Χωρίς στον πούτσο μοίρα. Χωρίς σύντροφο δηλαδή, χωρίς γκόμενα ή γκόμενες, αγάμητος. Ασυνόδευτος, τέλος πάντων –πώς το λέμε ρε παιδί μου;

(από πρωινή εκπομπή στο ραδιόφωνο όπου σχολιάζουν κάποιον κάγκουρα και τους ομοίους του):
— Και δε μου λες, έχουν γκόμενες αυτοί;
— Δεν ξέρω, μπα, δεν νομίζω... Αυτός ο συγκεκριμένος πάντως είναι μόνιμα άδειος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλλιστεία. Διαδικασία - εκδήλωση ιδιαίτερα δημοφιλής, με εορταστικό περιτύλιγμα, κατά την οποία επιδεικνύονται πλήθος όμορφες (ο θεός να το κάνει, γιατί δεν ξέρουμε τί κρύβεται κάτω από τον σοβά) γυναίκες, καλλίγραμμες και, υποτίθεται, έξυπνες και χαριτωμένες (το μορφωμένες λέω να μην το βάλω, αν και μερικές θεωρούν ότι είναι κι απ' αυτό). Απώτερος στόχος της διαδικασίας αυτής που αναμεταδίδεται πάντα από την τηλεόραση και χτυπάει ένα γερό τοις εκατό τηλεθέασης είναι το βραβείο, το οποίο πρωτίστως θα προωθήσει τις αυτο-σκλάβες στην τηλεπιάτσα ή στη διαφήμιση και αργότερα στην αργή αλλά σταθερή κατανάλωσή τους από το τηλεκοινό. Το χειρότερο είναι όταν κάποιες υπερβαίνουν το όριο και πιστεύουν, οι κακομοίρες, ότι τους αξίζει κάτι καλύτερο σε αυτή τη ζωή, κάτι σε κουλτούρα ας πούμε, κάτι σε θέατρο, βλ. Βίκυ Κουλιανού. Εκεί παίζεται το αληθινό δράμα. Κλαψ. Σνιφ. Λυγμ.

- Τι κάθεσαι και βλέπεις εκεί ρε μαλάκα;
- Ωχου ρε πούστη, με το σχόλιο στο στόμα είσαι κάθε φορά... Άσε και κανέναν να χαζέψει λίγο το μουνοπάζαρο ρε φίλε....

(από ironick, 26/05/08)(από acg, 26/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Η δικαιολογία που προτάσσει ένας καλλιτέχνης του κώλου προκειμένου να υπερασπιστεί το έργο του. Λέγοντας αυτό, ο ψευδο-καλλιτέχνης εννοεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή του είναι θέμα προσωπικής του άποψης οπότε δεν χωράει άλλη εξήγηση. Έτσι βουλώνει το στόμα των αδαών.

Κυρίως όμως το λέμε εμείς όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο έργο και δεν ξέρουμε να εξηγήσουμε τίστομπούτσο είναι αυτό που βλέπουνε τα μάτια μας.

(Το λέμε όμως και όταν πράγματι αυτό που αντικρύζουμε είναι ιδιαίτερο αλλά τυχαίνει να είμαστε εμείς οι ανίδεοι και δεν ξέρουμε τι να πούμε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο τέχνης, ταινία, κείμενο κλπ το οποίο δεν κατανοούμε αμέσως, κινδυνεύουμε είτε να το παραγνωρίσουμε θεωρώντας το μαλακία, ή να το θαυμάσουμε άδικα νομίζοντας ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό. Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το, δηλαδή).

Ο καλλιτέχνης επιδεικνύοντας το έργο του στα εγκαίνια της έκθεσής του:
- Εδώ έβαλα σκουλήκια στη θέση του ανθρώπου ώστε να φανεί η μικρότητά του σε σχέση με το θείο που απεικονίζεται στον από πίσω πίνακα.
(κάποιοι θεατές:
- Τί λέει ρε μαλάκα το άτομο;
- Ξέρω γω ρε συ; Άποψη...)
Η δημοσιογράφος που κοιτάει (τον καλλιτέχνη, όχι το έργο) εκστασιασμένη:
- Και γιατί επιλέξατε σκουλήκια κύριε Τσαρλατάνογλου και όχι, ας πούμε, πατάτες;
- Άποψη.
- Μάλιστα. Είναι πραγματικά θαυμάσιο αυτό το μήνυμα που προσπαθείτε να περάσετε στο κοινό σας...

ΑΜΑΝ - Μαεβιους Παχατουριδης (από acg, 20/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ, το ξέρω, αλλά γράφτηκε κάποτε από φοιτητές σε θρανίο της φιλοσοφικής Αθηνών. Το θρανίο δεν πρέπει να υπάρχει πια, έχουν περάσει καμιά πενηνταριά χρόνια από τότε (την πληροφορία μου έδωσε η μάδερ). Απλώς θεώρησα ότι πρέπει να αναφέρω αυτή την επιγραφή που δείχνει ότι κάποιοι φοιτητές έχουν (είχαν) το γνώθι σεαυτόν.

Σήμερα ο στίχος έχει ευρύτερη εφαρμογή.

Ο στίχος εννοείται πως είναι παράφραση του περίφημου κειμένου του Σιμωνίδη, αν θυμάμαι καλά, που λέει: «Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» (Σιμωνίδης 5ος π.Χ.)

Παράδειγμα, δεν έχει. Θα γίνει έρευνα όμως, και αν τυχόν ποτέ εντοπιστεί το θρανίο (μπορεί ακόμα να χρησιμοποιούν τα παλιά...) ο στίχος θα φωτογραφηθεί και θα τον ανεβάσω εδώ. Αν στο μεταξύ τον βρει κάποιος από σας, λέμε τώρα, ας τον ανεβάσει, εννοείται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό επιδοκιμαστικό σχόλιο το οποίο χρησιμοποιείται φιλικά αλλά και λίγο ειρωνικά. Σημαίνει: πω πω, μεγάλε, άλα της, άντε-άντε, κττ.

Η προέλευσή του είναι άγνωστη νομίζω, αλλά χρησιμοποιείται εδώ και τρεις δεκαετίες τουλάχιστον... αν και υποπτεύομαι ότι θα βαστά κάναν αιώνα η χρήση του (οι ρεμπέτες, ας πούμε, δεν θα το λέγανε;)

Προφορά: ανοίγουμε τα χείλη στο πλάι (σαν σφιγμένο χαμόγελο ένα πράμα), κρατώντας τα δόντια καλά κλειστά. Το /τσ/ προφέρεται πολύ κοφτά, δηλαδή ίσα που ακούγεται το /σ/. Ακολουθεί απειροελάχιστη παύση. Το /ξ/ προφέρεται με οξύτητα, κάπως σφυριχτό δηλαδή (οπότε η κάτω σιαγών προεξέχει λίγο), και τραβιέται σε χρόνο όσο υπάρχει ανάγκη, ανάλογα με την περίπτωση. Μπορεί να είναι αρκετά βραχύ (αν το λέμε σε κάποιον επιδοκιμάζοντάς τον) ή αρκετά μακρό (αν τον ειρωνευόμαστε λίγο ή δεν τον πιστεύουμε και τόσο).

- Πού ήσουν χθες;
- Είχα ένα ραντεβού και είχα κατεβάσει τα τηλέφωνα...
- Τσ-ξς!...
- Όχι ρε μαλάκα, επαγγελματικό ήταν!
- Τσ-ξςςςςςςςςς!

βλ. και τσσς!, πς / πςςς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έφραση (βαστάει τουλάχιστον τρεις γενιές πίσω) γι' αυτόν που κάνει πάντα παρατηρήσεις στους άλλους, που υποκρίνεται τον τέλειο, που προσποιείται τον καθώς πρέπει -όμως ο κώλος του ξέρει την αλήθεια. Τώρα, γιατί ο κώλος του, δεν ξέρουμε ακριβώς. Πάντως ως κρυφό και προσωπικό σημείο του σώματος, μας αφήνει να συμπεράνουμε πως ο κωλοπρεπούσης α. το παίζει καθαρός ενώ έχει τον κώλο άπλυτο, β. το παίζει αγνός ενώ τον έχει σκίσει τον κώλο του για τα καλά, γ. είναι πρωκτικάτζα του κερατά, δηλ. το μυαλό του κατευθύνεται ακόμα από τον πρωκτό του, βρίσκεται ακόμα στο πρωκτικό (κατά Φρόυντ) στάδιο ελέγχου των πάντων (ο κόσμος είναι δικός μου, μη μου τονε πειράζετε).

Ο άνθρωπος που χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση κατά κόρον καταγόταν από την Πελοπόννησο. Πιθανόν λοιπόν να είναι τοπικός ιδιωματισμός. Ίσως να μας βοηθήσει η γνωστή και διαδεδομένη κατάληξη σε -ούσης: Πανούσης, μπαρμπα-Μυτούσης, κλπ. Όποιος τυχόν γνωρίζει κάτι επ' αυτού, ας μας το καταθέσει!

- Πώς σου φαίνεται η Στέλλα; Καλό κορίτσι ε; Ξέρει κι από τρόπους, είναι προσεκτική, καθαρή... Την είδες πώς την είπε στο γκαρσόνι όταν του ξέφυγε μια σταγόνα από το κρασί στο τραπεζομάντηλο;...
- Άσε μας μωρέ με την κωλοπρεπούσα, έχει το σπίτι της μπουρδέλο μέσ' στα χνούδια και την τουαλέτα της μεσ' στο σκατό και την είπε στον κακομοίρη που ήταν πρώτη μέρα στη δουλειά!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άσχημη όψη, δείχνει κουρασμένος, έχουν γίνει τα μάτια του κουμπότρυπες, οι ρυτίδες έχουν αναδειχθεί και το χρώμα του είναι κακό.

- Είσαι καλά;
- Γιατί ρωτάς;
- Ξέρω γω, δείχνεις πολύ κομμένη.
- Ίσως επειδή αδιαθέτησα.
- Ε, έτσι πες μας ντε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος άλλος, ο Ρεχάγκελ...

Ήρθε επιτέλους η ώρα να βγεί στην σύνταξη ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ και όλη η γερολαία της ομάδας μαζί. Όπως έπρεπε να είχε γίνει απο το 2004, μετά την κατάκτηση του Euro.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

από το troktiko.blogspot.com

(από Cunning Linguist, 26/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια, όταν σερβίρονται μαγειρεμένα. Προφανώς λέγονται έτσι για να μην ειπωθούν με το όνομά τους. Όπως λέμε: «ο ακατονόμαστος».

- Λέω να φάω μια φορά αμελέτητα να δω πώς είναι, τι λες;
- Φά' τα, και φάε μετά και μυαλά πανέ. Τι λε ρε μαλάκα, σοβαρολογείς;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified