Προσπαθώ να κατευνάσω ένα αρνητικό συναίσθημα, το διασκεδάζω (ρήμα μεταβατικό), το ξεγελάω, γιατί αλλιώς δεν τη βγάζω. Κρητικός ιδιωματισμός.
«Τα βάσανά μου χαίρομαι, τις πίκρες μου γλεντίζω», κρητικό τραγούδι.
Προσπαθώ να κατευνάσω ένα αρνητικό συναίσθημα, το διασκεδάζω (ρήμα μεταβατικό), το ξεγελάω, γιατί αλλιώς δεν τη βγάζω. Κρητικός ιδιωματισμός.
«Τα βάσανά μου χαίρομαι, τις πίκρες μου γλεντίζω», κρητικό τραγούδι.
Got a better definition? Add it!
Προφανώς έχει σχέση με τη σβούρα, την κίνησή της, την ταχύτητά της κλπ.
Με το που μου ξεστόμισε αυτή την αρχιδιά, του σβούρηξα μια ξανάστροφη κι έφυγε όλος πίσω.
Μαλάκα, ο τύπος δεν είναι καλά! Μια κουβέντα του είπα, «με γειά το πουκάμισο» του λέω, και μού 'χωσε μια σφαλιάρα άλλο πράμα... Σβούρηξε το κεφάλι μου!
Τις προάλλες μπήκε η πεθερά μου με το κλειδί στο σπίτι μας χωρίς να χτυπήσει κουδούνι και σβούρηξα, φίλε μου... Τα είδα όλα, λέμε.
Got a better definition? Add it!
Το τσιγαριλίκι. Απαντάται και ως γάρο (ουδ.)
- Να στρίψουμε καναν γάρο μπας και σκεφτούμε καλύτερα την υπόθεση;
Got a better definition? Add it!
Στην κυριολεξία σημαίνει ότι πατάω το μαγικό κουμπάκι του πληκτρολογίου μου και, με μια κίνηση, διαγράφω τον χαρακτήρα, την λέξη, την πρόταση, το κείμενο, το φάιλ, την επαφή, το λινκ, την εγγραφή, την συνδρομή, την επιστολή, τον αποστολέα, την απάντηση, ο,τιδήποτε τέλος πάντων δεν θέλω πια να υπάρχει στο ηλεκτρονικό μου σύστημα και πρέπει να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Εννοείται ότι, αν γίνει κατά λάθος κάτι τέτοιο, πρόκειται -συνήθως- περί μεγάλης καταστροφής. Αλλιώς είναι σκέτη ηδονή η εξυπηρέτηση αυτή που μας προσφέρει η τεχνολογιά.
Κάνω delete όμως και μεταφορικά. Σβήνω από τη ζωή μου ή/και από το μυαλό μου ανθρώπους, σκέψεις, σχέσεις, αναμνήσεις. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για σχήμα λόγου, όχι μόνον γιατί δεν μπορείς με ένα κουμπάκι να τα διαγράψεις όλ' αυτά, αλλά γιατί, απλούστατα, Δεν Μπορείς. Λες ότι το έκανες, αλλά, όπως έχει πει κι ένας σοφός (Γκομπρόβιτς), «ό,τι έχει δει το φως της ημέρας πασχίζει με νύχια και με δόντια να παραμείνει στη ζωή». Άρα το delete, εν τω προκειμένω, δεν είναι παρά ευσεβής πόθος.
(παρεμπίπταμπλυ, αν έχετε όρεξη, ρίξτε μια ματιά στο www.bovary.fr
να δείτε από πόσες διορθώσεις πέρασε το μυθιστόρημα αυτό)
Got a better definition? Add it!
Από αρχαιοτάτων χρόνων, η ενασχόληση με τον εαυτό είχε αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, καθότι θεωρείται και είναι μια μέθοδος πρόληψης των κακών που μαστίζουν τον άνθρωπο. Με το να ψάχνεις την εσωτερική σου αλήθεια, ταυτότητα, ισορροπία κλπκλπ, πρώτον αφήνεις τους άλλους ήσυχους, δεύτερον δεν αναλώνεσαι σε περιττές επαφές, τρίτον πιθανόν να προκύψει από την ενδοσκόπησή σου κάποια λύση που να αφορά τους συνανθρώπους σου.
Σήμερα, στην εποχή της εξαπλωμένης ημιμάθειας, η οποία αποτελεί απαραίτητο στάδιο ανάμεσα στην μαζική αμάθεια του παρελθόντος και την ευκταία καθολική γνώση, όλα τα συμπεράσματα του παρελθόντος έχουν γίνει πρωτίστως αντικείμενο επίδειξης ημών των ημιμαθών και αντικείμενο εκμετάλλευσης των πονηρών που κοιτάζουν με άλλον τρόπο τον εαυτό τους, αρχίζοντας από την τσέπη τους.
Η ενδοσκόπηση λοιπόν, που τόσο υμνήθηκε ανά τους αιώνες (θυμίζω τον Μάρκο Αυρήλιο με το περίφημο «ένδον σκάπτε»), ζυμώθηκε σαν αξία μέσα στον χρόνο, κι έφτασε να πάρει νέα μορφή μετά τον Φρόυντ, συστηματικοποιήθηκε, επιστημονικεύτηκε, εξαπλώθηκε. Έφτασε έτσι και στην πόρτα του κάθε πονεμένου και του κάθε μαλάκα, μεταξύ των υπολοίπων. Από την πόρτα αυτή, βγήκε στο φως της δημοσιότητας, παραλλαγμένη και αλλοτριωμένη. Και κατέληξε, όπως χίλια δυο αξιόλογα πράγματα, να παρεξηγηθεί και να διακωμωδηθεί, ιδίως από αυτούς οι οποίοι πιστεύουν στην πραγματική αξία της.
Κοροϊδεύοντας λοιπόν τώρα τον ασόβαρο, ημιτελή και επισφαλή (ωσεκτουτού) τρόπο με τον οποίον χειριζόμαστε στις μέρες μας τα του εαυτού μας, λέμε την ενδοσκόπηση και την ανάλυση «αυτοψυχοψάξιμο», λέξη γελοία από την σύνθεσή της και μόνο, γεμάτη αστείους ήχους.
Ακόμα και κάποιος που πραγματικά προσπαθεί (όχι επειδή είναι της μοδός, αλλά διαβασμένα και διακριτικά) να φέρει σε ισορροπία τις ψυχικές του εκκρεμότητες, θα μπει στο καζάνι με τον κάθε μαλάκα και θα υποστεί το δούλεμα του περίγυρού του. Πράγμα που σημαίνει ότι η προσπάθειά του θα αποκτήσει ένα καινούργιο μέτωπο.
Το αυτοψυχοψάξιμο μπορεί να το κοροϊδεύουμε, αλλά είναι αναπόφευκτο, ιδίως σε στιγμές υποχρεωτικής μοναξιάς, όπως είναι, για παράδειγμα, η σκοπιά των φαντάρων. Όπως γράφει σε ένα ΠΜ που μου έστειλε συσλανγκιστής, «δεν υπάρχει φαντάρος που να έχει κάνει δίωρο, τρίωρο, ν-ωρο στη σκοπιά και να μην έχει περιπέσει στον εν λόγω όρο. Συνειδητοποιήσεις έχουν συντελεστεί, ημερολόγια έχουν γραφεί, ποιήματα έχουν γεννηθεί, σχέσεις έχουν χαλάσει ή αποκατασταθεί στο μυαλό του νέου που έχει για παρέα τα χωράφια, τις βουνοκορφές, τις τυχόν εφόδους, τα γίδια... Για να μη μιλήσουμε για τα, καθόλου αστεία, τραγικά περιστατικά...».
Έχω λοιπόν να σας αναφέρω δύο τέτοια, κι ας μακρηγορήσω, κι ας εξειδικεύσω τον ορισμό. Ένας φίλος φαντάρος μου τα διηγήθηκε.
Μια νύχτα στη σκοπιά, εκεί που σκεφτόταν τα δικά του και κοίταζε το υπερπέραν, έπεσε το μάτι του σε μια κοντινή ξερολιθιά και είδε κάτι λευκό να φεγγίζει. Πλησίασε, και βρήκε χωμένες ανάμεσα στις πέτρες, καμιά δεκαριά σελιδούλες από μπλοκ, από αυτά που συχνά κουβαλάνε οι φαντάροι στην τσέπη. Πήρε τα χαρτιά και διάβαζε το ανορθόγραφο και κακογραμμένο παραλήρημα κάποιου συν-φαντάρου του, που είχε εκμεταλλευτεί τις ώρες της σκοπιάς για να καταγράψει τις ψυχώσεις του. Κοντολογίς, έγραφε ότι τον ενοχλούσαν τα πάντα. Τα έβαζε με διάφορους εκεί μέσα, με συγκεκριμένα άτομα. Τους κατηγορούσε ότι τον έφεραν στη φάση που ήταν. Και κατέληγε στο ότι ορισμένοι από δαύτους ήταν βρυκόλακες που τον κυνηγούσαν να του πιουν το αίμα... Ο φίλος μου ουδέποτε έμαθε την ταυτότητα του συγγραφέα. Το κείμενό του, λέει, ξεπερνούσε τα τρία Α4. Το ξανάβαλε εκεί που το βρήκε.
Το άλλο περιστατικό, αφηγημένο από τον ίδιο φίλο μου, είχε ως εξής: δυο φαντάροι κουβεντιάζαν στην πύλη του στρατοπέδου. Νύχτα μαύρη. Ξαφνικά ακούνε έναν πυροβολισμό. Σα να ερχόταν από το φυλάκιο που βρισκόταν από πίσω τους. Πλησίασαν έντρομοι, σιγά-σιγά. Πάνε στην είσοδο της σκοπιάς και βλέπουν τα πόδια ενός φαντάρου που κείτονταν στο έδαφος με την πλάτη ακουμπισμένη στον πέρα τοίχο του κτίσματος. Το όπλο ακουμπισμένο στο στήθος του και, πίσω από το κεφάλι του, μια σκούρα κηλίδα. Και τότε τον ακούνε να λέει, αρντάν τελείως: Τι θέτε ρε μαλάκες; Όταν του εξηγήσανε τι τρόμος τους είχε πιάσει νομίζοντας πως ήταν αυτοκτονία, ο τύπος τους είπε πως το μπαμ ήταν από ένα σακούλι με πατατάκια το οποίο είχε ανοίξει με τον γνωστό τρόπο. Τους είπε επίσης ότι ο ίδιος είχε μείνει εκεί χάμω ακίνητος, χεσμένος -μόλις είδε τα κεφάλια τους να ξεπροβάλλουν από το πλάι του ανοίγματος του φυλακίου- για την φυλακή που θα έτρωγε. Και η κηλίδα; Από κάποιον άλλον φαντάρο, που είχε πετάξει κάτι τύπου μίλκο στον τοίχο...
- Τι γίνεται αυτή η Στέλλα βρε παιδί μου, έχω να την δω από τα Χριστούγεννα...
- Τό 'χει ρίξει στο αυτοψυχοψάξιμο. Αποφάσισε ότι είναι ένας κακός άνθρωπος και πρέπει να ψάξει μέσα της να βρει την καλή Στέλλα.
- Ωχούουουου!
Βλ. και ψάχνομαι, κάνω δουλειά με τον εαυτό μου. Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, λάτζα γιόγκα, ταβανοθεραπεία.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι που ακούσουμε μας ταράξει και μας συγχίσει, μπορεί να βγάλουμε μπιμπίκια, ή τεσπα κάτι δερματικό, ή κάτι ψυχοσωματικό που περικλείεται στον όρο «φαγούρα». Ειρωνικά λοιπόν, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι στ' αρχίδια μας ό,τι και να μας πούνε, λέμε την έκφραση αυτή. Σχολικό μεν, ωλ τάιμ κλάσικ δε.
- Και που λες, πήγε και είπε στην καθηγήτριά μας ότι η Έλλη σού τον έπαιζε στο τελευταίο θρανίο!
- Και είχα μια φαγούρα...
Got a better definition? Add it!
Το πολύ πρόχειρο, κακής ποιότητας και ταλαιπωρημένο χαρτί που θυμίζει το χαρτί μέσα στο οποίο ο μπακάλης της γειτονιάς θα τυλίξει πρόχειρα αυτό που αγοράζουμε, το βούτυρο, το τυρί, κλπ.
Λέγεται για έγγραφα (χειρόγραφα ή τυπωμένα) που, ενώ θα περιμέναμε να δείχνουν αξιοπρεπή και περιποιημένα, είναι στραπατσαρισμένα και μας κάνουν να νιώθουμε ότι ο αποστολέας του μας γράφει κανονικά ή είναι τσαπατσούλης.
- Τι έγινε, σου έστειλαν απάντηση από την εταιρεία;
- Καλά, έπρεπε να το δεις. Έφτασε ένας φάκελλος και μέσα υπήρχε ένα τσαλακωμένο Α4, μπακαλόχαρτο σκέτο, με τρία ονόματα επάνω και τίποτ' άλλο, γραμμένα στο χέρι με ορνιθοσκαλίσματα, χωρίς καμία άλλη διευκρίνηση. Αυτή ήταν η επίσημη απάντησή τους.
από το διανέτ:
«Ένα ... μπακαλόχαρτο έστειλε η ΕΑΣ Λαμίας για να ενημερώσει τον κόσμο για την εκδήλωση στη Λαμία με τον πρόεδρο της ΠΑΣΕΓΕΣ Τζανέτο Καραμίχα και μάλιστα σε αυτό ξέχασε έστω και για τους τύπους να βάλει πάνω ακόμη και την.. σφραγίδα της Οργάνωσης!!! Για τέτοια κατάντια μιλάμε, τη στιγμή που από την ένωση περνούν χιλιάδες ευρώ και εκατομμύρια...»
Got a better definition? Add it!
Το αντίθετο του live. Εκπομπή, ματς, ταινία ή τεσπα οτιδήποτε τηλεοπτικό δεν παρακολουθούμε σε ζωντανή αναμετάδοση (ή έστω την ώρα κατά την οποία προβάλλεται μες το πρόγραμμα) και το βλέπουμε βιντεοσκοπημένο από μας ή από το κανάλι.
- Δεν θα δεις τον αγώνα;!
- Δεν προλαβαίνω να πάρει, θα τον δω αύριο κονσέρβα...
Βλέπε και ακυρολεξίες, ψυγείο.
Got a better definition? Add it!
Το γάντι είναι παλιά ιστορία κομψότητος και ευπρέπειας που βαστάει (στο «βραδυνό» ντύσιμο) ακόμα και στις μέρες μας. Η έκφραση χρησιμοποιείται είτε για να δηλώσουμε την ευγενική ή την συγκρατημένη συμπεριφορά κάποιου.
- Μαλάκα, επιτέλους βρήκα γκόμενο της προκοπής! Με έχει στα ώπα-ώπα, με χαϊδολογά, με περιποιείται, τι θες μωρό μου από δω, τι θες γλυκιά μου από κει, αμέ, με το γάντι ο κύριος!
- Καλά, να σας δω και σε μερικούς μήνες...
- Ζηλιάρα!
(έναν χρόνο αργότερα)
- Μου τα έχωσε με το γάντι. Δεν μου έβαλε τις φωνές, δεν με χαστούκισε, δεν με έβρισε, κάθισε και μου εξήγησε με ηρεμία όλα όσα του φταίνε σε μένα... Με τσάκισε, σου λέω... Δεν μπόρεσα να πω τίποτα...
- Ε, τζέντλεμαν δεν ήθελες;
- Γρουσούζα...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που μιλάει πολύ δυνατά, σχεδόν φωνάζει. Ίδιον των γυναικών και δη των αμερικανίδων (ή των γυναικών του χωριού).
- Μαλάκα δεν αντέχω πια την γκόμενα του Στέλιου, την αμερικλάνα...
- Ποια, την ηχορύπανηση;...
- Α, νά γειά σου, το παρατήρησες και συ;
- Ε πως να μην το παρατηρήσω ρε μαλάκα, κάθε φορά που συναντιόμαστε μας παίρνει τ' αυτιά... Έχει κι αυτή την κωλοπροφορά... Γυρνάω με πονοκέφαλο στο σπίτι... Άσε που γινόμαστε και ρεζίλι όπου πάμε!
Got a better definition? Add it!