Χρησιμοποιείται κολακευτικά για την γκόμενα με πεταχτή, καμπυλωτή, βραζιλιάνικη και μη, κωλάρα.

Ένας μυθολογικός χαρακτηρισμός που αξίζει να αποδίδεται μονάχα σε μυθικούς κώλους ως ένας ελάχιστος φόρος τιμής.

- Πω ρε φίλε! Τσέκαρε δεξιά έναν κένταυρο!!
- ...
- Κλαίω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ βαθύ ξύρισμα που κάνει το δέρμα τοσο απαλο ωστε να προσομοιάζει κυριως στην αφή με νωπό κοτόπουλο.

Στο παρακάτω παράδειγμα παραθέτω αληθινό περιστατικό απο τον ΕΣ Κέντρο Διαβιβάσεων , Δίκας Συνταγματος Vs random κωλοφάνταρου, οπως μου είχε μεταφερθεί από αυτόπτη μάρτυρα.

- εσύ τώρα έχεις ξυριστεί;; - ΜΑΛΙΣΤΑ! - πήγαινε ξυρίσου σωστά και ξαναέλα.

(επιστρέφει με κοντρα ξύρισμα και ο δίκας τον επιθεωρεί με σφαλιαρίτσες τύπου Κορλεόνε)

- έτσι σε θέλω! κοτόπουλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η οπή-απόληξη του πρωκτού εκ της οποίας εκβάλλονται τα αφοδεύματα.

Η κωλοτρυπίδα.

Ομόηχα: ουρήθρα, κερήθρα, μυζήθρα, κολυμβήθρα, τσιλιβήθρα.

- Θα σου ξεσκίσω την κωλήθρα βρωμόπουστα!
- Θα με κλάσεις τ' αρχίδια!
- Ώπα! Από συμπρωτεύουσα!
- Ναι για!

(σ.σ. ψιλοάκυρος ο διάλογος, αλλά το γράφω ξεκλέβοντας λίγο χρόνο απ' τη δουλειά)

(από nick, 07/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική και ζουμερή (μα σε καμία περίπτωση χοντρή) κωλάρα.

Προέλευση: Συμπαρασύρθηκε από την λέξη μπούτια δίπλα στην οποία συναντάται.

Προσοχή! Ποτέ μόνη της, παρά μόνο μαζί με τη λέξη μπούτια. Eξαίρεση: Στη φράση «Και γαμώ τα κώλια» μπορεί να σταθεί ως ανεξάρτητη.

- Φίλε, σ' άρεσε το Μαρινάκι;
- Αν μ' άρεσε λέει; Τι σωματάρα ήταν αυτή! Μπούτια, κώλια... τα πάντα όλα!
- Καλά, ηρέμησε, σου βγήκε από τον γιακά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι πολλά λόγια. Πέντε κουβέντες και σταράτες.

(Όπως και ο εν λόγω ορισμός.)

- Πανουουούληηη! Εσύ μου έφαγες το kinder bueno απ' το ντουλάπι;
- Ρε συ Νώντα, είχε δύο εκεί μέσα και ρώτησα την Θάνια αν είχε φάει το δικό της και μου είπε πως όχι αλλά αν ήθελα μπορούσα να φάω το δικό της γιατί δεν το ήθελε και μετα την ρώτησα για το άλλο και μου είπε ότι...
- Λίγα λόγια κι αντρίκια: εσύ το έφαγες, ναι ή όχι;
- Όταν ρώτησα τίνος είναι, η Θάνια μου είπε ότι η μαμά είχε πάρει τέσσερα, αλλά το ένα ήταν ανοιγμένο και το πέταξε, το άλλο...
- Πουστάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοιπόν...

Όποιος παλαιότερα πότιζε με πενηντάρικα τα ηλεκτρονικά, σίγουρα θα είχε ρίξει κανά πακέτο Ντελόρ στο παιχνίδι «Bubble-bubble» (μπούμπλε-μπούμπλε για τότε που είμασταν πιτσιρίκια και δεν είχαμε καλή γνώση της Αγγλικής). Ήταν αυτό που είχες ένα τερατάκι που ξέρναγε φούσκες, οι οποίες παγίδευαν τα τερατάκια – εχθρούς, ώστε σπάζοντάς τις τα εξολόθρευες. Υπάρχει και στα ΜΑΜΕ.

Όταν έμενες αρκετά σε μία πίστα, έβγαινε μια προειδοποίηση στην οθόνη και εμφανιζόταν κάτι σαν φαντασματάκι στην επάνω αριστερή γωνία. Αυτό δεν σκοτωνόταν με τίποτα, παρά σε πλησίαζε αργά αργά ώσπου να σε φάει (αν δεν καθάριζες γρήγορα την πίστα την είχες πουτσίσει...).

Στα μέρη μου το φαντασματάκι αυτό το ονομάζαμε «Λούσα» (με παχιά προφορά του «σ» μάλιστα), η προέλευση δε του χαρακτηρισμού είναι άγνωστη σε μένα.

Κάποιος φίλος με καταγωγή από άλλο μέρος, μου είπε ότι στα μέρη του το λέγαν «Ζάχο», επειδή έμοιαζε λίγο με καρχαρία (καρχαρίας-Ζαχαρίας-Ζάχος). Όποιος έχει να προσθέσει κάποια άλλη ονομασία, δεκτή...

(σ.σ. το παιχνίδι είναι θρύλος...)

(Σε ηλεκτρονικό όπου κάποιος παίζει μπούμπλε μπούμπλε τον πλησιάζει ένας άγνωστος και παρακολουθεί την εξέλιξη…)

- Γρήγορα φίλε, θα βγει ο Λούσας!
- Όχι ρε πούστη! Βγήκε!
- Άσε να στο περάσω εγώ γιατί είναι δύσκολο...

(…πάντα υπήρχαν κάτι τυπάκιατζαμπατζήδες - που αυτοπροσφέρονταν να περάσουν τις δύσκολες πίστες στους άλλους, αλλά μόλις παλουκώνονταν στη θέση, άντε να τους σηκώσεις μετά...)

Βλ. και Ρούλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρδέλα καλείται στην στρατιωτική αργκό το διακριτικό των υπαξιωματικών (μοιάζει με ανάποδο ανοιχτό ν).

Οι δεκανείς φέρουν ένα ν (ή αλλιώς μία σαρδέλα), οι λοχίες δύο ν (ή αλλιώς δύο σαρδέλες) και κ.ο.κ. για επιλοχίες (3) και αρχιλοχίες (4) (τα ανωτέρω προς ενημέρωσιν του γυναικείου πληθυσμού)

Η φράση λέγεται ειρωνικά όταν θες να ρίξεις άκυρο σε διαταγή που σου δίνει υπαξιωματικός σου προκειμένου να τον μειώσεις σχετικά με τον βαθμό που φέρει (ανάλογα με το βαθμό προσαρμόζεις και τις σαρδέλες, που τελικά ούτε και οι 4 φτάνουν για μεζές).

- Καραχάλιος!
- Μάλιστα κυρ Λοχία...
- Πάρε άλλον έναν και ελάτε μαζί μου να κουβαλήσετε κάτι κιβώτια από την αποθήκη.
- Ωχ τώρα...πάλι εγώ...ας πάει και κάποιος άλλος...
- Ωπα! Τιιι έχουμε Καραχάλιος! Αρνούμαστε να υπακούσουμε την διαταγή ανωτέρου;
- Σιγά κύριε Λοχία, με δυο σαρδέλες ούτε τσίπουρο δεν πίνεις...
- Αναφερόμενος.
- Πίνεις πίνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-κλισέ που κάθε άνθρωπος που έχει πατήσει σε σουβλατζίδικο έχει πει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του! (για σκεφτείτε το λίγο...)
Ειπώνεται συνήθως ως εξής:
1) Περιμένεις όρθιος στην ουρά να έρθει η σειρά σου να παραγγείλεις.
2) Η σειρά σου έρχεται και δεν έχεις αποφασίσει αν θα πάρεις σουβλάκι (καλαμάκι) ή πιτόγυρο.
3) Όταν έρχεται η σειρά σου αποφασίζεις να χτυπήσεις πιτόγυρο αλλά διατηρείς κάποιους ενδοιασμούς ακόμα.
4) Υπ' αυτό το καθεστώς δίνεις την παραγγελία περιγράφοντας τι υλικά θες να περιέχει το έδεσμα, με γραμματική και συντακτικό να έχουν πάει στο διάολο (είναι και η πείνα που θολώνει τον νου...)

Σημείωση: Συνήθως χρησιμοποιείται μαζί με τη φράση «απ' όλα», που βάζει και την ταφόπλακα αφαιρώντας κάθε λογική.

- Ναι καλησπέρα!
- Καλησπέρα.
- Ναι, εεε... θα ήθελα μια ... (παύση).. .διπλή πίτα γύρο χοιρινό απ' όλα, με χωρίς ντομάτα και κρεμμύδι! (αρχίζει την παρασκευή)
- Κέτσαπ- μουστάρδα να βάλω;
- Εεεε...όχι! (την στιγμή που πάει να βάλει κοκκινοπίπερο)
- Όχι! Δεν θέλω κοκκινοπίπερο! (το αφήνει και αρχίζει το τύλιγμα)
- Να στο τυλίξω ή θα το πάρεις πακέτο; (τι εννοεί άραγε ο ποιητής;;;)
- Όχι αφήστε, θα το πάρω μαζί! (τι εννοεί και αυτός ο ποιητής;;;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάνα άι'ντ λάικ του φακ + μάνα = πλεονασμός.

Όταν πρόκειται για «μιλφάρα», οι λεκτικές υπερβολές δεν συγχωρούνται, επιβάλλονται.

- Ρε μαν, κοίτα μια ξανθιά μιλφομάνα απέναντι!
- Ποια λες μαν; Την μελαχρινή με τις σακούλες σκλαβενίτη;
- Φεύγω μαν, έχω raid.
- Α τον μλκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified