Για περιπτώσεις που δεν μπορεί να πει κανείς και πολλά πράγματα. Δικό της είναι το μουνί, ό,τι θέλει το κάνει. Η έκφραση αρχίζει με ένα τόνο συντηρητισμού, δακτυλοδείξεως και κατάκρισης, αλλά τελειώνει με ένα πνεύμα αδυναμίας και παραίτησης του κατακρίνοντος. Και εντέλει αναγνώρισης της ελευθερίας των άλλων. Τελικά, λέγεται σε περιπτώσεις συνήθως κάποιου ακραίου κι εκπληκτικού γεγονότος, που κάποιος μας καλεί να σχολιάσουμε, ή νιώθουμε την ενδογενή ανάγκη, αλλά τελικά αδυνατούμε. Συνώνυμο του no comment, ουδέν σχόλιον.

Στην διάδοση της έκφρασης συνέβαλε η Ανίτα Πάνια στο «Χρυσό Κουφέτο», που άλλαζε το «μουνί» με οποιαδήποτε λέξη της ερχόταν στο μυαλό. Η φράση έτσι γινόταν σουρεαλιστική. Και τελικά, έχει μείνει να λέμε την φράση αντικαθιστώντας το «μουνί» με κάτι πιο επίκαιρο.

Συνώνυμα: Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα/τζιτζίκια γιαχνί, όπως την βρίσκει κανείς.

  1. (Από φόρουμ):
    Μία φοιτήτρια από την Καλιφόρνια αποφάσισε να βάλει σε δημοπρασία την παρθενιά της, προκειμένου να πληρώσει το μάστερ της στην ψυχολογία.
    Η 22χρονη Ναταλί Ντίλαν, αποφάσισε να προβεί σε αυτή την κίνηση τον περασμένο Σεπτέμβριο και ήδη έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους 10.000 άνδρες. Οι προσφορές ξεκίνησαν από 243.000 δολάρια και πλέον έχουν φτάσει τα 3,5 εκατομμύρια δολάρια.
    Εσείς θα κάνατε κάτι τέτοιο;

Σχόλιο: Τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής; Ουδέν σχόλιον!

  1. (Συζήτηση σε φόρουμ για το πού είναι καλό να υπηρετήσει κανείς την στρατιωτική του θητεία):

Τι να πει κανείς για τα γούστα της αλληνής;
Όπως την βρίσκει ο καθένας.
Άμα ο άλλος γουστάρει να κάθεται με το ΗΚ11 και να σημαδεύει τον Τούρκο φαντάρο απέναντι και νομίζει ότι είναι εμπειρία και ότι κάτι πέτυχε πάω πάσο.
Τον βρήκανε μικρό και του πουλήσανε το παραμύθι και μάλιστα αμάσητο.
Να έβλεπες και κάτι από την Ελλάδα να το καταλάβω αλλά με 8 εξόδους σε 6 μήνες ούτε σουβλατζίδικο δεν θα είδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυμναστική με όργανο τι άλλο, το γνωστό όργανο, τον μπαργαλάτσο. Λέγεται για γκόμενες που είναι υπερκινητικές στο σεξ και τους αρέσει να αλλάζουν διαρκώς στάσεις. Για σέξι γυμνάστριες που θα θέλαμε να κάνουν ενόργανη γυμναστική μαζί μας. Και για πραγματικές αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής, που υποψιαζόμαστε ότι πρέπει να είναι καλές και στην άλλη ενόργανη γυμναστική.

-Η Πετρουλάκη, πάντως, φοβερή γυμνάστρια!
-Ναι είναι τρομερή στην ενόργανη γυμναστική!

«Η Τζέσικα είναι αρκετά καλή στο Porn-Star Experience, αλλά κάπως υπερκινητική. Δε λέω, είναι καλή στην ενόργανη γυμναστική, αλλά μερικές φορές αυτές οι αθλητικές της επιδόσεις λειτουργούν εις βάρος της όλης εμπειρίας».
(Από κριτική του Μπουρδελίδη για τουρίστρια).

Συνώνυμο: ασκήσεις εδάφους. Δές επίσης πούσαπς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική ασθένεια του σλανγκιστή, που αν μεν την περάσει σε πρόωρα στάδια της ανάπτυξης δεν είναι σοβαρή, αλλά αν την κολλήσει σε μεγάλη ηλικία μπορεί να του δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα.

Συνίσταται στο να κάνεις λογοπαίγνια κακής ποιότητας και μετά να λες αυτάρεσκα: «Καλό, έεε;», όπως ο Μάρκος Σεφερλής. Τα λογοπαίγνια είναι πολύ προφανή ή τραβηγμένα απ' τα μαλλιά, ή απλώς ανόητα και δεν αποτελούν παγιωμένη σλανγκ, οπότε η σλανγκική κοινότητα πρέπει να απαντήσει στο πάσχον από σεφερλίτιδα μέλος της: «Ceci n'est pas slangue!». Και γενικότερα, σε κάθε παρέα θα βρεθεί και κάποιος που θα πάσχει από σεφερλίτιδα.

Ο (υποθετικός) χρήστης Νέωψ ανεβάζει λήμμα «Έχουμε χάσει το μέτρο», με ορισμό: «Το λέμε όταν θέλουμε να μετρήσουμε ένα μέγεθος με μέτρο λ.χ. το ύψος μας, και δεν μπορούμε να βρούμε το μέτρο. Καλό εεε;». Σχόλιο: «Ceci n' est pas slangue! Ceci est σεφερλίτιδα!».

Αδιόρθωτος, ο χρήστης Νέωψ ανεβάζει λήμμα: «βύζα, η» και ορισμό: «Η άδεια παραμονής σε μια χώρα. Η μικρή άδεια παραμονής λέγεται «βυζάκι». Η μεγάλη άδεια παραμονής λέγεται «βυζάρα».
Σχόλιο: «Α, εσύ έχεις οξεία σεφερλίτιδα!».

(από Hank, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, η στρηπτιτζού/ λικνιτζού, που προσφέρει την υπηρεσία του φραπέ σε φραπεδοκράτορες.

Αντώνυμα: ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf, ντεφραπεϊνέ, ντιφραπ, περσόνα νον φράπα (persona non frappa).

-Είδες που πετυχαίνει το μποϊκοτάζ! Η Τζέσικα ήταν ντεκαφεϊνέ, η νο1 περσόνα νον φράππα του ευαγούς ιδρύματος! Αλλά απ' όταν συνεννοηθήκαμε όλοι οι μπουρδελιάρηδες και της κάναμε μποϊκοτάζ, είδε ότι δεν την παίρνει άλλο, κι έχει γίνει και η πρώτη φραπεδιάρα! Αυτό είναι η δύναμη του καταναλωτή!

(από Khan, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αστέρας- αστέρι- σταρ, που έχει καταντήσει τέρας. Προφέρεις χαμηλόφωνα το «ασ» και πιο δυνατά και με έμφαση το «τέρας». Ομοίως και στο «ιερόν τέρας», που χαρακτηρίζει τον απόλυτο γκουρού ενός τομέα, προφέρεις με έμφαση το «τέρας». Βλ. παραδείγματα.

Trivia: 1. Οι λέξεις «αστέρι» και «τέρας» έχουν κοινή ετυμολογία, και στην αρχαιότητα «τέρας» σήμαινε αστέρι ή παράξενο φαινόμενο στον ουρανό. Αυτό έχει επιβιώσει στην έκφραση «σημεία και τέρατα». Από εκεί άρχισε μετά να σημαίνει το παράξενο, το τερατώδες κτλ. Και η λέξη «star» είναι από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα.

  1. H ομοιότητα της λέξης «star» με το σ(ι)τάρι έχει δώσει αφορμή σε κάμποσα λογοπαίγνια, όπως το γνωστό ανέκδοτο με το παιδί απ' τη Λάρισα: «-Μπαμπά, θέλω να γίνω σταρ! -Μωρ, δεν πας να γίνεις και κριθάρ';». Επίσης την έκφραση «σταράτος» για τους σταρ, «λόγια σταράτα» κ.ο.κ.
  1. Μετά τον θάνατο της συχωρεμένης της Βουγιουκλάκη, η Μιμή Ντενίση αναδείχθηκε σε αδιαφιλονίκητο εθνικό ασΤΕΡΑΣ μας!

  2. Βάνα Μπάρμπα: Καθιερώθηκε σε μικρή και μεγάλη οθόνη με το σπαθί της. Και με το πέρασμα των χρόνων έχει επιβεβαιωθεί ως ασΤΕΡΑΣ μεγάλου βεληνεκούς.

  3. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ είναι ένα πραγματικό ιερόν τέρας της έβδομης τέχνης. Την έχετε δει τώρα τελευταία πώς έχει γίνει;

  4. Κι ο συχωρεμένος ο Μάρλον Μπράντο από τα '90ς είχε γίνει ιερόν τέρας. Τώρα αναπαύθηκε.

  5. «Τώρα [εννοείται ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τον Μάη του 1968], ανάμεσα στο φοιτηταριό, ήταν ένα ιερόν τέρας, με πλήρη επίγνωση της ιερής τερατωδίας του».
    (Από την αυτοβιογραφία «Τα Καθ' Εαυτόν» του Χρήστου Γιανναρά. Λίγες σειρές πριν έγραφε ότι ο Σαρτρ ήταν αλλοίθωρος κι αποκρουστικά άσχημος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δύσκολος, δύστροπος, πούστικος, αλήτικος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται σαν κώλος, σαν μουνόπανο.

  2. Ο τέλειος κώλος, ο κώλος και υπογραμμός, ο κώλος αναφοράς, ο Κωλοσσός. Δηλαδή για την σλανγκική πλάκα του πράγματος, πολλοί έγκαυλοι νεανίες αναφέρονται σε καλλίπυγες κορασίδες ως «άσε μην μου μιλάς για την Λίλιαν, είναι τρομερός κωλοχαρακτήρας». (Μπορεί να λεχθεί βέβαια και για άντρες, ανάλογα με τα γούστα).

Βάγγελας: Και τού 'χα πει του Περικλή. Μην την πλησιάζεις την Λίλιαν, είναι πολύ κωλοχαρακτήρας!
Μένιος (σκέφτεται): Μα γι' αυτό την πλησίασε. Τό 'χε καταλάβει καλύτερα από μας...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη από τις Νεφέλες του Αριστοφάνους (στιχ. 1023), που έχει ακριβώς το ίδιο σημασιολογικό εύρος και βάθος με το νεοελληνικό κωλόφαρδος (στον συγκεκριμένο στίχο είναι μάλλον σκωπτική η χρήση του). Αποτελεί το inside joke των αρχαιόκαυλων, που την βρίσκουν με σεξουαλικές εκφράσεις στην αρχαίζουσα, όπως έγκαυλος νεανίας, καυλοπυρέσσουσα κορασίς κ.ο.κ. Και είναι αστασίαστο τεκμήριο της αρραγούς συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ικανό να καταποντίσει τον κάθε Φαλλμεράυερ, και ένδειξη ότι τον καιρό που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας, εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη.
Απορώ που ένας Μπαμπινιώτης ή ένας Ζολώτας δεν χρησιμοποίησαν περισσότερο αυτό το γλωσσικό επιχείρημα, αλλά κάποτε πρέπει να γίνει η αρχή.

Πάντως, η λέξη χρησιμοποιείται και σήμερα ως ψαγμένο ή εύηχο ισοδύναμο του «κωλόφαρδος», όπως διαπίστωσα στο σχετικό γκουγκλάρισμα.

(από το goal.com).

Ιμπραΐμοβιτς: «Εύκολο ήταν!»
Ένα απίστευτο γκολ πέτυχε το βράδυ του Σαββάτου, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, κόντρα στην Μπολόνια, αλλά ο ίδιος σημειώνει, πως ήταν ένα τέρμα όπως όλα τα άλλα…

Σχόλιο: Ο τύπος είναι φοβερά ευρύπρωκτος !

Σχετικά: διαολοδιώχτης, φαρδυλέκανος, ξεκωλώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι έγχορδο μουσικό όργανο οι χορδές του οποίου κατασκευάζονται αποκλειστικώς από παρθενικούς υμένες. Ακόμη δεν έχει κατασκευαστεί ποτέ, αλλά αποτελεί εφευρετική έμπνευση του σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος αφιέρωσε όλη του την ζωή στην κατασκευή του, αλλά αγνοείται αν τα κατάφερε. Θεωρούσε πάντως ότι όταν με το καλό θα κατασκευζόταν, θα χάριζε στην ανθρωπότητα μοναδικούς ήχους, που θα άξιζαν όλον τον κόπο που επεστρατεύτηκε για την ποίησή του.

Το παρθενοϋμένιον είναι το Χόλυ Γκράαλ, το ιερό μυστικιστικό αντικείμενο όλων των εμπειρικιστών φιλοσόφων, δηλαδή των αρχαιοκαύλων που την βρίσκουν με σεξουαλική λογοτεχνία στην καθαρεύουσα, όπως ο «Μέγας Ανατολικός». Και διοργανώνουν φιλολογικές βραδιές με έγκαυλους νεανίες και καυλοπυρέσσουσες κορασίδες. Η σταυροφορία που πρέπει να αναλάβει ένας τέτοιος εμπειρικιστής είναι να ξεπαρθενέψει όσες περισσότερες λολίτες μπορέσει, προκειμένου να προσεγγίσει έστω και λίγο τον (δυστυχώς μεγάλο) αριθμό υμένων που χρειάζεται για την κατασκευή του μουσικού οργάνου.

-Τι γίνεται ο Νίκος. Τριανταπεντάρησε μου είπαν προχτές. Πώς πάει, έβαλε καθόλου μυαλό να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί;
-Μπα, ακόμα προσπαθεί να κατασκευάσει το παρθενοϋμένιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στην ελληνική του όρου metrosexual, για να ταιριάζει με τις παραδοσιακές γαλλικές επιδράσεις μας, αλλά και με το γνωστό μέσο συγκοινωνίας. Είναι αυτός που δεν είναι γκέι, αλλά και δεν θα έχεζε στο δάσος, ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμία τουαλέτα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Είναι ο στρέι, το αγορίτσι. Αυτός που το επίπεδο τεστοστερόνης του είναι χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αυτός που προσέχει την εμφάνισή του λίγο παραπάνω από ότι είναι andraclically correct. Οι τριχόφιλοι θα εντόπιζαν και την τριχοφοβία ως σύμπτωμα του μετρό, ας πούμε να ξυρίζεις υπερβολικές κι αδέσποτες τρίχες γύρω από τα φρύδια, τις μασχάλες ή την ήβη σου. Είναι έκφραση των downtown 00s (o tempora o mores!). Προηγουμένως, ο φλώρος, φλωρούμπας δεν αποτελούσε ειδική σαφώς οριοθετημένη κατηγορία-buffer μεταξύ στρέιτ και γκέι.
Ίσως ο μετροστάρ και να αποτελεί υπερθετικό του μετρό.

- Ο Σάκης, δεν ξέρω πώς να το πω, κάπως υπερβολικά προσέχει την εμφάνισή του! Έχει ξυρίσει ένα μέρος από τα φρύδια του, ακόμη κι απ' τις μασχάλες του. Και ξέρεις, αυτά τα γελάκια...
- Πες μου καθαρά τι εννοείς χωρίς υπεκφυγές! Τον δουλεύει τον μετροπόντικα;
- Όχι όχι, δεν θα έφτανα ώς εκεί. Απλώς είναι μετρό.

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified