Ρίχ' το, κάν' το, δώσε, χώσε, σκάσ' το, πες το.

Προτροπή προς άμεση εκτέλεση κάποιας πράξης ή δήλωσης, η οποία μάλλον δεν θα μας είναι ευχάριστη. Και θα σκάσει σαν το κανόνι (που κάνει μπουμμμ...).

Από το ρήμα μπουμπουνίζω.

- Και τι σου είπε η Νταίζη;
- Ποιος τη μπαίζει;
- Έλα, λέγε, κόφ' το δούλεμα.
- Να πω τι;
- Λέγε ρε μαλάκα!
- Είσαι σίγουρος πως θες ν' ακούσεις;
- Έλα, μπουμπούνα το, να τελειώνουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο πανηλίθιος, ο μπαγλαμάς, ο απόλυτος βλαξ.
Πολύ παλιά λέξη η οποία χρησιμοποιείται μάλλον όταν το λέμε χαριτωμένα και όχι προσβλητικά, σε κάποιον που συμπαθούμε.
Αγνώστου ετύμου... Μήπως από το κλούβιο κεφάλι του μπουμπούνα όπου αντηχεί το κενό του;
Καμία σχέση με την έκφραση «μπουμπούνα το», εξίσου χαζή όμως.

- Ρε μπουμπούνα, σου το έχω πει τόοοσες φορές και συ δε νιώθεις... Τι άλλο να κάνω, πες μου.
- Ποιος ήταν;

Got a better definition? Add it!

Published

Τίτλος ευγενείας που αποδεικνύει περίτρανα, επιτέλους, ότι η ομάδα Ε, οι Παγάνες και οι απανταχού Λιακοπουλισταί έχουν δίκιο όταν, κάτω από κάθε πέτρα, αναλακύπτουν κι ένα ελληνικό στοιχείο.

Ο ορισμός που ακολουθεί είναι παρμένος από το βιβλίο Γλώσσα μετ' εμποδίων του συναδέλφου σλαγκιστή Sarant (http://www.sarantakos.com/language/matakite.html), την άδεια του οποίου ζήτησα και πήρα για να παραθέσω το απόσπασμα. Τα εύσημα λοιπόν, δικά του.

«(...) έρχομαι να προτείνω μια, πιστεύω αναντίρρητη, ένδειξη ελληνικής, και δη προκατακλυσμιαίας, παρουσίας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Όπως μπορείτε να δείτε σε μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο, ο γενάρχης των Φιλιππινέζων στη μυθολογία τους, το ανάλογο του Αδάμ δηλαδή (...) λέγεται Si Malakas* (...). Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι Malakas σημαίνει δυνατός (...). Όμως τί ξέρουν οι φτωχοί; Αυτά είναι μυθολογίες.

Εμείς ξέρουμε την Αλήθεια. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο γενάρχης των Φιλιππινέζων ήταν προκατακλυσμιαίος Έλληνας που έφτασε με τα ελληνικά κοίλα πλοία και αποβιβάστηκε στα νησιά του Ειρηνικού για να τους μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό. Κι ενώ άγλωσσοι ιθαγενείς είχαν μαζευτεί στην ακτή και κοίταζαν γεμάτοι θαυμασμό τους λεβεντόκορμους επισκέπτες, ο πλοίαρχος έλεγε με μεγάλη φωνή (μεταφράζω από τα προκατακλυσμιαία ελληνικά): «Εμπρός παλικάρια μου να μεταλαμπαδεύσουμε την τρισχιλιετή μας γλώσσα σε τούτη τη μακρινή γωνιά, να μεταδώσουμε τα ιδεώδη της φυλής μας στους απολίτιστους αγρίους...». Όπως ξέρετε όμως, η πειθαρχία δεν είναι το φόρτε της φυλής μας και ούτε τότε ήταν.

Κάποιος ναύτης, ασφαλώς πρόγονος του Θερσίτη**, είπε στον διπλανό του:
- Μας έπρηξε τούτος ο μαλάκας.
- Ποιος είναι μαλάκας ρε; ρώτησε εξαγριωμένος ο πλοίαρχος που το άκουσε.
- Συ, του απάντησε μεγαλόφωνα και θαρρετά ο παππούς Θερσίτης.
- Εσένα θα σε κανονίσω μετά, είπε ο πλοίαρχος κι έδωσε τόπο στην οργή συναισθανόμενος τη σημασία της στιγμής.
και πήδηξε στη χρυσή άμμο. Και οι άγλωσσοι ιθαγενείς, που είχαν ακούσει όλη τη στιχομυθία και ρούφηξαν τον Έλληνα λόγο όπως το διψασμένο χώμα τις πρώτες σταγόνες της βροχής, έσπευσαν να στεφανώσουν με άνθη τον μακρινό πρόγονό μας, κραυγάζοντας ρυθμικά το όνομά του «Σι Μαλάκας!», «Σι Μαλάκας!» , «Σι Μαλάκας!» και να τον λατρέψουν σαν θεόσταλτο γενάρχη τους. Όσο και αν προσπάθησε αργότερα να τους μεταπείσει ο ηρωικός εκείνος πλοίαρχος ότι δεν λέγεται έτσι, η αλήθεια είναι ότι καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.

Γι' αυτό και πιστεύω ότι όταν αναφερόμαστε στον μυθικό γενάρχη των Φιλιππινέζων πρέπει να γράφουμε «Συ Μαλάκας» για να διατηρούμε το ετυμολογικό ίνδαλμα της λέξης.»

*πράγματι έτσι λέγεται
**«Ο Θερσίτης είναι κυρίως γνωστός ως ο μόνος ίσως καθαρά «αρνητικός» χαρακτήρας στον Τρωικό Πόλεμο: μέσα στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν παρασιτικό στοιχείο, ένας δειλός που μόνο έβριζε, φιλονικούσε και προκαλούσε συνεχώς με την αυθάδη συμπεριφορά του.» (Από Βίκι)

  1. - Ασταδγιάλα ρε μαλάκα που μου βγήκες από το στοπ και ζητάς και τα ρέστα! Μαλάκα, ε μαλάκα!
    - Ποιον είπες μαλάκα ρε μαλάκα;
    - Εσένα είπα μαλάκα!
    - Εγώ μαλάκας; Συ μαλάκας! Μαλάκας με κεφαλαίο κιόλας! ...που θα με πεις εμένα μαλάκα...

  2. - Στο διαγώνισμα με ελεύθερο θέμα με έκοψε η Κουτσουρίδου...
    - Εσένα;! το φυτό;;;!!! Γιατί;
    - Επειδή έγραψα για τον Σι Μαλάκα...
    - Ποιος ήρθε;
    - Για τον γενάρχη των Φιλιππινέζων.
    - Κοίτα που έμαθε ρε το φυτό και το δούλεμα! Ε καλά σου έκανε η γυναίκα! καιρός ήταν! Χαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της υψηλής κομμωτικής που σημαίνει κατσαρώνω, γίνομαι αφάνα, φουντώνω, ή καλύτερα «φριζάρω»... κατά την επίσημη κομμωτική (από το αγγλικό frizz). Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τα μαλλιά ή, σπανίως, για κανα μάλλινο πουλόβερ.

Τα μαλλιά, ιδίως τα «ξηρά ή ταλαιπωρημένα, ατίθασα» μαλλιά, πουτσοτριχίζουν άγρια όταν τα έχουμε λούσει και δεν έχουμε βάλει μαλακτικό, όταν κάνουμε το λάθος να τα βουρτσίσουμε, όταν είναι σπαστά ή κατσαρά από φυσικού τους αλλά εμείς τα ισιώσαμε, και όλα αυτά σε συνδυασμό και με στενό συνεργάτη την τρελή υγρασία (από 50% και άνω). Όπως έχει διαπιστωθεί τα τελευταία χρόνια, οι υγροί καιροί γίνονται όλο και συχνότεροι, διαρκούν όλο και περισσότερο, άρα αυξάνονται και τα προβλήματα της τρίχας. Η εικόνα που δίνουν τα μαλλιά-πουτσότριχες είναι κάτι σαν θολό περίγραμμα γύρω-γύρω από την κόμη. Αν λοιπόν το καλοκοιτάξεις αυτό, αν βρίσκεσαι δηλαδή κόντρα στο φως, θα φανούν μία μία οι κατσαρωμένες τρίχες. Οι λύσεις είναι δύο: ή τα κόβουμε γουλί, ή τα παστώνουμε με λογής-λογής ειδικά καλλυντικά.

- Άντε βγες από το μπάνιο επιτέλους να μπει και κανας άλλος. Ακόμα τα μαλλιά σου φτιάχνεις;
- Άσε μας ρε Στέλιο και πρέπει να φύγω για τη δουλειά και παλεύω με το κωλόμαλλο που πάλι έχει πουτσοτριχίσει από την υγρασία... Δε βλέπεις το χάλι; Μη με αγχώνεις και συ τώρα!

(από ironick, 06/11/08)(από ironick, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόλυτο ξενέρωμα. Οτιδήποτε και οποιοσδήποτε μας καταστρέφει την σεξουαλική διάθεση και τον ερωτισμό γενικά.

Συνώνυμα: ξενερουά, ντεκαβλέ.

  1. τηλεφώνημα από τη Μαμά πάνω που αρχίζει το πήδημα.

  2. ασπρόκαλτσας, ο, ταγάρω, η, βερμουδιάρης ξεπλένω, η καληνυχτάκιας και άλλα.

  3. η μακαρονάδα.

  4. ο άντρας φορά κάλτσες ή κοιτάζεται στον καθρέφτη ή και τα δύο, η γυναίκα λέει αχ μη μου το σκίσεις (το μπλουζάκι) γιατί δεν είχε άλλο στο μαγαζί.

  5. Ο Ασκητής

από την ταινία the opposite of sex (από xalikoutis, 07/11/08)Αντισέξ το unsafe sex (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορέκτ και σαχλά υπαινικτικός τρόπος για να πούμε κάνω ψυχοθεραπεία, κάνω ψυχανάλυση, αυτοψυχοψάχνομαι γενικώς. Έτσι λένε συνήθως οι Γιαλόμες. Επίσης το λένε όσες / όσοι ντρέπονται να πούνε το πράμα με το όνομά τους ή πρέπει να μιλήσουν γι' αυτό επειδή είναι της μόδας ή απλά θέλουνε να πούνε «με τρόπο» σε κάποιον πως είναι σάλτα και ψυχάκιας και πως καλό θα ήταν να χτυπήσει την πόρτα καμιάς ψυχούς.

Ρε συ Κατερίνα, πριν παντρευτείτε με τον Σάκη και προχωρήσετε και κάνετε παιδιά, δεμπανακάνεις λίγο δουλειά με τον εαυτό σου γιατί σε βλέπω λιγάκι στα όρια;

βλ. και ψάχνομαι, αυτοψυχοψάξιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ακατανόητη, καμία σχέση με την Αλατίνη... εκτός από τον φωνητικό συνειρμό. Πρόκειται περί μη πραγματοποιήσιμης απειλής. Λέμε «θα σε κάνω ταλατίνη», δηλ. κομματάκια. Από την έκφραση «τ' αλατιού» μάλλον. Ίσως ο Σαράντ να ήξερε να μας πει.

Γιωργάκη!!!!!!!! Πάψε να τρως με τα χέρια γιατί θα σε κάνω ταλατίνη, ΑΚΟΥΣ;!

Βλ. και σχετικό λήμμα τελατίνι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από σχετικά πρόσφατη διαφήμιση (μπεσαμέλ Γιώτης, αν θυμάμαι καλά. Αν επίσης θυμάμαι καλά, στη διαφήμιση ήταν η πρώτη εκδοχή: δεν έτυχε, πέτυχε. Δηλ. ήταν σίγουρο το αποτέλεσμα, τόσο νόστιμο είναι το προϊόν).

Το λέμε για να ξεκαθαρίσουμε ότι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας ήταν / δεν ήταν τυχαίο άρα δεν ήταν / ήταν εγγυημένο.

βλ.

  1. Εκδοχή αυτοπεποίθησης:
    - Πώς τα κατάφερες ρε συ και την έπεισες να έρθει;
    - Α, όλα κι όλα, δεν έτυχε, πέτυχε!

  2. Εκδοχή έκπληξης:
    - Ρε συ, πώς τό' κανες αυτό;!
    - Ξέρω και γω;... Έτυχε, δεν πέτυχε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάντα στον πληθυντικό γιατί ποτέ δεν είναι μία. Ή, κι αν είναι, δεν είναι μονοκόμματη. Είναι αυτές που μας έχουν κάνει να περπατάμε με το κεφάλι κάτω. Που όταν τις πατάμε νιώθουμε χειρότερα απ' ό,τι αν διαμελιζόμασταν από μια πραγματική νάρκη. Τις συναντάμε καθημερινά, στα πεζοδρόμια, στα πάρκα, έξω από το σπίτι μας. Και θα έρθει η αποφράς στιγμή κατά την οποία, παρά την προσοχή μας, θα τις πατήσουμε, θα τις νιώσουμε να απλώνονται σε όλη την επιφάνεια της σόλας του παπουτσιού μας και θα τις μεταφέρουμε (ολόκληρες ή τα κατάλοιπά τους) μες το σπίτι ή μέσα στο αυτοκίνητο. Είναι το σήμα κατατεθέν της χώρας που επιμένει να το παίζει τσιβιλιζατσιόν χωρίς να τηρεί τους βασικούς κανόνες -μάλλον γιατί οι κανόνες ακόμα είναι μεγαλύτερη ντροπή και ταμπού από τη μπόχα και τα σκατά.

Νάρκες είναι, για όσους δεν το πιάσαν ακόμα, ό,τι αφήνει πίσω της μια βόλτα με τον (κατοικίδιο και ποτέ αδέσποτο, γιατί οι τελευταίοι ξέρουν να καλύπτουν τα ίχνη τους) σκύλο. Και ας μην κατηγορούνται άδικα οι σκύλοι ούτε όμως και οι Φιλίππες που τους βγάζουν βόλτα. Τα αφεντικά είναι πλήρως υπεύθυνα γι' αυτό. Και προσωπικά ξέρω μόνο δύο αφεντικά που κυκλοφορούν με το περίφημο σακουλάκι και δεν αφήνουν τις κουράδες των σκύλων τους εκτεθειμένες. Πού και να είχαμε και άλογα, όπως στη Λόντρα ή στο Νιουγιόρκ.

Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, στις χώρες αυτές έφτυσαν αίμα για να επιβάλουν τον νόμο καθότι η βρωμιά του δυτικού κόσμου έχει γράψει ιστορία την οποία δεν πρόκειται, ευτυχώς, να γράψουμε εμείς ποτέ.

Ο υπερθετικός βαθμός είναι (στον ενικό αυτή τη φορά, γιατί είναι μία και καλή): τούρτα. Και αφορά τα άλογα, τις αγελάδες και τους ελέφαντες.

Πρόσεχε μαλάκα πού πατάς γιατί αυτή την εποχή πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα και είναι πολύ επικίνδυνο να πατήσεις νάρκες κρυμμένες από κάτω χωρίς να το πάρεις χαμπάρι.

(από ironick, 09/11/08)

βλ. και ναρκοπέδιο, τούρτα, κουρατζίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χώνεται, ο καταφερτζής, ο βυσματάκιας. Ο όρος παραμένει πάντα στο θηλυκό, άσχετα από το αν αφορά γυναίκες ή άντρες. Συνήθως δε, χρησιμοποιείται για άντρες. Είναι πιο βαριά κατηγόρια για έναν άντρα να τον πεις χώστρα παρά χώστη. Προσδίδει κάτι από πουστιά ή από πουτανιά στις πράξεις και στον χαρακτήρα του.

- Το ξέρεις ότι ο Νάσος δουλεύει τώρα στην εκπομπή του Θ.
- Ε καλά, τί περίμενες, είναι μια χώστρα αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published