Το lap-top εντάσσεται στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, κατά το τόπι και κατά τα σούτι, φωτοσούτι.

Λέγεται και «λαπτόπι».

- Μην βάζετε πάντως το λαπτόπι στο λαπ σας, γιατί δεν θα μπορείτε μετά να τεκνοποιήσετε.

"Λάπτοπ, όπως το λέμε στα ελληνικά". Απίστευτος Ευαγγελάτος. (από Hank, 23/06/09)(από Khan, 01/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή παραδοξολογία που η σκοπιμότητά της παραμένει αβέβαιη.

Μερικές υποθέσεις:
1. Ίσως λέγεται από ανθρώπους πολύ απαιτητικούς που δεν καταδέχονται να σαβουρογαμήσουν και θεωρούν τίποτα λιγότερο απ' το Λίλιαν ως άξιο για την πούτσα τους. Οπότε ξέρουν ότι η επόμενη φορά που θα γαμήσουν θα είναι του Αγίου Πούτσου ανήμερα και μέχρι τότε η Λίλιαν θα αποτελεί ονείρωξη όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά και μάλιστα σε όνειρο που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό το πνεύμα εκφράζει κι ο Σταμάτης Κραουνάκης στο μνημειώδες αριστούργημά του (βλέπε παράδειγμα): Πρέπει να διαφυλαχτεί το γαμήσι, για κάτι που θα σε συγκλονίσει (τι ρίμες πετυχαίνω σήμερα ο πούστης!) και μέχρι τότε είναι προτιμότερος ο κόσμος της ντροπής. Με λίγα λόγια πρόκειται για τον τύπο: Κάλλιο Λίλιαν και καρτέρει, παρά Καυλάουρα και στο χέρι...

  1. Η φράση είναι η παρηγοριά ή παραμυθία/παραμύθιασμα του μαλάκα, όπως η φράση παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι είναι η παρηγοριά αυτού που έχει μόλις φάει χυλόπιτα.

  2. Για χάρη, πάντως, της αντικειμενικότητας και μόνο, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μια μαλακία να είναι εξαιρετικά εμπνευσμένη, με καλό σενάριο, πρωταγωνίστριες για Όσκαρ Α' και Β' γυναικείου ρόλου (λ.χ. να φαντασιώνεσαι ένα ντούο Σαρλίζ Θερόν - Μόνικα Μπελούτσι), κατάλληλη μουσική υπόκρουση, εντυπωσιακά σπέσιαλ εφέκτς και τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Ενώ αντιστρόφως ένα γαμήσι να είναι τελείως ξενερουά...

Γενικά:
Τα πλεονεκτήματα του γαμησιού έναντι της μαλακίας είναι προφανή κι αστασίαστα. Σχεδόν κοινότοπα...

Οπότε θα επικεντρώσω στα πλεονεκτήματα της μαλακίας, για να προβώ σ' ένα «Μαλακίας εγκώμιον».

  1. Η μαλακία είναι σεξ με κάποιον που αγαπάς, όπως είπε ο πολύς Woody Allen, (δηλονότι τον εαυτό σου), κάτι που για το γαμήσι δεν είναι αυτονόητο.

  2. Η μαλακία είναι με διαφορά η καλύτερη αντισυλληπτική μέθοδος. (Κάτσε να σου τύχει καμιά ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και θα πεις: «Στερνή μου μαλακία να σε τράβαγα πρώτα!»).

  3. Η μαλακία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να αποφύγεις AIDS και αφροδίσια νοσήματα. Εδώ οι γνώμες διίστανται. Ο Γιάννης Ζουγανέλης έγειρε ως αντι-AIDS σύνθημα το τραγούδι «Για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου, μπες στο μπάνιο και κλειδώσου κ.τ.λ.». Όμως ο Λάκης Λαζόπουλος εύλογα αντέτεινε πως «δεν μπορείς να κάνεις τον μαλάκα σημαία μιας καμπάνιας»!

Τελικά, πρέπει να το παραδεχτώ: Το εγκώμιον της μαλακίας είναι ένα αυτοηττώμενο εγχείρημα! Πράξτε κατά συνείδησιν!

Το κλασικό παράδειγμα είναι απ' το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη, διασκευασμένο απ' τα Ημισκούμπρια.

«Και θυμάμαι τη νονά μου την φοράδα,
που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα,
είπε «το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας,
θα γίνει ντιγκιντάγκας,
θα γίνει ένας ντιντής»!

Όμως εγώ το είχα αποφασίσει,
σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι
κι ως να 'ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει,
θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής».

Το γνωστό τραγούδι με την φράση, εδώ σε διασκευή των Ημισκουμπρίων (από Hank, 08/01/09)(από xalikoutis, 16/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ελλάδα διέθετε γλωσσικό ζήτημα για πάνω από δύο χιλιετίες, το οποίο υποτίθεται ότι έχει πρόσφατα λήξει. Τουλάχιστον αυτά λένε κάτι Μπαμπινιώτηδες και τους κάνανε ακαδημαϊκούς, που λέει κι ο acg.

Η πραγματικότητα είναι ότι η ανάπτυξη της σλανγκ είναι τόσο καλπάζουσα, ώστε βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ελληνικής διγλωσσίας, αφού για κάθε μία λέξη του Λεξικού Μπαμπινιώτη λ.χ. θα υπάρχουν άλλες τρεις ή τέσσερις του slang.gr. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνική δυναμική είναι αδύνατο να περιθωριοποιηθεί άλλο, και πιθανολογείται ότι θα ξεσπάσει αργά ή γρήγορα μια Σλανγκική Επανάσταση με Μούσα την Lilianne, (πώς ήταν η Marianne στην Γαλλική Επανάσταση;) και αίτημα την καθιέρωση της σλανγκ ως αναγνωρισμένης γλώσσας. Σταδιακά θα αναγνωριστούν και επίσημοι μεταφραστές της σλανγκικής, οι Σλάνγκοι Δράκοι, οι οποίοι θα μπορούν να εργαστούν στην Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου τα επίσημα έγγραφα θα μεταφράζονται όχι μόνο αγγλιστί, γαλλιστί κτλ, αλλά και σλανγκιστί. Βλ. παράδειγμα.

(Από ένα αγγλικό έγγραφο που θα δοθεί στο μελλοντικό Υπουργείο Εξωτερικών για μετάφραση ελληνιστί και σλανγκιστί):

Αγγλιστί:
It’s been a quiet evening. Just that one client. His marriage was breaking up, he hadn’t had a woman for a month and his steel hard shaft was aching with hunger, he craved a woman’s body and was prepared to pay. He said it was his first time with a prostitute. He wanted straight sex. Patricia on her back on the bed with her legs strained wide for him, him on top of her, grunting, sweating, clutching her naked body, pumping like an animal. But this one was different: he knew what a woman wants. His fingers had taken Patricia to the brink of her climax then his penis had taken its time working her clitoris till her orgasm had risen exquisitely slowly and exploded with Patricia crying out, gripping his bum and beating his back with her legs in unfeigned ecstasy. So different to those men who just want their dicks to jerk inside her, or just want to do those dirty things they’d never ask their wives. Patricia smiles as she remembers–if only they all were like that.

Ελληνιστί (με επιδράσεις Εμπειρίκου):
Ήταν ένα γαλήνιο απομεσήμερο. Μόνο αυτός ο ένας πελάτης. Η συζυγία του παρέπαιε, δεν είχε συνευρεθεί με κορασίδα για μήνες, και ο σκληρός σαν μόλυβδος φαλλός του οδυνάτο απ' την λιμοκτονία. Ένιωθε ίμερο για το κορμί μιας κορασίδος και ήταν πρόθυμος να καταβάλει το αντίτιμο. Ομολόγησε ότι ήταν η παρθενική του φορά με μια εταίρα. Ήθελε ευθύ σεξ. Η Πατρικία με την οσφύ της στην κλίνη της παστάδος και τους μηρούς της διάπλατα ανοικτούς γι' αυτόν, αυτόν άνωθέν της, κάθιδρο, με μυκηθμούς, να πλαγιοκοπεί το γυμνό της σώμα, να κάνει αντλήσεις σαν ζώο. Αλλά αυτός ήταν όλως διαφορετικός. Επίστατο τι ιμείρετο μια κορασίς. Ο δάκτυλός του είχε απογειώσει την Πατρικία στην κορύφωση της κλίμακος της ηδονής της, και μόνο τότε ο ιθύφαλλός του σχόλασε στο να περιεργάζεται την κλειτορίδα της, ώσπου ο οργασμός της αναδύθηκε αργά κι εντέλει εξερράγη, με την Πατρικία να ολολύζει, να αδράχνει τους γλουτούς του και να χτυπά την οσφύ του με τα πόδια της σε μια απροσποίητη έκσταση. Πόσο διαφορετικός ήταν από τους άλλους άντρες, που απλώς επιθυμούσαν τα πέη τους να αποφορτίσουν εντός της, ή να πραγματώσουν όλες εκείνες τις αποτρόπαιες πρακτικές, που θα αισχύνονταν να αιτήσουν στις συμβίες τους. Η Πατρικία μειδιά καθώς αναπολεί, «αχ μόνο να ήταν όλοι σαν εκείνον».

Σλανγκιστί:

Ήταν ένα ηλιοβασίλιωμα πολύ χαλαρουίτο. Μόνο αυτούνος ο μαλάκας! Το στεφάνι του πάαινε στου διαόλου τη λελέ, και γύρευε να φορέσει στη γυναίκα του περικοκλάδες. Τι να κάνουμε; Κι οι παντρεμένοι έχουν καυλί! Ο άθρωπας δεν είχε κουτουπώσει μουνί εδώ και τρία κώλου εννιάμερα και την είχε κάνει σφεντόνα ο πεοκρούστης! Ο μπαργαλάτσος του είχε γίνει σιδηροπυρού απ' την πείνα-κωλάρα. Καύλωνε για μουνίτσα κι ήταν σταρχιδιστής φιλόσοφος για το μπικικίνι. Έπεσε το γράμμα ότι ήταν νεοκλής με πούτανο. Του την έκανε κούκου για γαμήσι χύμα στο κύμα. Η Καυλάουρα κρεβατάμπλ με τη μέση και τις μπουτάρες της στη γύρα του κω του, αυτούνου να κάθεται πάνω στο παγωτό, να ιδρώνει που δεν ξέρει το πριόνι, να τον χτυπάει τον στρόφαλο, να τρομπάρει σαν ζώγγολο. Αλλά αυτούνος δεν ήταν μαλάκας! Ήταν καλός μαλάκας ο πούστης! Άβυσσος το μουνί της γυναίκας κι αυτός μουνοθόδωρος! Με δάχτυλο ελέφαντα έκανε την Καυλάουρα να έρθει σε ανεξίθρησκο τελείωμα ενώ ο αλογίσιος παργαλάτσος του δούλευε σα μουνόσκυλο αργοτερότερα το γλωσσίδι της. Ώσπου το Ολυμπιακό ιδεώδες έφτασε τα ζώα μου αργά κι έκανε στρακαστρούκα με την Καυλάουρα να κλαίει τον πούτσο ρέγγα! Να του νυχιάζει τα κωλοβάρδουλα και να του κοπανάει την πλάτη με τις ποδάρες της σ' ένα μπαρμπα-τρούθμαν δώσε και μένα μπάρμπα! Πόσο πιο ξηγημένος ήταν από όλους εκείνους τους πουτσοκαλλιγέρηδες πουτσολεβιέδες που θέλανε να την πουτσοβαρέσουνε μονάχα και να την κεράσουνε πουτσοτσίνο! Ή που θέλανε απλώς να βγάλουνε όσα γούστα δεν τους ξηγιόταν η Ανωτάτη Παντρευτική τους! Η Καυλάουρα το τσινάει η πουτανίτσα η σκεφτομούνα: «Αχ, αν μπορούσαν να είναι όλες οι πουτσαρίες κοτλέ σαν αυτούνονα!».

σκονισμένο αντίτυπον (από xalikoutis, 21/01/09)La Liliannaise! (από Vrastaman, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμάνε ημών ο εν τοις Ουκρανοίς,
σλανγκισθήτω το όνομά σου,
ελθέτω η Ρουμανία σου,
γεννηθήτω το θέλημά σου,
ως εν τοις μοδίστροις, και επί των Σλάνγκων.
Το λήμμα ημών το επιούσιον
δος ημίν σήμερον,
και άφες ημίν τας μπαγαποντοδοσίας ημών,
ως και ημείς αφίεμεν τους κατωποντοδότας ημών,
και μη εισενέγκης ημάς εις μπανισμόν
αλλά ρύσαι ημάς από του σπαστηρού,
αατα

Ασίστ: Γκάτσμαν

Κανονικά πρέπει να λέμε την σλανγκική προσευχή κάθε πρωί, πριν αρχίσουμε την σλανγκομέρα μας. Ετς! Όπως στο σχολείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εξαιρετικά υπαρξιακή έκφραση, δηλώνει το σεξ με ακραία ένταση, πάθος, μεράκι, δυναμική και κυρίως εναργή παρουσία ψυχών και σωμάτων, ένα σεξ που κάνεις σαν να πρόκειται για την τελευταία μέρα της ζωής σου. Είναι το σεξ, το οποίο θα ήθελες να χαράξει το πέρασμά σου από τον εφήμερο τούτο βίο, το σεξ που καταξιώνει την ζωή σου και το νόημα/ στοχοθεσία/ σχεδιασμό της.

Με λίγα λόγια, η έκφραση χρησιμοποιείται για κάθε ακραίο γαμήσι, που μας εντυπωσιάζει για την εμμονή και επιμονή του. Και βέβαια, συνηθίζεται για περιπτώσεις, που εκ των πραγμάτωνε (που λέει κι ο Χεσούς) μπορεί να μην υπάρχει αύριο για το ζευγάρι. Βλ. τα παραδείγματα από την Παγκόσμια Ιστορία και Λογοτεχνία.

  1. Στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», ο Ernest Hemingway περιγράφει έναν επαναστάτη στον Ισπανικό Εμφύλιο, ο οποίος έχει έναν παράφορο έρωτα. Την τελευταία μέρα της ζωής του, κι ενώ την επομένη πρόκειται να πέσει ηρωϊκά σε μια αποστολή αυτοκτονίας, πάει για να γαμηθεί σαν να μην υπάρχει αύριο με την ερωμένη του, αλλά αυτή του λέει ότι έχει περίοδο! Καθώς ο ήρωάς μας δεν διάβαζε slang.gr δεν είχε έτοιμη την πρέπουσα απάντηση, κι έτσι περνάει την τελευταία μέρα της ζωής του με το να την πιάνει χεράκι χεράκι και να κοιτάζει το περιοδόβρακό της. Τελικά γαμήθηκε σαν να μην υπάρχει αύριο, αλλά με την Μανουέλα.

  2. Στο «Σταυροφορία χωρίς Σταυρό», ο Arthur Koestler περιγράφει τις σκοτεινές διαδρομές τρένων για βοοειδή, τα οποία είχαν επιστρατεύσει οι ναζιάρηδες για να μεταφέρουν Εβραίους και Αθιγγάνους. Οι Εβραίοι πήγαιναν για εξολόθρευση, οι Αθίγγανοι για στείρωση/ευνουχισμό, ώστε αμφότεροι να μην συνεχίσουν την αναπαραγωγή τους εις βάρος της Παπαρίας φυλής. Ο αφηγητής (επιζών Εβραίος) διηγείται ότι όταν οι γύφτοι (όλοι άρρενες) έμαθαν την μοίρα που τους περίμενε, έκαναν όλοι έναν μεγάλο κύκλο κι άρχισαν ένα πάρτυ με ούζα, γαμιούμενοι σαν να μην υπάρχει αύριο.

  3. Αχ, συμφορά που με βρήκε! Πήρε ένα βαζάκι Βιάγκρα ο μακαρίτης ο άντρας μου και γαμιόμασταν σαν να μην υπήρχε αύριο! Αυτό τον πήρε στον τάφο! Και τού 'χα πει: «Δεν είναι κουφέτα, Γεράσιμε, τα Βιάγκρα!». Δεν με άκουγε! Αχ τι έπαθα, αχ!

  4. Αυτί της γης: Stop the press! Stop the press! Έχω συγκλονιστικές εξελίξεις για το σαπούνι που ταλανίζει όλη την σλανγκική κοινότητα!
    Φίλος του αυτιού της γης: Τι; Πες! Πες!
    Α.: Ο Πέρι έκανε πρόταση γάμου στο Λίλιαν!
    Φ.: Μα καλά αυτός δεν ήταν παντρεμένος με τον Βάγγελα;
    Α.: Ναι, αλλά με γάμο αλά τηλιακά! Ο οποίος για τα δεδομένα της ελληνικής νομοθεσίας είναι ως μη γενόμενος!
    Φ.: Αλλά νόμιζα πως αυτός κυνηγούσε τον Βάγγελα να παντρευτούν και του έλεγε: «Ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα!».
    Α.: Αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν! Τώρα ο Πέρι έχει προσλάβει δικηγόρο τον Κούγια, για να αποδείξει ότι ο γάμος δεν είναι έγκυρος, κι έτσι να μπορεί να παντρευτεί το Λίλιαν, χωρίς να περιμένει για διαζύγιο, ενώ ο Βάγγελας έχει πάρει σύμβουλο τον Βαλλιανάτο, και διεκδικεί ότι ο Πέρι είναι δεμένος μαζί του με όρκους αιώνιας πίστης, που μπορεί να τους καταλύσει μόνο ο θάνατος! Μα καλά δεν έχεις ακούσει Κούγια και Βαλλιανάτο πώς σκούζουν ολημερίς στα παραθύρια για το αν είναι ή όχι έγκυρος ο γάμος του Βάγγελα και του Πέρι;
    Φ.: Μα ο Πέρι ήταν ερωτευμένος μαζί του! Στον Βάγγελα είχε χαρίσει ό,τι πολυτιμότερο είχε, την παρθενιά του, ο Βάγγελας ήταν ο διακορευτής του, τι απέγινε τώρα;
    Α.: Παρενέβη η θεία-περμαθούλα, που μέχρι τώρα πατούσε πόδι να μην τυλίξει το Λίλιαν τον Πέρι, τώρα όμως έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, ότι μάλλον πρέπει να τυλιχτεί το Λίλιαν από τον κανακάρη τους, για να γλιτώσουν τα χειρότερα! Τους είχαν ανησυχήσει και τα συνεχή ταξίδια στην Τήλο. Επενέβη κι ο πατέρας, και απείλησε τον Πέρι με μπερντάχι, είναι κι ο Πέρι ευαίσθητος απέναντι στον οικογένειά του, τον φοβάται τον πατέρα του, που τον απείλησε και πως θα τον αποκληρώσει, (και ξέρεις πόσα λεφτά έχουνε!), τελικά αποφάσισε να δώσει στο Λίλιαν μια ευκαιρία να τον βάλει στον ίσιο δρόμο.
    Φ.: Και καλά, το Λίλιαν τι του βρίσκει αυτού του ντιγκιντάγκα, που το παίρνει το φέρι για την Τήλο! Αφού αυτή μπορεί να έχει όποιον θέλει! Είναι η ονείρωξη 2500 Σλάνγκων Δράκων, που σφάζονται για πάρτη της!
    Α.: Έλα μωρέ! Μην είσαι αφελής! Οι Σλάνγκοι κι οι Σλάνγκοι... Είδες ποτέ εσύ κανέναν Σλάνγκο Δράκο να γαμάει; Όχι πες μου, είδες; Όλοι τους ολημερίς πάνω από ένα ΠιΣι είναι κι ανεβάζουν λήμματα! Οι Λυσισλάνγκες έχουν να το λένε ότι απ' όταν ιδρύθηκε το slang.gr δεν έχουν δει χαρά στα σκέλια τους! Άλλωστε, ο Πέρι, ντιντιλίνας, ναι, ήταν, αλλά ήταν και το πρώτο μουνόσκυλο στην πιάτσα! Το Λίλιαν έχει να το λέει ότι μόνο αυτός έχει βρει το κουμπί της, που λέει κι ο Χαλικούτης ο Αρχιμήδης. Γι' αυτό του έχει αδυναμία. Άλλωστε, ξέρεις, τον εξαντλεί τον Μένιο η Λάουρα και στο Λίλιαν φτάνουν οι τζούφιες. «Σ' αυτό το τρίο έπιασε κρύο» τους είπε το Λίλιαν στο τελευταίο μεναζικό καυγαδάκι τους. Όχι, αν ήσουνα στην θέση της, τι θα προτιμούσες; Έναν Μένιο να σού 'ρχεται εξαντλημένος απ' την Λάουρα; Ή έναν Πέρι να σου κάνει και τα πάντα όλα απ' το 2.1 ως το 2.8!
    Φ.: Τελικά, όλα τα ξέρεις ρε πστ! Ένα μόνο δεν μας είπες! Την φράση του λήμματος! Κι έχει αρχίσει να βαριέται ο κόσμος, θά 'χουμε και κάναν σλανγκαρχίδη να φωνάζει!
    Α.: Κράτησα το καλύτερο για το τέλος! Την τελευταία νύχτα στην Τήλο, ο Πέρι, (χωρίς να έχει αποκαλύψει τίποτα στον Βάγγελα για τις προθέσεις του), του έκανε ένα καταπληκτικό ρομαντικό δείπνο με κηροπήγια και θέα στο τηλιακό ηλιοβασίλεμα, με τζαζ μουσική κι έτσι, και μετά, ναι, καταλαβαίνεις, ΓΑΜΗΘΗΚΑΝΕ ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΡΙΟ (ορίστε τό 'πα!). Αυτό ήταν και το gay-chelor party του Πέρι πριν από τον γάμο του με το Λίλιαν. Τα χαράματα, μόλις πήρε επιτέλους ο ύπνος τον Βάγγελα, ύστερα από τόσους γύρους, μάζεψε τα μπογαλάκια του ο Πέρι και «σαν έτοιμος από καιρό, σαν στρεϊταλέος, την αποχαιρέτησε την Τήλο που χάνει»! Πήρε το πρώτο φέρι της γραμμής... Για Αθήνα... Και για τους κόλπους του Λίλιαν...
    Φ.: Δηλαδή θα φάμε κουφέτα στο slang.gr; Θα δούμε γάμο του Λίλιαν και του Πέρι με παπά και με κουμπάρο.
    Α.: Το τελευταίο σίγουρα όχι, γιατί το Λίλιαν έχει αποκλείσει την ύπαρξη κουμπάρου! Φοβάται μην γίνει το «ο κουμπάρος κι ο κουμπάρος τρεις φορές την εβδομάδα». Ακόμη και για τον παπά παίζεται... Άλλωστε, μην προτρέχεις! Δεν έχει πει ακόμη το Λίλιαν το οριστικά «ναι». Τώρα όλα τα βλέμματα είναι καρφωμένα πάνω της! Εκεί σ' αυτήν!. Το σαπούνι συνεχίζεται!

Join us again with «the Slang and the Restless»!

Δες και δίχως αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παγίδευση υποψήφιου γαμπρού που θεωρείται «κελεπούρι», καθώς συμβουλεύουν οι μαμάδες παλαιάς κοπής τις κόρες τους- θήλεα παλαιάς κοπής. (Ίσως το κάνουν και τα νέας κοπής, αλλά με πιο προηγμένο στυλ και μεθόδους). Γίνεται με απρόβλεπτη εγκυμοσύνη, ή με κάποιον άλλο συναισθηματικό εκβιασμό. Από εκεί βγήκε και ο urban legend για τον σχιζοφρενή περιπτερά με το βελόνι. Επίσης, αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιούν οι μαμάδες παλαιάς κοπής του γαμπρού, για να εξηγήσουν πως ο κανακάρης τους παντρεύτηκε/ τά 'φτιαξε με γυναίκα που δεν τυγχάνει της έγκρισής τους (100% περιπτώσεων): «Τον τύλιξε!».

Τον τύλιξε αυτή, ναι, αυτή μου τον τύλιξε και μου τον πήρε τον Γιωργάκη! Είχε αυτός μυαλά για τέτοια; Αυτή τον παρέσυρε!

Την τύλιξε! (Στην ταινία). (από Hank, 14/02/09)Τον τύλιξε και πρόκοψε. Κι όταν κατάλαβε τη μαλακία ΘΑΝΑΤΟΣΣΣ (από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή το θέμα μ' απασχολεί, ρώτησα έναν γιατρό κι έναν ψυχολόγο να μου δώσει ο καθένας από έναν ορισμό της «Ελλεεινίδας».

Ο γιατρός μου είπε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης.

Ο ψυχολόγος συμπλήρωσε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης, που κάνει υπεραναπλήρωση αυτού του γεγονότος με το να δείχνει μια δόση παραπάνω θηλυκή από όσο θα έπρεπε.

Με λίγα λόγια, κάθε άντρας θέλει έναν ορισμένο βαθμό θηλυκότητας απ' την γυναίκα του. Έστω ο βαθμός αυτός «θ». Η Ελλεεινίδα θα είναι πάντα θ + ν . Λίγο παραπάνω. Ως ένα πρόχειρο παράδειγμα θα αναφέρω την ονομασία όλων των αντικειμένων με τα υποκοριστικά τους.

Εννοείται ότι εξαιρούνται οι παρούσες, ήτοι οι γυναικείες παρουσίες- κόσμημα για το site μας. Κι επιπλέον, νομίζω ότι πρέπει να οριστεί και ο Έλλεεινας, (προσοχή: όχι απλώς ο Ελληνάρας), που ως πατέρας, γκόμενος και γιος έχει κάνει τις Ελληνίδες Ελλεεινίδες!

Αν έχετε δει το «Ψυχραιμία. Όλα παίζουν» του Περάκη, η Θεωνά είναι η κλασική Ελλεεινίδα. Η Αλεξανδράτου η υπερβολική Ελλεεινίδα. H Καβαλιεράτου είναι η αντιδραστική Ελλεεινίδα κι η Γιακουμή, κατά την υποκειμενική μου άποψη, ο καλύτερος δυνατός τύπος Ελλεεινίδας (με την ευρύτατη δυνατή χρήση του όρου). Επαναλαμβάνω ότι η κλασική Ελλεεινίδα είναι η Θεωνά.

(Αναφέρω επίτηδες παραδείγματα σέξι γυναικών, που τιμάνε τον όρο «Ελλεεινίδα», δηλαδή οι παραπάνω είναι οι ιδεατές Ελλεεινίδες. Στην πραγματική ζωή, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη).

Τζένη Θεωνά (από Hank, 30/12/08)(από jesus, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραπομούνα, η νέα -μούνα, που, αν δεν την είχε ανακαλύψει ο Vrastaman, θα έπρεπε να την εφεύρουμε, συνδυάζει δύο από τις μεγαλύτερες εποποιίες του σάιτ μας: Την saga του φραπέ και την saga της -μούνας. Πρόκειται για μια ιδεώδη σλανγκική σύνθεση, μια σλανγκική Dream Team, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με μια *λολομούνα, ένα *λολοφραπέ, ή ένα frappé dentatum, τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε την καθιστούν μοναδική.

Νιώθω μικρός για να περιγράψω τοιαύτη σλανγκική οντότητα. Οπότε περιμένοντας να συμπληρωθώ ή και να διαψευστώ από έτερο Σλάνγκο επιθυμώ ως νύξη μονάχα να εισαγάγω μια ρεβιζιονιστική υπόθεση εργασίας.

Αν ως φραπεδιάρα εννοούμε την επαγγελματία του φραπέ και φραπαιδοιάρα (κατά Γκατσάνδρα) την μουνάρα τοιαύτη, τότε η φραπομούνα είναι ο generic term, που περιλαμβάνει και τις ερασιτέχνιδες και ίσως κυρίως αυτές.

Κι έρχομαι στον ρεβιζιονισμό: Μια περίπτωση φραπομούνας παρουσιάζει ο Luis Bunuel (Ισπανός, άρα μεσογειακή διαστροφή) στην ταινία του «το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» (Le Journal d' une Femme de Chambre) με Μισέλ Πικολί και Ζαν Μορώ (ή Μωρό;). Εκεί η φραπομούνα είναι μια θεούσα, που δεν θέλει να κάνει σεξ με τον άντρα της σε περίοδο νηστείας, και ο εξομολόγος της την συμβουλεύει να κάνει φραπέ για το καλό και των δύο. Καθότι το φραπέ (εφόσον γίνεται αλτρουιστικά) σε αντίθεση με το γαμήσι δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα. Φραπεδιασθείς ήταν ο Μισέλ Πικολί, αναπληρωματική φραπεδιάρα το Ζαν Μωρό, κύρια φραπομούνα η Françoise Lugagne.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά εφόσον το φραπέ: α) Αφενός είναι κάτι εξαιρετικά αλτρουιστικό που δεν προσπορίζει ηδονή στην γυναίκα. β) Αφεδύο, είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει μια πιο τελειωμένη κοπέλα (με την καλή έννοια), όπως το στοματικό και το πρωκτικό.

Τελικά, το φραπέ χαρακτηρίζει μια κατά βάση συντηρητική γυναίκα, η οποία είναι ενσωματωμένη σε πατριαρχικές δομές, αλλά χωρίς να γίνεται σκλάβα του σεξ. Θέλει να παρέχει ηδονή στον κύρη του σπιτιού και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση. Αυτό φαίνεται και σε περιπτώσεις, όπου λόγω περιόδου, προχωρημένης εγκυμοσύνης, ίσως πένθους, ή κάποιου ψυχολογικού λόγου, ή λόγου υγείας, η φραπομούνα δεν μπορεί να κάνει κολπικό σεξ, αλλά δεν είναι και έτοιμη να πει στον παρτενέρ της μεγαλόψυχα κι αν έχω και περίοδο, έχω και άλλη δίοδο ή να γίνει τίγραινα για χάρη του έρωτά τους. Είναι όμως πρόθυμη να παράσχει απλόχερα το καφέ της Χαράς.

Οπότε την φραπομούνα την αντιλαμβάνομαι βασικά ως μια παραδοσιακή μορφή της καλής νοικοκυράς, που είναι δούλα και κυρά, μιας ευμενούς δέσποινας που ξέρει να τηρεί τις ισορροπίες για να στηρίξει το σπιτικό της.

Βεβαίως, ίσως αδικώ το φραπέ παρουσιάζοντας το ως γινόμενο μόνο εξ ανάγκης (περίοδος, εγκυμοσύνη, λόγοι υγείας). Μπορεί να γίνεται και στα πλαίσια μερακιών στα προκαταρκτικά ή και στα άφτερ, ή από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο και το νιοστό στα πλαίσια ορθοπεϊκής ασκήσεως. Ή όταν οι παρτενέρ ροντάρουν κι είναι σαν δυο παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση πάντως η φραπομούνα μου κάνει για χειρώναξ και μου θυμίζει αυτές τις δυνατές Ελληνίδες της παράδοσής μας, που ήξεραν να στηρίξουν το σπίτι τους, το νοικοκυριό, τον Ελληνισμό. (Άλλωστε, όταν οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τον καφέ, εμείς είχαμε αναγάγει σε τέχνη το ανασεισιφαλλίζειν).

Τα πράγματα αλλάζουν με τις επαγγελματίες φραπομούνες. Αφενός είναι οι φραπεδιάρες των ευαγών ιδρυμάτων. Που κι αυτές στο κάτω κάτω είναι συγκριτικά αξιοπρεπείς παρουσίες. Όπως και οι φραπομούνες διαφόρων στυλ peep show (όχι απαραίτητα πιπ σόου), ιδίως στο εξωτερικό, που κι αυτές μπορεί να είναι πτωχές πλην τίμιες βιοπαλαίστριες, όπως έδειξε πρόσφατη αγγλική ταινία. Αφεδύο, πρωταγωνίστριες τσόντας που ρίχνουν τον φραπέ είτε για λόγους ορθοπεϊκής, είτε στην τελική διασπερμάτευση, κατά το διαφημιστικό σλόγκαν μην τα πιείτε, λουστείτε.

Ενδιάμεση κατηγορία μπορεί να αποτελέσουν οι παιγνιώδεις φραπομούνες, που το εξασκούν σε λάθος ώρες, λ.χ. κατά την οδήγηση, αντί ξυπνητηριού, για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την δουλειά ή από την λημματογράφηση στο slang.gr κ.τ.λ. Σε φραπομούνες αποδίδονται πολλά από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα εν Ελλάδι.

Συνώνυμο: αυνανισμός à deux (κατά το ναρκισσισμός à deux).
Υπερθετικό: φραπομούνα με ρόζους.
Αντίστοιχο του vagina dentata: φραπομούνα με νύχια, vagina unguita.

- Τά 'μαθες; Θα κυκλοφορήσει το σίκουελ του Teeth! Λέγεται Nails κι έχει πρωταγωνίστρια μια φραπομούνα που ευνουχίζει τους εραστές της με τα νύχια της!
- Ετς! Γουστάρω! Θα φχαρστθούμε ταινία τρόμου! Μόνο μπλακ δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι το να λες κάτι με ιδιάζοντα σλανγκικό τρόπο. Κατά το «αρχαϊσμός», «χυδαϊσμός», «αγγλισμός», «ελληνισμός», «εβραϊσμός», «βαρβαρισμός», «γαλλισμός» κτλ. Λ.χ. το να λες το πέος «μπαργαλάτσο» είναι σλανγκισμός. Επίσης το να δίνεις ιδιάζουσα σλανγκική σημασία σε μία έκφραση. Λ.χ. το να λες την έκφραση παίρνω κεφάλι με την σημασία «αποκεφαλίζω» είναι κυριολεξία, με την σημασία «απολύω» είναι μεταφορά, και με την σημασία «δέχομαι στοματικό σεξ» είναι σλανγκισμός.

  2. Σλανγκισμός είναι επίσης η ιδεολογία της κοινότητας των σλανγκιστών. Πολλά μεγάλα πνεύματα από τις απαρχές της Ιστορίας ήταν σε τελική ανάλυση σλανγκιστές. Η ιστορία του σλανγκισμού χάνεται στα βάθη του χρόνου και θα ήθελα να επιχειρήσω μια ιστορική ανασκολόπηση αυτής της πλούσιας διαδρομής.

Μια πρώτη μαρτυρία έχουμε όταν ο ηρωικός Σλανγκίδας κάλεσε τους Νεοκλείς λημματοδότες στον κοινό σλανγκικό αγώνα, λέγοντάς τους με τα λίγα περσικά που ήξερε την περίφημη φράση: «Μολών σλανγκέ!». Όταν όμως η σλανγκική πατρίδα κινδύνευσε από την έφοδο αδίστακτων μπαγαποντοδοτών και τρολεατζήδων ο ίδιος Σλανγκίδας διάλεξε λιγοστούς Σλάνγκους Δράκους για υπεράσπιση ενάντια στην πληθώρα της λημματολάσπης που απειλούσε το σάιτ, και με τα λίγα αγγλικά αυτήν την φορά που ήξερε είπε το περίφημο «this is slang!», για να ξεχωρίσει την ήρα απ' το στάρι.

Έτερος μεγάλος σλανγκιστής εκείνων των ηρωικών χρόνων ήταν ο Σλανγκιμήδης, που έμεινε στην Ιστορία για την τιτάνια φράση (σε δωρική διάλεκτο) «δος μοι πα συνδεθώ, και ταν σλανγκ καταχωρίσω», όπως και για το γεγονός ότι υπήρξε ένας μεγάλος Αρχιμύδης, που ανέβασε τα πρώτα μεγαλειώδη μύδια.

Κάπου στην εποχή που ένας συνονόματος χρήστη του σάιτ μας κήρυξε την αγάπη, οι σλανγκιστές είχαν φτιάξει πια την κοινότητά τους, και το Δημόσιο Πρόχειρο υπήρξε ο θεσμός που εξέφρασε το νέο σλανγκικό αλτρουισμό και αυταπάρνηση. Αυτοί οι πρώτοι σλανγκιστές δεν κράταγαν τίποτα δικό τους, αλλά είχαν πετύχει μια τέλεια κοινοκτημοσύνη λημμάτων σύμφωνα με το κήρυγμα «Σλανγκάτε αλλήλους», που υπερέβη τον προηγούμενο νόμο του σπεκουλαδορισμού που βασιζόταν στην αρχή «σπέκι αντί σπεκιού, και αστερίας αντί αστερία».

Όμως δεν άργησαν να αναπτυχθούν αιρέσεις που παραχάρασσαν τη γνησιότητα του σλανγκικού κηρύγματος με επιρροές από παλιές παροιμίες (οι «παροιμιώδεις»), με εικονοκλαστικές λεξιπλασίες και με και καλούα ατάκες προσώπων της εξουσίας («καισαροσλανγκιστές»), που δεν συνήδαν με το απλό και βέβηλο του σλανγκικού μηνύματος. Ήταν μοιραίο η σλανγκική κοινότητα να προτάξει μια Ιερά Εξέταση γουεμπ-μαστόρων, οι οποίοι ζητούσαν από τους αιρετικούς να λιμάρουν τα λήμματά τους και να τα αποκηρύξουν υπογράφοντας την δήλωση «ceci n'est pas slangue». Ήρθε όμως και το κύμα αντίδρασης. Ο θρασύδειλος σλάνγκαρχος Slangaleo Slangalei υπέγραψε μεν την δήλωση για να συμφιλιωθεί με την σλανγκική κοινότητα, αλλά μετά χτύπησε το πόδι του στην γη κι αναφώνησε: «Κι όμως σλανγκείται!».

Αυτό ήταν η αφετηρία για τις σλανγκικές έριδες γύρω από τα όρια της σλανγκ. Αυτό οδήγησε σε αθυμία έως και υπαρξιακή απογοήτευση σλανγκιστές, όπως ο Slangspeare, ο γνωστός και ως Σλανγκεσπύρος, που έγραψε το «να σλανγκιζεί κανείς ή να μην σλανγκιζεί;». Μόνο για να πάρει την απάντηση από τον σλανγκιστή φιλόσοφο Rene Deslanges: «Slangito ergo sum», όπερ εστί μεθερμηνευόμενον: «Σλανγκίζω, άρα υπάρχω!».

Έπνευσε ένα νέο ρεύμα σλανγκικού φιλελευθερισμού «laissez faire-laissez slanguer». Ο φιλόσοφος Ζαν-Μαρί Μπυρουέ, τουπίκλην Slangaire, προώθησε το ιδανικό μιας φωτισμένης δεσποτείας γουεμπ-μαστόρων που θα έδιναν πρώτοι αυτοί το παράδειγμα του σλανγκικού πλουραλισμού και ανεκτικότητας. Σύνθημα του Slangaire ήταν: «Διαφωνώ ότι το λήμμα σου είναι σλανγκ, αλλά θα υπερασπιστώ και με την ζωή μου ακόμα το δικαίωμά σου να το καταχωρίσεις!». O Slangaire ήταν υπέρμαχος και των τεχνητών λεξιπλασιών που δεν υπήρχαν στην καθομιλουμένη με το σύνθημα: «Αν δεν υπήρχε ο σλανγκισμός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε!». Απελευθερώθηκε έτσι μια μεγάλη κοινωνική δυναμική που κατέληξε στην Σλανγκική Επανάσταση με Μούσα την Lilianne.

Αυτή η νέα αίσθηση ελευθερίας οδήγησε στην σλανγκ ως αυτοσκοπό, κι όχι πια ως μέσο περιγραφής της πραγματικότητας, ούτε σαν ανατρεπτικό εργαλείο, κατά το δόγμα «la slangue pour la slangue». Ήταν βέβαια ένα ρομαντικό ιδεώδες, αλλά η σκληρή πραγματικότητα ήταν ότι η εκβιομηχάνιση της σλανγκικής παραγωγής είχε δημιουργήσει νέες περιθωριακές κοινωνικές τάξεις, που αισθάνονταν ότι παραμερίζονταν και περιθωριοποιούνταν. Διαδόθηκαν έτσι νέες αναρχικές ιδεολογίες, όπως ο ασιγματισμόσ, ο ατονισμός και ο ανορθογραφισμός που ζητούσαν να εκφραστούν στο λημματικό γίγνεσθαι. Παράλληλα, ο φιλόσοφος Karl Slangx κατέδειξε τις εσωτερικές αντιφάσεις της mainstream γλώσσας και κάλεσε τις περιθωριακές σλανγκικές τάξεις σε μία ταξική σλανγκική συνείδησή τους ενάντια στην mainstream γλώσσα, που τις εξοβέλιζε. Τα συνθήματά του ήταν: «Σλανγκιστές όλου του σάιτ ενωθείτε!» και «οι Σλάνγκοι δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τα Αι Ντι τους!».

Μπήκαν όμως στο παιχνίδι και νέες γενιές σλανγκιστών, που ως κύρια μέριμνά τους είχαν να γράψουν μέσω των λημμάτων μια αυτοβιογραφία τους. Γι' αυτούς τους Σλάνγκους Δράκους, που επεχείρησαν να συνθέσουν μια νέα Φωσκολιάδα ή Λιλιανάδα η σλανγκ δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά ένα μέσο για να συγγράψουν την ιστορία της ζωής τους σε ογκώδη λήμματα. Ο ποιητής Κωνσταντίνος Σλανγκάφης, έγραψε γι' αυτούς τους «σαν έτοιμους από καιρό, σαν σλανγκαλέους» : «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Σλανγκάκη, να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος. [...]. Μπαγαποντοδότες και σπαστήρες, τον οργισμένο γουεμπ-μάστορα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στο Πι Σι σου. [...] Το slang.gr σου έδωσε το ωραίο ταξίδι. Σοφός όπως έγινες, με τέτοια γλώσσα, τέτοια πείρα, ήδη θα το κατάλαβες τα slang.gr τι σημαίνουν!». Ενώ ο φιλόσοφος Slang-Paul Sartre στο λήμμα «ο σλανγκισμός είναι ένας ανθρωπισμός» διατύπωσε την θέση ότι στο κάτω κάτω σκοπός της σλανγκ δεν είναι παρά να περιγράψει τον άνθρωπο.

Είχαμε μπει πλέον για τα καλά στην μετα-σλανγκική εποχή. Τα λήμματα των Σλάνγκων όλο και λιγότερο περιέγραφαν τον εξωτερικό κόσμο της αργκό του περιθωρίου, ναρκωτικά, πουτάνες, πούστηδες και περιθωριακές ομάδες, και όλο και περισσότερο ήταν αυτοαναφορικά και ομφαλοσκοπικά. Δηλαδή όλο και περισσότερο περιέγραφαν μετα-αφηγηματικά την πράξη του σλανγκίζειν παρά τον εξωτερικό κόσμο. Μάλιστα ο μετα-σλανγκιστής φιλόσοφος Ζακ Σλανγκιντά διακήρυξε τον θάνατο του Σλάνγκου Δράκου και την αποσλάνγκιση. Δηλαδή, δεν είναι πια η μεγαλοφυΐα του μοναχικού Σλάνγκου Δράκου του σκυμμένου πάνω απ' το Πι Σι του που κατασκευάζει το λήμμα, είναι η ίδια η σλανγκ ως σύστημα που το καθορίζει, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αενάως αποδρών το σλανγκικό σημαινόμενο. Ενώ ετέρα σλανγκολόγος, η Γιούλια Σλάνγκεβα διακήρυξε την δια-σλανγκικότητα, δηλαδή το γεγονός ότι τα λήμματα αλληλοκαθορίζονται το ένα από το άλλο ανεξάρτητα απ' τους Σλάνγκους Δράκους. Η αποσλάνγκιση επέδρασε και στην τέχνη, όπου ο ζωγράφος Rene Slangitte συνήθιζε να καταχωρίζει παροιμίες της Τουρκοκρατίας, ατάκες πολιτικών και κληρικών, και λήμματα του Λεξικού Μπαμπινιώτη και μετά να σχολιάζει από κάτω «ceci n'est pas slangue», σύμφωνα με την ιδιαίτερη υφή της μετα-σλανγκικής ειρωνείας του.

Όλο αυτό το κίνημα του μετα-σλανγκισμού ίσως να μην εκδήλωνε παρά μια δυσφορία σ' έναν κόσμο ανελέητου ανταγωνισμού των χρηστών και του στρες που προκαλούσε η αστρολαγνεία. Υπήρξαν όμως και φωνές που ήθελαν την επιστροφή στον πρωταρχικό διονυσιασμό και αριστοφανισμό της σλανγκ ως μιας συλλογικής απελευθερωτικής εμπειρίας και προέτρεπαν τους αστρολάγνους σπαστήρες να αφήσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό κατά το «make slang, not war!». Ενώ στην mainstream γλώσσα διεμήνυαν: «All we are saying, is give slang a chance!».

Και σήμερα πού βρίσκεται ο σλανγκισμός; Θα απαντούσα: Παντού! Σλανγκιστής είναι ο γείτονάς σας, ο γαλατάς που σας φέρνει το πρωί το γάλα. Όλοι μιλάνε για την σατανική Λέσχη των Σλάνγκενμπεργκ, τους Αρχιερείς που αποφασίζουν για το μέλλον της παγκοσμιοποιημένης σλανγκ τρώγωντας μπέργκερ πάνω απ' το Πι Σι. Λένε μάλιστα ότι στην χορεία τους συναριθμούν μέλη βασιλικών οικογενειών, θρησκευτικούς ταγούς, αλλά και ανθρώπους της τέχνης.

Ένα είναι το σίγουρο, ο σλανγκισμός ποτέ δεν πεθαίνει! Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς την δόξα τραβά, βασισμένος στον μόχθο του άγνωστου σλανγκιστή!

Εντός του ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified