ» του Θεού (ανθρωπομορφικώς), η οποία βοηθά, σώζει, υπερασπίζεται τους βασιλείς τε και ευσεβείς.

Σλανγκικώς, είναι η ανίερη συμμαχία (ακρο)δεξιάς και Εκκλησίας. Έγινε της μοδός μετά τις δηλώσεις του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, αμέσως ύστερα από την πρώτη εκλογή Καραμανλή ότι του εύχεται να τον «στηρίζει η δεξιά του Κυρίου», και ότι «η δεξιά του Κυρίου» καθορίζει και πάλι τις εξελίξεις στην Ελλάδα, ή κάτι παρόμοιο (από μνήμης παραθέτω).

Με την ανάδειξη του Στυλιανίδη στο Υπουργείο Παιδείας, η Δεξιά του Υψίστου παρενέβη και έκοψε το νέο βιβλίο Ιστορίας για την Στ' Δημοτικού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified