Συνεκδοχικά, και ο άντρας που κάνει τον δύσκολο, τον κομψευόμενο, τον hard to get. Λέμε: «μην το παίζεις γκόμενα».

Ετυμολογίες και παρετυμολογίες:

  1. Θα υποστήριζα ευχαρίστως την εκδοχή που έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη, ήτοι ότι προέρχεται από το ιταλικό gommeno, από το γαλλικό gommeux, από το gomme (=γόμμα), από μια λατινική λέξη, που με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό κόμμι (every word has a greek root!), το οποίο όμως προέρχεται από το αιγυπτιακό kmjt. Το κόμμι είναι μια κολλώδης αρωματική ουσία, όπου η γκόμενα είναι η αρωματισμένη, αυτή που προσέχει τις λεπτομέρειες της εμφάνισής της, η ηδυπαθής. (Σημειωτέον ότι είναι αντιδάνειο από τους Ιταλιάνους, που το πήραν πιο πριν από μας). Μου φαίνεται πιο πιθανό να είναι αυτό η ετυμολογία, και οι άλλες πολύ ελκυστικές και γοητευτικές ερμηνείες ή παρετυμολογίες. Πάντως,

  2. Κατά το Πονηρόσκυλο, που συνήθως τις οσφραίνεται σωστά τις ετυμολογίες, η ετυμολογία είναι από το βενετσιάνικο gomena = σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι. Είναι η ίδια λέξη που στα Ελληνικά εξελίχθηκε και σε γούμενα = καραβόσκοινο. Η σχέση με τις γυναίκες είναι ακριβώς ότι σε δένουν γερά και δεν μπορείς να κάνεις βήμα.

  3. Η ironick δίνει μια επιπλέον καραμελοδραματική διάσταση, παρατηρώντας ότι ο Ανδριώτης λέει ότι gomena ήταν στα ιταλικά η θηλιά που έδενε ο απεγνωσμένος εραστής για να κρεμαστεί.

  4. Η ναυτική προέλευση φαίνεται και στην ετυμολόγηση του liako50: Η λέξη «γκόμενα» προήλθε από την παραφθορά της αγγλικής φράσης «go with men» (η γυναίκα που πάει με πολλούς άντρες, η ανήθικη, η πόρνη). Η λέξη είναι, λένε, εφεύρημα των ελλήνων ναυτικών (πληρωμάτων εμπορικών πλοίων) που παλιότερα δεν γνώριζαν καλά την αγγλική γλώσσα και παραποιούσαν πολλές αγγλικές λέξεις και φράσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα παρετυμολογίας methinks.

  5. Από κάποιον είχα ακούσει ότι βγαίνει και από το «ηγουμένη»(!), όχι βέβαια μοναστηριού, αλλά καραβιού, δηλαδή από την γοργόνα που είναι στην πλώρη και ηγείται του καραβιού.

Διαλέχτε και πάρτε!

Έλα ρε Μήτσο, που δεν θες να έρθεις μαζί μας σεξουαλικές διακοπές στην Μουνλανδία! Μην παίζεις την γκόμενα! Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει, σε έχουμε μάθει τώρα!

Οστρογότθα Ρεγκίνα (από Hank, 10/06/09)Mata Hari (από baznr, 11/06/09)

Σύγκρινε με κυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας» βρίσκεται στον Ψαλμό 117 του Δαυίδ και αντλείται από την οικοδομική τέχνη της εποχής. Σημαίνει έναν λίθο που τον δοκιμάζουν οι οικοδόμοι και επειδή τον βρίσκουν αδόκιμο για την κατασκευή του δικού τους οικοδομήματος τον απορρίπτουν. Όμως ο ίδιος λίθος γίνεται ακρογωνιαίος, δηλαδή αυτός που στηρίζει τα πάντα, σε ένα άλλο οικοδόμημα.

Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πολύ στην διαμάχη Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού, στην απόρριψη του δεύτερου απ' τον πρώτο και την εγκόλπωσή του από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Σήμερα, όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση, εννοούμε ότι κάτι που απορρίψαμε ως ασήμαντο στο παρελθόν αποδείχτηκε πάρα πολύ θεμελιώδες στο μέλλον, π.χ. μια δουλειά, μια επαγγελματική ευκαιρία, μια σχέση κ.ο.κ. Επίσης, ότι κάποιος περιθωριακός αναδεικνύεται τελικά σε σημαντικότατο παράγοντα για μια κοινωνία. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης είχε γράψει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με αυτόν τον τίτλο, εννοώντας τον εαυτό του.

Το αυτοαναφορικό γνωμικό «λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ» σημαίνει μια περιθωριακή λεξούλα, που οι κυριλέ λεξικογράφοι, όπως ο οξαποδώ Μπαμπινιώτης απαξίωσαν να συμπεριλάβουν στα πολυτελή λεξικά τους, με αποτέλεσμα να μείνει άστεγη, και να βρει λίγη περίθαλψη, στοργή και θαλπωρή μόνο στον διαδικτυακό τόπο του slang.gr. Κι όχι μόνο να βρει άσυλο απ' τους διώκτες της, αλλά και να διαπρέψει, και να καταδείξει την γονιμότητά της, αναδεικνυόμενη σε λημματομάνα και «κεφαλήν της σλανγκ».

Το γνωμικό θέλει να δείξει ότι το slang.gr είναι πάνω απ' όλα μια φιλανθρωπική οργάνωση, κάτι σαν το «Χαμόγελο του Παιδιού» ή τον Ξενώνα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών για τα θύματα του trafficking. Σκοπός του είναι να αποτελέσει ένα άσυλο για όλες τις άστεγες λεξούλες, τις περιθωριακές, τις ανένταχτες, τις λεξούλες- πρόσφυγες, που κάποιοι καλοβλαμμένοι μικροαστοί κύριοι θεώρησαν πρέπον να εξοβελίσουν από τον επίσημα καταγεγραμμένο λόγο τους, κλείνοντας τα μάτια στην αδιαμφισβήτητη ύπαρξή τους. Σ' αυτές τις λεξούλες είναι που το slang.gr δίνει και πάλι δικαίωμα στην ύπαρξη, δημιουργώντας έναν χώρο, όπου να μπορούν όχι μόνο να προστατευθούν από τους διώκτες τους, αλλά και να εκδιπλώσουν τις δεξιότητές τους και να δείξουν την γονιμότητά τους, παράγοντας άλλες συγγενείς τους λέξεις!

Το γνωμικό αυτό έχει βέβαια δώσει λαβή και στις λεγόμενες «σλανγκικές έριδες». Δηλαδή, πολλοί ισχυρίζονται ότι μόνο αυτές οι λέξεις, που έχουν φάει έξωση από τα κυρίαρχα Λεξικά είναι σλανγκ. Και ότι, αντιστρόφως, αν μια λέξη υπάρχει στα Λεξικά του κυρίαρχου λόγου, δεν έχει δικαίωμα να χαίρει της εκτιμήσεως των σλανγκιστών, αλλά πρέπει να της δειχτεί η κάρτα ceci n'est pas slangue. Ωστόσο, η mainstream άποψη στους κόλπους της σλανγκ (αν το mainstream slang δεν αποτελεί μια contradictio in termis) είναι ότι το κατά πόσον ένα λήμμα είναι σλανγκ ή όχι δεν εξαρτάται μονότροπα απ' το κατά πόσο δεν έχει καταχωρισθεί στα μεγάλα κυρίαρχα Λεξικά, αλλά είναι εντέλει θέμα του σλανγκικού αισθητηρίου, που όλοι οι Σλάνγκοι κατά κάποιο τρόπο διαθέτουμε, χωρίς να μπορούμε πάντα να το προσδιορίσουμε λογικά. Τελικά, για να παραφράσω τον ορισμό του ανθρώπου απ' τον Δημόκριτο, «σλανγκ εστί ο πάντες ίδμεν», «η σλανγκ είναι αυτό που όλοι ξέρουμε τι είναι».

Χαρακτηριστική περίπτωση το λήμμα lol, λολ, που δεν υπάρχει στον Μπαμπινιώτη ή σε άλλα Λεξικά του κυρίαρχου λόγου, κι όμως όχι μόνο έχει βρει άσυλο στο slang.gr, αλλά και έχει γεννήσει δεκάδες λήμματα, καθιστάμενο σλανγκομάνα και «κεφαλή της σλανγκ».

Γιάννης Τσαρούχης (από Hank, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοέλληνας που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «πέσαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίου γουτσισμού, όπου η γκόμενα χρησιμοποιεί λίγο παρά πάνω ρομαντισμό, λάτιν τραγούδια και γαμωτζάζ από την ορθή καυλωτική δοσολογία, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα αντίθετο αντικούκου αποτέλεσμα, και να αναφωνήσουμε «πέσαμε μούτσο» παρατηρώντας τον ημίσκληρο φευ μπαργαλάτσο μας!

– Ζουζουλίνι μου, μωρουλίνι μου, λιλουλίνι μου, μπουμπούκο μου, besame mucho, καθώς ακούμε τζαζ!
– Τι besame mucho, που πέσαμε μούτσο! Βρες την με τα κηροπήγια τώρα!

Ceci n\'est pas "πέσαμε μούτσο". (από Hank, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Inside joke άγαμων (κυρίως) κληρικών και μοναχών, που διαπιστώνουν ότι ναι μεν η ανακάλυψη και διάδοση της σόγιας έχει δώσει μια άλλη διάσταση κι ευχέρεια στην Σαρακοστή, καθώς τώρα υπάρχουν νηστήσιμα γάλα από σόγια, τυρί από σόγια, παγωτό από σόγια, μπριζόλες από σόγια, κιμάς από σόγια, κ.ο.κ. πλην το βασικό πρόβλημα παραμένει όσο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί η γυναίκα από σόγια. Για πολλούς βέβαια από αυτούς δεν είναι ακριβώς η γυναίκα από σόγια, που αποτελεί τον καημό τους.

– Ωραίο γεύμα Αρσένιε, μπολονέζ από σόγια με παγωτό στρατσιατέλα από σόγια.
– Αχ, Ακάκιε, την γυναίκα από σόγια πότε θα την ανακαλύψουν!

Θέλουμε γυναίκα κι ας είναι και από soya (από Vrastaman, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα νηστήσιμα προϊόντα που πωλούνται σε αλυσίδες φαστ-φουντ κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, αρχής γενομένης από τα McDonalds. Ακολούθησαν τα Goodys και μετά όλοι μέχρι και τα σουβλατζίδικα, με παρασκευή νηστήσιμων σουβλακιών. Η λέξη είναι ο τίτλος των εν λόγω εδεσμάτων που προσφέρουν τα McDonalds, αλλά έχει μια σλανγκική χροιά, καθώς για πολλούς αποτελεί λέξη- σύμβολο του πώς τα πάντα μπορούν να απορροφηθούν από το καταναλωτικό σύστημα, ακόμη και πολιτισμικές αξίες ή έθιμα με παράδοση αιώνων.

McΣαρακοστή! Άντε και καλή McΑνάσταση!
(Από την διαφήμιση των εν λόγω προϊόντων του McDonalds).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «χριστιανόφατσα», η φούστα που φτάνει ως τον αστράγαλο, και μπορεί να την φοράει μόνο θεούσα. Συνεκδοχικά, η θεούσα. Οι updated χριστανόφουστες είναι έθνικ στυλ.

Είχαν μαζευτεί πέντε έξι χριστιανόφουστες έξω απ' την Καπνικαρέα.

My name is Luka (από Vrastaman, 04/03/09)(από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην εκκλησιαστική-θεολογική γραμματεία είναι η «δεξιά χειρ» του Θεού (ανθρωπομορφικώς), η οποία βοηθά, σώζει, υπερασπίζεται τους βασιλείς τε και ευσεβείς.

Σλανγκικώς, είναι η ανίερη συμμαχία (ακρο)δεξιάς και Εκκλησίας. Έγινε της μοδός μετά τις δηλώσεις του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, αμέσως ύστερα από την πρώτη εκλογή Καραμανλή ότι του εύχεται να τον «στηρίζει η δεξιά του Κυρίου», και ότι «η δεξιά του Κυρίου» καθορίζει και πάλι τις εξελίξεις στην Ελλάδα, ή κάτι παρόμοιο (από μνήμης παραθέτω).

Με την ανάδειξη του Στυλιανίδη στο Υπουργείο Παιδείας, η Δεξιά του Υψίστου παρενέβη και έκοψε το νέο βιβλίο Ιστορίας για την Στ' Δημοτικού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχαιότατη λέξη «οργασμός» πιθανότατα προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *werg-/worg-, που δηλώνει το «φούσκωμα από δύναμη». Από εκεί πιθανόν και η «οργή» και παραδόξως (;) και η «virgo-virginis», η παρθένα. Οπότε από τα αρχαία χρόνια, παράλληλα με την πολύ συγκεκριμένη σεξουαλική έννοια, ο «οργασμός» σημαίνει και την οποιαδήποτε ένταση, κορύφωση, συσπείρωση των δυνάμεων, μένος. Έτσι, στην μη σλανγκ, μιλάμε για «οργασμό δραστηριότητας», «οικοδομικό οργασμό» κ.ά.ό., όταν παρατηρείται ένταση και κορύφωση μιας σύντονης προσπάθειας.

Ο όρος επανήλθε στην σλανγκ, όθεν και εξεπορεύθη, ως αντισλάνγκειο (κατά το «αντιδάνειο»), για να δηλώσει έναν οργασμό δραστηριότητας, όπου:
1. Η δραστηριότητα είναι η μαλακία, και ο δραστηριοποιούμενος φτάνει σε αλλεπάλληλες αυτοναρκισσευόμενες αυτοερωτικές ολοκληρώσεις.
2. Μία ή ένας ερωμένη /-ος ανέρχεται με το σπαθί της/του στην κορυφή της καριέρας της/του, επιδιδόμενος σε οργασμό δραστηριότητας.

  1. Σε οργασμό δραστηριότητας έχει επιδοθεί τον τελευταίο καιρό ο Άδωνις Γεωργιάδης: προκειμένου να προβληθεί ως σέξι λαοσπρόσβλητος ηγέτης, έχει βγει παγανιά στα κανάλια με την ευειδή σύζυγό του που τον αποκαλεί «μπουλούκο» σε σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική εκτέλεση.

  2. Σε οργασμό δραστηριότητας έχει επιδοθεί η Τζούλια Αλεξανδράτου που αναζητά εναλλακτικούς τρόπους να διοχετεύσει το πληθωρικό ταλέντο της. Μετά το μόντελινγκ, σειρά έχει το τραγούδι και η ηθοποιία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει: 1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά. 2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.

Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.

  1. πούστης
  2. πουστρόνι
  3. πουσταράς
  4. πουστάρα
  5. πουστράκος
  6. γερόπουστας
  7. σκατόπουστας
  8. παλιόπουστας
  9. πουστόγερος
  10. ομοφυλόφιλος
  11. ομορφυλόφιλος
  12. αμφιφυλόφιλος
  13. μπάι
  14. γκέι
  15. τοιούτος
  16. τοιουτιέν
  17. του σωματείου
  18. της συνομοταξίας
  19. αποκλίνων
  20. ανώμαλος
  21. ανωμαλιάρης
  22. ανωμαλάρας
  23. ντιγκιντάγκας, ο
  24. ντιντής
  25. πισωγλέντης
  26. κολομπαράς
  27. γιουσουφάκι
  28. πεοθηλαστής
  29. παρτόλας
  30. τρανσέξουαλ
  31. τράντζα
  32. τραβεστί
  33. μετροσέξουαλ
  34. μετρό
  35. τρανς
  36. εγχειρισμένος
  37. παρενδυσιακός
  38. Συβαρίτης
  39. αρσενοκοίτης
  40. μαλακός
  41. κεκινημένος
  42. κίναιδος
  43. κιναιδουάρδος
  44. σοδομιστής
  45. σοδομίτης
  46. pédé
  47. παιδεραστής
  48. οπισθογαμικός
  49. πλατωνικός/ πλατωνιστής
  50. ευαίσθητος / ευαισθητούλης
  51. με ιδιαιτερότητες
  52. γαμιόλης
  53. φαγκότο
  54. φαγκοτίνος
  55. fag
  56. τρίτο φύλο
  57. τρίτο στεφάνι
  58. τρίτο πρόγραμμα
  59. ανδρόγυνος
  60. ερμαφρόδιτος
  61. θηλυπρεπής
  62. γυναικωτός
  63. φλώρος
  64. χλεχλές
  65. λελές
  66. φλωράτσα
  67. σουσέλ
  68. πιπίλας
  69. Ασλάνης
  70. πουσταριό
  71. πούστρα
  72. πούσταρος
  73. ξεκωλιάρης / ξεκωλιασμένος
  74. ευρύπρωκτος
  75. κωλόφαρδος
  76. ξεφωνημένη/-ος
  77. θηλύγλωττος
  78. τελειωμένος /-η
  79. gay over
  80. πουστανελάς
  81. πουσταρέλι
  82. πούσταρχος
  83. πουστέρι
  84. πούστης κινέζος
  85. πουστιέρα
  86. πουστοκαλαμαράς
  87. πουστρίτσα
  88. πουστωδία
  89. αγριόπουστας
  90. ψωλαρπάχτρας
  91. μπακλαβάς/ back-love-ass
  92. δηλωμένη
  93. κραγμένος/-η
  94. μποτομιέρα
  95. βερς
  96. αδελφή του ελέους
  97. brokeback/ brokeback mountain
  98. bareback
  99. queen
  100. βασίλισσα
  101. raging queen
  102. queer
  103. back-feaster
  104. φτερού
  105. λουλού
  106. αδερφή
  107. αδερφάρα
  108. κακή αδερφή
  109. κακός πούστης
  110. στρίγκλα
  111. αδερφή νοσοκόμα
  112. κουνιστός
  113. κουνίστρα
  114. κουδουνίστρα
  115. κούκλα
  116. λούγκρα
  117. Λουγκρητία
  118. φλωρούμπας
  119. συκιά/συκή
  120. χαϊδοκώλης
  121. μπινές
  122. μπινεδιάρης
  123. φτωχομπινές
  124. αλλαξοκώλης
  125. poutsless
  126. γαμόπουστας
  127. γαμιολόπουστας
  128. λιχνομέσης
  129. πισωγλεντζές
  130. πισωκίνητος
  131. πισωγιομίδης
  132. παππούστης
  133. πουστρίγκος
  134. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
  135. κωλοσφυρίχτρας
  136. πιπεροτρίφτης
  137. φούστης
  138. καταπυγών
  139. φούστα-μπλούζα
  140. νάιλον
  141. Μαρίνος
  142. γκαρσονιέρα, garconniere
  143. τσαχπινογαργαλόπουστα
  144. τσαχπινογαργαλιάρης
  145. Συκαρία
  146. πουστάρδα
  147. αδελφίνι
  148. Πουστώ
  149. τραβέλι
  150. πους τις
  151. Οιδίπους τις
  152. καριολόπουστα(ς)
  153. βρωμόπουστα(ς)
  154. κωλομπαράς
  155. παιδέρας
  156. εναλλασσόμενος
  157. εναλλακτικός
  158. ο πους της καθέτου
  159. φιρουλί φιρουλό
  160. σφυριχτρούλα/ης
  161. Μπομπ Σφουγγαράκης
  162. Αχιλλέας από Κάιρο
  163. τσιμπούκια ο τίγρης
  164. πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης
  165. πισωκέντης
  166. γκέιλορντ
  167. απεόφοβος
  168. gay pride
  169. gay parade
  170. κουνάμενος λυγάμενος
  171. κουνάμενος σουρνάμενος
  172. πούδρα/ φούστα μπλούζα κι ελαφριά πούδρα
  173. φιρφιρής
  174. τσιχλιμπίχλης
  175. γκλεγκλές
  176. άλλη ομάδα
  177. καμπανόκωλος
  178. ντούρντουλο
  179. φολκσβάγκεν κλούβα
  180. γκέο βαγκέο
  181. γαμιολία
  182. νεράιδος
  183. Χάρρυ Πρώκτερ
  184. φτωχομπινεδιάρης
  185. πανηγυρικός γκέι
  186. γκέι για τα πανηγύρια
  187. stray/ στρέι
  188. αγορίτσι
  189. σκατίπουστα
  190. ύποπτος
  191. γαβαλάκης, ο
  192. φλωρόπουστας
  193. πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος
  194. πεολειχούδης
  195. τσιμπουκομικρούλης
  196. ΛΟΑΤ
  197. εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ
  198. Φουστάνος
  199. Tom Pousti
  200. μητροσεξουαλικός
  201. πεολιχούδης
  202. πεοχειλουδάκη
  203. πεοχειλουδάκι
  204. Χειλουδάκη
  205. κοπέλα τελειωμένη
  206. πουστρόνιο
  207. φρόιλάιν
  208. κρυφόπουστας
  209. ο-γκέι
  210. αρσακειάδα
  211. (οπαδός του) vivere periκωλοsamente
  212. πουστέρω
  213. πουστερίας
  214. χαλαρή σούστα
  215. σκυλόπουστας
  216. αρχιδόπουστας
  217. αδελφάτο
  218. ετερόπουστας
  219. ζαρκαδόπουστα
  220. θρασύπουστας
  221. καβατζόπουστας
  222. λουμπίνα
  223. πουστόνεο
  224. αραχνοΰφαντος
  225. στάκι
  226. τσιγκανόπουστας
  227. καραπουσταριό
  228. τομπαίρνουλας
  229. βε
  230. πούσταπς
  231. μπινταράς
  232. κουρτσουμπανάς
  233. Αναΐς από το Παναής
  234. καταπιόλης
  235. κωλόμπα
  236. κωλόμπο(ς)
  237. cowgay/ καουγκέης
  238. ναζιάρης
  239. γκεϊστάπο
  240. σπερμοδιψής
  241. σουσούμης
  242. πεσίχαρος
  243. πασιχαρής
  244. γκεϊμπέκης
  245. πουστόμωρο
  246. τιτίκα
  247. πετούγια
  248. καψοκώλης
  249. γκεϊλλιτέχνης
  250. αδερφρίκη
  251. εισπρώκτωρ
  252. πουστοστρατός
  253. κακσάκας
  254. cocksucker
  255. κακσάκαρας
  256. σύντεκνος
  257. ενεργοπαθητικός
  258. τοπ
  259. μπότομ
  260. ντιγκέι, ο
  261. ντιγκιντάγκαρ
  262. τζέη
  263. e-gay
  264. πρωκτικάντζα
  265. κωλοβρέχτης
  266. πουτσογλέντης
  267. πουστηρέλα
  268. γερομπινές
  269. (Μαρσέλ) προύστης
  270. λούλα
  271. γκέουλας
  272. [αποσιστωμένη]
  273. Ροζαλία
  274. asinus asinum fricat
  275. οπισθογεμής
  276. Γκέιμπελς
  277. κουνιοτράμπαλη
  278. γκότσης
  279. ξεσκισμένη
  280. φούλα
  281. κυρία
  282. αδερφούλα
  283. ρουμπινές
  284. αρφή
  285. σκαραβαίος
  286. πούστης με αρχίδια
  287. οσκαρόπουστας
  288. πουσταλαζών
  289. ψωλοπερήφανος
  290. πουστροζιγκόλι
  291. πασπαρτού
  292. λυσσάρα
  293. αγριογκέι
  294. πεταχτούλης
  295. πισωκούντης
  296. πισωσκούντης
  297. του συλλόγου
  298. τσιριμπίμ τσιριμπόμ
  299. double-energy man
  300. κωλοτούρης
  301. πασαγαμιόλης
  302. αβροβάτης
  303. αβροβόστρυχος
  304. εδρόστροφος
  305. πυγιστής
  306. λαικαστής
  307. λαϊστέρα
  308. πούστης από κούνια
  309. παλιαδερφή
  310. γλυκούλης
  311. αβρός
  312. αβρότροπος
  313. αβρόφρων
  314. λεκανατζής
  315. ντήζελ
  316. Ριρής
  317. κωλόμπος
  318. τριλειρόπουστας
  319. τριλειρογκέι
  320. πουστοπατέρας
  321. πουστοκοτέτσι
  322. αρχιπαλιόπουστας
  323. ποστόπι, ποστόπα, post-op
  324. φλωρόκουπας
  325. πριόπι, pre-op
  326. εγκλωβισμένος
  327. παλαιόπουστας
  328. τρύπιος
  329. τρυπαντωνάκης
  330. τρυπημένος
  331. άθλιον πουστί
  332. πούστρινγκ
  333. γιαουρτομούνα
  334. C.D., cross-dresser
  335. drag queen
  336. she-male
  337. homo
  338. ροζ τρίγωνο
  339. ουράνιο τόξο
  340. sub
  341. κωλόμουνο
  342. φικιρίκης
  343. βιγκολεβίγκος
  344. ίριδα
  345. σκατόφλωρος
  346. πουτσογλείφτης
  347. γλεντζές
  348. γλέντης
  349. σπερμοσταγής
  350. σπερμοβόρος
  351. σερνικοθήλυκος
  352. ντεμί
  353. κεχαριτωμένος
  354. κουκλεντές
  355. πουσταρίκος
  356. γκεόσταλτος
  357. bear / αρκούδος
  358. πατόφλωρος
  359. πατ ντε φλερ
  360. καράπουστα
  361. βαρβατόπουστας
  362. πουστώνιο
  363. εξάτμιση
  364. χαριτοδιπλωμένος
  365. ρήτωρ Φελλάτιος
  366. στράκι
  367. α πουστεριόρι
  368. σκατίφλωρος
  369. αντιπαθητικόπουστας
  370. ευφράπουστ
  371. Τζουζέπε Λουγκρατόρε
  372. Ουρανία
  373. πούσθης
  374. οπισθιοδρομικός
  375. φιρφιρίκουλας
  376. προϊσταμένη, η
  377. νεραϊδιάρης
  378. σαπουνομαζώχτρα
  379. σκύφτης
  380. φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα
  381. Φιφή, η
  382. ντίγκης
  383. πεταλούδα/ πεταλουδίτσα/ πεταλούδα της νύχτας
  384. αρσενοκνίτης
  385. σουβλίτσα
  386. Λωξάντρα
  387. Ρούλης
  388. θείος Μπέρνι
  389. καμούφλω
  390. εμμανουέλος
  391. περάστε κόσμε
  392. αστράφικ/ asstraffic
  393. πεοπαίρνουλας
  394. πισωκούμπουρος
  395. κουνενές
  396. λουκία
  397. κωλοφύρης
  398. πισωλούρης
  399. δεντρογαλιά
  400. λεβεντόκωλος
  401. αμαζόνος
  402. ευκώλος
  403. τσαγιέρα
  404. τετραγωνική ρίζα
  405. ερμής
  406. γαμημένος μαλάκας
  407. πουστομαλάκας, μαλακόπουστας
  408. λιγδοκώλης
  409. κρέμα καραμελέ
  410. τέτοιος
  411. μπαμιάκιας
  412. Νάμουνα Μουνάκι
  413. ρετροσέξουαλ/ ρετρό
  414. butty boy
  415. μπάντζι
  416. γκέινγκστερ
  417. κάστρο κλόουν
  418. κοτοπουλάκι
  419. τσαμπ
  420. κυνηγός μυγών
  421. οιηματοιούτος
  422. θελγεσίπυγος
  423. θελγεσίτρυπος
  424. μοδίστρα
  425. καστράτος
  426. Συγγρουφίξ
  427. ομοσκυλόσκυλος
  428. AC/DC
  429. μπάι μπάι ντάρλινγκ
  430. αμφίβιος
  431. παντός καιρού
  432. Freddie Mercury
  433. οδοντόπουστα
  434. αρκούρδος
  435. αρκουδίτσα
  436. αρκουδοπεταλούδα
  437. φουσκωτόπουστας
  438. φλωρεντία
  439. πάστα φλώρα
  440. στηπού
  441. ξεφτιλομπατιρόπουστας
  442. πουστοσέξουαλ
  443. λόμπας
  444. λο
  445. λομπίσκος
  446. μπισκότο
  447. πετσοπάς
  448. τσολιάς στα υποβρύχια
  449. πισωκολλητός
  450. τρωκτικάντζας
  451. μυοπνίχτης /-χτρα
  452. μπισκοτοτεκνό
  453. παιδοτρίβης
  454. κιοτσέκι
  455. γκρέτα
  456. λουγκρέτα
  457. λουγκρέσκω
  458. λουκρητία
  459. καλιαρντός
  460. μελανζέ
  461. φιλέλληνας
  462. γκέισα
  463. ταραντέλα
  464. Ιβ Σεν Φλωράν
  465. μπάιρον
  466. downtown
  467. ντιστεγκές
  468. γκέτσης
  469. πουστόμαγκας
  470. πουστριλέ
  471. πουστρελέ
  472. πουστλέ
  473. λαχταροψώλης
  474. αλητόπουστας
  475. ανέμη
  476. ανεμόμυλος
  477. πισωβρόντης
  478. γλειψαρχίδας
  479. σερβιτόρος
  480. πρωκτοπενταετηρίς
  481. αβροείμας
  482. αβροκόμας
  483. αβρόπους
  484. αΐτας / αΐτης
  485. ανδροβάτης
  486. ανδροθήλυς
  487. ανδροκοίτης
  488. ανδροκόμος
  489. ανδρολάγνος
  490. ανδρομανής
  491. ανδροπόρνος
  492. αρρητοποιός
  493. αρρητουργός
  494. αρρενομίκτης
  495. αρρενοφθόρος
  496. βάτταλος
  497. γλούτης
  498. γονοπότης
  499. γυναικανήρ
  500. γυναικίας
  501. γυναικόμιμος
  502. γυναικόφωνος
  503. γυναικοφυής
  504. γύνανδρος
  505. γύννις
  506. εθελόπορνος
  507. ημίγυνος
  508. ημιθήλυς
  509. θηλάρσην
  510. θηλυδρίας
  511. θηλυμίτρης
  512. θηλύστολος
  513. θρυπτικός
  514. κατάπρωκτος
  515. καταπυγόσυνος
  516. κέλωρ
  517. κίναδος
  518. κινησίας
  519. κοπραγωγός
  520. χαλκιδεύς
  521. λακαταπυγών
  522. λάστρις
  523. λάσταυρος
  524. μαλακίας
  525. μαλακίων
  526. οπισθοβάτης
  527. οπισθοβατικός
  528. παθικός
  529. παιδίσκος
  530. παιδοκόραξ
  531. παιδομανής
  532. παιδοπίπης
  533. παιδοφιλής
  534. παιδοφθόρος
  535. παρατετλιμένος
  536. πρωκτόσοφος
  537. πυγαίος
  538. πυγαλγής
  539. τσαγερό
  540. πυγοστόλος
  541. σαυκρόπους
  542. σαύλος
  543. σίφνιος / σιφνιαστής
  544. σφίγκτης
  545. φίληβος
  546. φιλομείραξ
  547. φοινικιστής
  548. σουρλουλού
  549. γυναίκα σκέτη
  550. τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα
  551. πουρολουμπίνα
  552. κορακοβλαστήμω
  553. ξεκωλιάρα πριγκήπισσα
  554. κλασόπουστας
  555. αδελφή ψυχή
  556. βιρτζινόλουμπα
  557. ταραφόλουμπα / γκραν ταραφόλουμπα
  558. λουμπινίστρα
  559. καραλούμπω
  560. ετρούσκα
  561. κροτάλω
  562. τζαζκαραμπαζού
  563. μούσμουλο
  564. φραγκολουμπίνα
  565. πούιστς
  566. ματζιρόπουστας
  567. αμφιλοχίας
  568. αμφιλόχιος
  569. αμφίλοχος
  570. παούστης
  571. χωνί
  572. τσιγκολελέτα
  573. γουρούνα
  574. σαλιγκαρόπουστας
  575. οπισθοχαρής
  576. λούσυ
  577. τρίπουστας
  578. ωμοσέξουαλ
  579. δαντέλα
  580. θυμιατό
  581. κωλοκουνίστρα
  582. τζίρτζιφλος
  583. λιβανιστήρι
  584. βουλγάρικο θυμιατήρι
  585. δίευρος

Περιττεύει.

(από knasos, 04/06/09)(από Jonas, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «σε πρώτη παγκόσμια αποκλειστική μετάδοση/εκτέλεση» είναι από αυτές που τα μήδια το έχουν γαμήσει και ψόφησε. Γι' αυτό, για κάποιον που ούτε η μάνα του δεν τον ξέρει, αλλά απτόητος διατηρεί ψώνισμα σαράντα καρδιναλίων ότι και καλά το έργο του είναι κοσμοϊστορικό και πανανθρώπινης εμβελείας, λέμε ειρωνικά ότι θα μας παίξει λ.χ. το τραγούδι του «σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική εκτέλεση». Εννοείται ότι η πρώτη έγινε σπίτι του. Και η δεύτερη σε εμάς τους ελάχιστους κολλητούς του.

Ο Μιχάλης Κλεάνθης στην «Απανεμιά» (Πλάκα) άρχιζε τα δικά του τραγούδια με την εξαγγελία:
«Και τώρα θα ακούσετε ένα τραγούδι σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική εκτέλεση! Η πρώτη έγινε σπίτι μου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified