Λάθος στην χρήση των ελληνικών, το οποίο όμως προδίδει με σαφήνεια την τάση για υπερβολή που έχει ο Έλληνας στην έκφρασή του. Η λέξη ανέκαθεν σημαίνει (από μόνη της): πάντα, «από πάντα». Το να πεις «από ανέκαθεν» είναι πλεονασμός, ωσεκτουτού είναι λάθος. Το «εξ απ' ανέκαθεν» πια, τα σκίζει όλα και, ωσεκτουτού, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για πλάκα.

- Μπα; Εδώ μένεις;
- Εξαπανέκαθεν.

(από Khan, 30/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλαπατσίμπαλο μπορεί να είναι είτε ένα μουσικό όργανο που έχει το κακό του το χάλι και ηχεί άθλια (ξεκούρδιστα, παράφωνα) ή ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο το οποίο, στην ουσία, είναι κατασκευασμένο από ευτελή υλικά (πχ. ρουκουνόφωνο).

- Πω πω ρε παιδάκι μου, ακόμα έχεις αυτό το παλιόπραμα αντί να πάρεις ένα πιανάκι της προκοπής;
- Μα είναι της γιαγιάς μου...
- Και λοιπόν; Αν η γιαγιά σου ζούσε ακόμα κι έπαιζε νομίζεις ότι θα εξακολουθούσε να έχει αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- Καλά, λέγε εσύ... Τι καταλαβαίνεις από πράγματα αξίας...

(από ironick, 04/09/08)(από ironick, 24/10/12)

Βλ. κλαμπατσίμπαλα, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κακής ποιότητας ή το ξεκούρδιστο πιάνο που ηχεί σαν λατέρνα.

- Πήγα που λες στο μαγαζί και είχαν ένα πιάνο οι κατακαημένοι, τι να σου πω, λατέρνα, κατάλαβες τώρα...
- Καλά, ζμπούτσατς, νομίζεις ότι τους ένοιαζε η ποιότητα του ήχου μωρέ και συ; Ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά: «Φέρε μωρέ ένα πιάνο ο,τινάναι και βάλτο σε μια γωνιά να τελειώνουμε...»

Got a better definition? Add it!

Published

Σοφή λαϊκή ρήση που σημαίνει: δεν ακούς την έμπειρη γυναίκα, και νά τι παθαίνεις... Λέγεται και από άντρα και από γυναίκα. Συνήθως το λένε όσοι τη βρίσκουν με το να αποδεικνύεται πως είχαν δίκιο.

Βλ. και παλιά καραβάνα γενικώς.

- Ρε γαμώτο, δίκιο είχες, δεν έπρεπε να πάμε στο Galaxy για ποτό... Δήθεν σπεσιαλιτέ στα κοκτέιλ, δήθεν τό 'να μου, δήθεν τ' άλλο μου, αμίτες μας σερβίρανε, φρέσκο χυμό ούτε για δείγμα, και πληρώσαμε μαζί με κάτι μεζεδάκια 1200 ευρώ για 8 άτομα, μας πήρανε τα σώβρακα σου λέω...
- Εεεμ, δεν ακούς τη γριά πουτάνα... Όταν σου τά 'λεγα με έλεγες μίζερο... Λύσσαξες «έχει θέα» κι «έχει θέα», φάτηνα τώρα. Δούλευε να τα ξαναβγάλεις που μου ήθελες και πολυτέλειες, μαλάκα. Για κάτι ηλίθιους σαν και σένα στήνουν τους ιστούς τους αυτοί... Άκου τώρα, μου θες και θέα.. πού την έμαθες τη θέα, στο εσωτερικό διαμέρισμα στο Πατήσι;
- Ε σκάσε πια, μου ζάλισες τ' αρχίδια, τί 'θελα και στο 'πα...
- Όχι, καλά έκανες, γιατί ...
(κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική παραλλαγή της ιστιοπλοΐας, μόδα της τελευταίας δεκαετίας. Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε καραβάκια κατακλύζουν το Αιγαίο, ο σκίπερ συνήθως είναι βερμουδιάρης, το πλήρωμα μπουζουκογκόμενες ή εναλλακτικές καθώς και άλλοι βερμουδιάρηδες, τα χώνουν στις ψαροταβέρνες που την έχουν καταλάβει τη δουλειά και σερβίρουν, εννοείται, αστακομακαρονάδες -και το πανί σπανίως ανοίγει, πότε γιατί φυσά πολύ, πότε γιατί δεν φυσά καθόλου. Αγαπημένα τους μέρη τα ήσυχα κολπάκια στα οποία, προτού φύγουν για να επιστρέψουν στο Κλεινόν Άστυ ή όπου αλλού, αφήνουν τα σκουπίδια τους, τα σκατά τους, τις σαπουνάδες τους ή ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση. Να με συχωρέσουν οι εξαιρέσεις.

- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Σκατά. Μόνο ιστιοπλοΐα δεν ήτανε. Πανί δεν άνοιξε δήθεν γιατί δεν φύσαγε αρκετά και η μηχανή έκαιγε τρεις μέρες συνέχεια, πεθάναμε από τη μπόχα και τον θόρυβο, οι γκόμενες ζαλίζονταν, ο μαλάκας ο Σάκης το στούκαρε σε ξέρα και μετά πληρώναμε όλοι μαζί τη ζημιά, το σκάφος αν δεν ήμουν εγώ θα έζεχνε από τη βρώμα, τί άλλο θέλεις, ιστιοφλωρία σου λέω, οι τύποι είναι ανίκανοι. Δεν ξαναπάω, αλλιώς μου τα είχαν πει...
- Όταν σ'τα έλεγα εγώ με έλεγες γρουσούζη. Αφού τους ξέρω ρε μαλάκα, πάντα έτσι τα κάνουν, δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.

- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαίρες, στην κρητική (βλ. κομπιουτεράκια)

- Πόσες καραμέλες έπαιξες στον πρόγαμο;
- Έξε χιλιάδες.
- Ώφου μάνα μου!

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τροφή που σπάει την δυσκοιλιότητα και φέρνει το καλό, το ωραίο, το πολυπόθητο χέσιμο.

- Τι έπαθε πάλι η μικρή;
- Τα ίδια. Πέντε μέρες έχει να πάει και έχει πρηστεί, δε βλέπεις;
- Δώσ' της σύκα να φάει, είναι χεστικά. Και κανα κολοκύθι...
- Της έδωσα λίγο ρύζι, δεν κάνει; Φυτό είναι κι αυτό.

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified