(Προσθήκη που έγινε την 29η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 2010: ξεσκατώστρα είναι και η ποπέρα).

Η γυναίκα που, προς κακήν της τύχη, εργάζεται σε σπίτια και προσέχει γριές, γέρους, κατοικίδια και μωρά, τώρα πια που η ένδοξη οικογένεια δεν υπάρχει κι έτσι τα είδη αυτά πρέπει κάποιος να τα φροντίζει. Βασικό θέμα της εργασίας αυτής είναι το ξεσκάτωμα και το πλύσιμο. Και καλά για τα μωρά. Τους γέρους όμως και τις γριές δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να τους ξεσκατώνεις. Ο όρος ξεσκατώστρα είναι λίαν υποτιμητικός και χρησιμοποιείται 1. όταν το αφεντικό είναι σκέτη σνομπίλα (οπότε με τον υποτιμητικό όρο δηλώνουμε την στάση του απέναντι στο άτομο αυτό) 2. στην περίπτωση που έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως η γυναίκα αυτή εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, κακοποιεί τον γέρο, τα βάζει με τη γριά, αδιαφορεί για το μούλικο, κλωτσάει το κατοικίδιο, κλέβει καν' ασημικό κλπ κλπ. Αλλιώς λέμε, ξέρω γω: «εσωτερική», «γυναίκα για το σπίτι», «οικιακή νοσοκόμος».

- Καλά, ο Τάκης πρέπει να τά 'χει παίξει. Έναν χρόνο τώρα έχει τη μάνα του φυτό μέσα στο σπίτι...
- Ε, καλά, πέρα από τη στεναχώρια τ' άλλα τα έχει βολέψει με κείνη την ξεσκατώστρα, δεν θυμάσαι;
- Ναι αλλά του βγήκε πολύ σκάρτη γιατί την έπιασε να ταΐζει τη μάνα γατοτροφές και να της μιλά άσχημα. Την έδιωξε και τώρα ψάχνει γι άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περίφημης ρήσης του Καζαντζάκη (;) «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!».

Το γυναικείο αιδοίο, που αποτελεί εν τω προκειμένω απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, είναι τόσο βαθύ, σκοτεινό, ερεβώδες, χαοτικό, άγνωστο, ανεξερεύνητο και άραχλο -και ωσεκτουτού τρομακτικά μυστηριώδες- και η μυθικών διαστάσεων επενέργειά του στην γυναικεία όσο και στην αντρική ψυχολογία είναι τόσο πολύπλοκη και μη μετρήσιμη, ώστε μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τρομακτική και άγνωστη άβυσσο.

Σημ.: στην κυριολεκτική έννοια του όρου μιλάμε για πηγαδομούνοβα... (βλ. Πηγαδομούνοβα, Τατιάνα ή πηγάδω)

- Ρε πούστη μου, τά 'χω παίξει με την Ελένη... Δεν πιάνεται από πουθενά. Είπα να της κάνω έκπληξη κι έπλυνα εγώ τα πιάτα σήμερα και αντί να χαρεί με είπε μαλάκα, που τί την πέρασα, για τεμπέλα;, που όλο κάνω πράγματα όταν δεν χρειάζεται, που τα είχε αφήσει επίτηδες για να δει η μάνα μου ότι μαγειρεύουμε και τρώμε κι ότι δεν μένουμε νηστικοί σ' αυτό το σπίτι, κι ότι άλλη φορά να ρωτάω ... με πήρε από τα μούτρα σου λέω! Και δεν είχε καν περίοδο, να φανταστείς. Να μη σου πω ότι ήταν στις καλές της κιόλας!
- Τι να σου πω φίλε, άβυσσος το μουνί της γυναίκας!...

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απηρχαιωμένο ευφυολόγημα που έλεγαν οι προπαππούδες μας και διατηρήθηκε για καμιά δυο γενεές ακόμα.

Ως γνωστόν ήρθε το 1917 η μέρα κατά την οποία Τσάρος δεν υπήρχε πια. Οι προπάπποι μας λοιπόν, που έζησαν αυτές τις στιγμές και οι οποίοι δεν είχαν το προστυχολογιό και τόσο εύκολο, έλεγαν, κουνώντας το κεφάλι τους δήθεν νοσταλγικά: «Πού Τσάρος!...» (σα να λέγανε «τώρα πια, πού τσάρος!») όταν ήθελαν να πούνε για κάποιον λόγο ότι πάει, τέλος, το χ πράγμα ανήκει στο παρελθόν κλπ. Φρόντιζαν μάλιστα να τονίζουν κάπως περισσότερο το πού, ακουγόταν «Πούτσαρος» και σκάγανε στα γέλια σαν να λέγανε κάτι το πάρα πολύ αστείο.

Εδώ που τα λέμε, αν η έκφραση διδασκόταν στα σχολεία από το δημοτικό, θα ήταν ο μόνος τρόπος να εμπεδώσουν οι μαθητές την διαφορά μεταξύ που και πού.

- Ρε γαμώτο, ήθελα νά 'κανα κανα μπανάκι ακόμα στη θάλασσα...
- Ε, τώρα, πού τσάρος... Χειμώνιασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαζόχας, η μαζόχα.

Αυτός ή αυτή που αρέσκεται ή την βρίσκει να βασανίζεται σωματικά ή ψυχολογικά. Από το μαζοχιστής, εννοείται.

Λέγεται ειρωνικά. Μαζόχα στο γαμήσι μπορεί να είναι η μάνα μας, ο πατέρας μας, η αγαπημένη μας αδελφούλα, ο σεβάσμιος θείος και μεις να μην έχουμε πάρει χαμπάρι. Μπορεί να είμαστε και μεις και να το ανακαλύψουμε μια ωραία πρωία (ρωτήστε τον Ασκητή για περαιτέρω πληροφορίες). Ο μαζόχας εύκολα βρίσκει το ταίρι του, τον σαδιστή, γιατί ως γνωστόν μάλλον υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι. Τα παιχνιδάκια τους στην αρένα του S&M είναι απαιτητικά, χρειάζονται ένα σωρό αξεσουάρ αν θες να το παίξεις κυριλέ και εξοπλισμένος, αλλιώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και αυτοσχέδια εξαρτήματα, μπαλαντέζες, τον τρίφτη του τυριού, ξυραφάκια, τέτοια. Ναι αμέ. Όσο δυνατότερος ο πόνος τόσο μεγαλύτερη η ηδονή.

Όσο για τον μαζόχα στη συμπεριφορά, είναι ένα εκνευριστικό πλάσμα το οποίο παιδεύεται για καταστάσεις οι οποίες είτε είναι απλούστατες ή θα μπορούσε να τις αποφύγει πανεύκολα. Γιατί κι αυτός, απλούστατα, τη βρίσκει με τα μπερδέματα και τις δυσκολίες. Αλλά δεν θα το παραδεχθεί ποτέ.

Το θηλυκό το χρησιμοποιούμε και για τον χαρακτηρισμό ανδρών.

  1. - Είδες πώς είναι η πλάτη αυτηνής; Γεμάτη τεράστιες γκρατζουνιές. Αν προσέξεις καλά φαίνονται κάτω από το ρούχο.
    - Ε, καλά, καμιά μαζόχα θά 'ναι.

  2. - Τι μαζόχα κι αυτός ο Μιχάλης! Δεν μπορεί να ξαπλώσει, λέει, στο κρεβάτι του, αν δεν είναι τσίτα όλα τα σεντόνια και κάθε βράδυ, ό,τι ώρα και να πέσει για ύπνο, το ξεστρώνει και το ξαναστρώνει από την αρχή!
    - Δεν ξέρω αν είναι μαζόχα, μάλλον για παλιαδερφάρα τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τα γαλλικά (claquage) που σημαίνει θλάση μυών ή/και, αν δεν απατώμαι, βραχυκύκλωμα, διακοπή ρεύματος, κάτι τέτοιο. Εμείς το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ξαφνική ψυχολογική κατάρρευση ενώ όλα πηγαίναν όχι μόνο καλά, ίσα-ίσα υπερλειτουργούσαμε κιόλας.

Ο Αντρέας τά 'μαθες; Βάρεσε ένα κλακάζ στα καλά του καθουμένου και τώρα νομίζει ότι τον παρακολουθούν, ότι τον κυνηγάνε να τον βουτήξουν για λύτρα, ότι θέλουν να τον φιμώσουν γιατί αυτός ξέρει όλα τα μυστικά της εταιρείας αλλά και της παγκόσμιας συμφιλίωσης, γάμησέ τα... Ψυχάκιας μας βγήκε κι αυτός...

βλ. και βλακ άουτ, μπλακάουτ, κοκομπλόκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...

- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.

Οι πιο εκλεκτές αποκαλούνται "καχραμανάτες". (από Vrastaman, 26/09/08)(από jesus, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρρενωπότερη και εμφατικότερη παραλλαγή του κωλοβαράω και, εννοείται, του μαλακίζομαι. Δεν είναι κυριολεκτική η σημασία της λέξης, δεν βαράω τον πούτσο μου δηλαδή (όπως λέμε «βαράω μύγες»), ούτε και τραβάω μαλακία ντε και καλά, απλώς σκοτώνω τον χρόνο μου σα να τα έκανα όλ' αυτά. Για τις δύσκολες στιγμές και τις ώρες που δεν περνάνε με τίποτα. Στο σπίτι, στο γραφείο, στο σχολείο, στην καφετέρια, στον δρόμο, στη ζωή γενικά. Αγαπημένη απασχόληση του Έλληνα, λένε οι κακές γλώσσες. Μάλλον φταίει το κλίμα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες κι ας μη διαθέτουν το περίφημο αυτό εργαλείο.

Παράγωγο: η πουτσοβάρα (κατά το κωλοβάρα).

Πουτσοβαράγαμε χθες όλη μέρα στη δουλειά μέχρι που έσκασε η πίπα για του δίδυμους πύργους και μετά δεν σηκώσαμε κώλο για ένα μήνα, φίλε μου! (από το αρχείο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεράματα, σε πιο ήπιο χαρακτηρισμό.

- Τι έχω πάθει και ξυπνάω ακόμα και στις διακοπές στις 7:30 το πρωί, ρε πούστη;!
- Φίλε, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, ξέρεις τι σημαίνει αυτό...
- Ξέρω, γεροντάματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από καιρό πεθαμένος, αυτός που κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα, που έχει λιώσει για τα καλά κι έχει γίνει λίπασμα, αηδία σκέτη ένα πράμα, αλλά τι να κάνω, να μην το πω;

(καλοκαιρινό ντοκουμέντο)
Βλέπει ο μπάρμπας στο χωριό κάποιους συχωριανούς σε παλιές φωτογραφίες και λέει:
- Ω ρε γαμώτα, κοπριά γινήκαν ούλοι...
Και κουνάει το κεφάλι του και την άλλη στιγμή το έχει ήδη ξεχάσει γιατί αυτός ακόμα είναι ζωντανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified