Το κατεξοχήν (ψευδο-) άθλημα των νεόπλουτων πρωτευουσιάνων που οργώνουν τα εναπομείναντα δάση για να σακατέψουν ό,τι περισσεύει εντός τους, κάνοντας, κατά την χειμερινή κυρίως περίοδο, νούμερα με τα μεγάλου κυβισμού αγροτικά τους, στα σημεία όπου υπάρχουν λασπώδη μέρη μέσα στα βουνά, κοντά σε ποτάμια, σε υποχιονισμένα σημεία, ή όπου αλλού.

- Πού πήγατε το σαββατοκύριακο;
- Μαλάκα, περάσαμε γαμώ. Πήγαμε για λασπάδες στον Ταΰγετο.
- Μάστα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ευχή που δίνουν για την επομένη, όταν πρόκειται περί μεγάλης γιορτής (πχ Δεκαπενταύγουστος). Λέγεται κυρίως στην Αχαΐα.

- Άντε παιδιά, καλό τριήμερο και καλή αυριανή!
- Στω, θείε, επίσης...

Με την μαύρη έννοια... (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας γενικά. Φοράει γαλόνια που, όσο περισσότερα είναι, τόσο σημαντικότερος ποζάρει. Κάποτε τα γαλόνια τραβούσαν τις γυναίκες, τώρα υποτίθεται ότι όχι, αλλά μην τις πιστεύετε. Πάντως, η διαφορά είναι ότι δεν κάνουν πια κρα να παντρευτούν αξιωματικό.

Σύμφωνα με την livepedia / Ερμής, είναι και ο κατασκευαστής γαλονιών.

  1. Στέκεται ο γαλονάς μπροστά μας...και λέει
    - ΡΙΧΤΕ!!!!!
    Εμείς, για να φανούμε καλοί, γιατί είχαμε καταλάβει, ότι κάτι μεγάλο θά΄ναι αυτός, πήραμε φόρα, και πετάξαμε τις ψεύτικες χειροβομβίδες, όσο πιό μακρυά μπορούσαμε....και μετά ετοιμαστήκαμε να πάμε να τις πάρουμε πίσω...Οπότε ο γαλονάς μας λέει...
    - ΨΑΡΑΚΕΣ...ΟΧΙ ΒΑΔΗΝ.....ΜΕ ΕΡΠΕΙΝ ΘΑ ΤΙΣ ΠΑΡΕΤΕ.....
    (από μπλογκ)

  2. - «Ρε Πέτρο και συ οπλίτης είσαι στα χαρτιά, τί σ' έπιασε και κατάντησες χειρότερος κι από γαλονά; Εσένα το συμφέρο σου με τους φαντάρους είναι. Δες πόσες υπηρεσίες κάνεις εσύ και πόσες ο υπολοχαγός...» ίδρωνε να λέει ο δικηγόρος (...)

Ν. Σαραντάκος, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΙΛΩΣΗ (Ιστορίες Του Στρατού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα λιμενικά τέλη που εισπράττονται από το Λιμενικό Ταμείο.

  2. Ο χρόνος που χρειάζεται ένα πλοίο για να μπει ή να βγει από το λιμάνι, πέρα από τον καθαυτό πλου.

  3. Τα γαλλικά.

  1. «Είμαστε εδώ για να διαμαρτυρηθούμε επειδή από τους τέσσερις μήνες που πληρώναμε «λιμανιάτικα» τώρα μας υποχρεώνουν να πληρώνουμε οχτώ που σημαίνει ότι θα πληρώνουμε τα διπλά», έλεγε ο Δημήτρης Γκαλιμανάς, επίτιμος πλέον πρόεδρος του Σωματείου παράκτιων αλιέων «Άγιος Νικόλαος». (από την χιώτικη εφημερίδα Η Αλήθεια)

  2. - Πόση ώρα κάνει για μέσα;
    - Πενήντα λεπτά.
    - Με τα λιμανιάτικα ή όχι;
    - Α, δεν ξέρω.

  3. Τα μιλάει καλά τα λιμανιάτικα η κυρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καταφανώς και αρρήτως κατεξοχήν σεξουαλικό σχολικό παιχνίδι, κατά το οποίο ρίχνει ο ένας στον άλλον νερό μέχρι να γίνουν όλοι μούσκεμα και να φανεί το σώμα κάτω από το βρεμένο ρούχο (βυζιά, κοιλιές, κοιλιακοί, κώλοι) ή μέχρι να καταρρεύσει η κόμμωση και να βγουν στη φόρα τα πεταχτά αυτιά, ή μέχρι να κλάψει ο άλλος από τα νεύρα του επειδή δεν ήθελε να βραχεί το καινούργιο του τζην ή μέχρι να πεθάνεις από τα γέλια επειδή ανήκεις στους ευτυχείς που περνούν καλά με το παιχνίδι αυτό καθότι πέφτει και κανα υγρό μπαλαμούτι πι τη ευκαιρία...

Το μπουγέλο γίνεται με βόμβες νερού (σακούλες γεμισμένες με νερό που πετάγονται από το μπαλκόνι στον τυχαίο περαστικό, λ.χ.), με μάνικα, με ένα ποτηράκι του θεού, με οτιδήποτε μπορεί να περιλαμβάνει ικανή ποσότητα νερού ώστε να γίνει η δουλειά.

Όμως είναι και πράξη επιθετική, όταν το κάνουμε με στόχο την προσβολή ή την αποδοκιμασία του άλλου (πχ στο γήπεδο).

Ρήμα: μπουγελώνω, ουσ. μπουγέλωμα / μπουγέλο
Συνώνυμο κατά live-pedia: μαστελώνω.

Ερμηνεία / ετυμολογία κατά Τριανταφυλλίδη:
1. ο κουβάς. 2. κατάβρεγμα κάποιου με νερό
[ιταλ. (διαλεκτ.) *buiello (πρβ. βεν. bugiol «μικρό δοχείο για ποτά», ιταλ. bugliolo (ναυτ. όρος) «κάδος από ξύλινες λουρίδες»)]

- Πώς είσαι έτσι;!
- Άσε ρε πστ, τη μπουτάνα μου μέσα, κάποιο κωλόπαιδο την είχε στήσει στο μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας, και κει που πέρναγα από κάτω μου σκάει ένα μπουγέλο φίλε μου, πώς δεν το σκότωσα το αρχίδι...
- Αχαχαχαχα!! καλά ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, τα ξέχασες αυτά που κάναμε εμείς παλιά; Γέρασες!

o ορισμός του μπουγέλου στο punda beach της Πάρος.  (από johnblack, 29/08/09)(από ironick, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαμπαδισμός ή μάλλον παππουδισμός ολκής για την λέξη αρχίδια, όταν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να πούνε τη λέξη με το όνομά της. Παραλλαγή των «σε γράφω στ' αρχίδια μου / στο παλιό μου το τεφτέρι / στα παλιά μου τα παπούτσια, ζμπούτσαμ», εμπνευσμένη από το ότι στα κατάστιχα γράφουμε συνήθως μια λίστα ονομάτων. Και τέτοια κατάστιχα, μόνο ο άντρας έχει, παρόλες τις τελευταίες φεμινιστικές προσεγγίσεις του τύπου στα δώδεκά μου ..., στο μουνί μου το ιδιότροπο.

- Ρε πατέρα! Πάλι με λεκιασμένο το παντελόνι θα βγεις έξω; Τι θα λέει ο κόσμος;
- Στα αντρικά μου τα κατάστιχα τι θα λέει ο κόσμος, βαριέμαι να αλλάξω τώρα.

(από Vrastaman, 29/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Τώρα που είναι καλοκαίρι, αλλά και όταν δεν είναι καλοκαίρι, κάποιοι που έχουν τσακωθεί με το σαπούνι, αλλά και κάποιοι που δεν έχουν τσακωθεί με το σαπούνι όμως έχουν ορμονικό ή τιστοδιάλο πρόβλημα, βρωμάνε ιδρωτίλες. Δεν υπάρχει λόγος να σας απαριθμήσω τις ιδρωτίλες, ούτε χώρος, είναι απίστευτη η ποικιλία τους και οι αποχρώσεις τους.

Το πρώτο πράγμα που, με το που θα οσμιστεί την ιδρωτίλα του διπλανού του, σκέφτεται κάποιος που γαλουχήθηκε με τις διαφημίσεις της παλιάς ελληνικής τηλεόρασης, είναι η ατάκα «κάποιος πρέπει να του / της μιλήσει για το Ρεξόνα». Δηλαδή να του / της πει με τρόπο ότι βρωμοκοπάει κι ότι καλό θα ήταν να πα να ψωνίσει κανα αποσμητικό μπας και κάνει έστω κι ένα γαλλικό ντους. Ρεξόνα λοιπόν = αποσμητικό. Εξάλλου υπάρχει ακόμα στα ράφια των κάθε είδους Χόντων.

Εις μνήμην μιας πεθαμένης φιλίας, να αναφέρω ότι ο εν λόγω φίλος χρησιμοποιούσε μια παραλλαγή της έκφρασης και έλεγε: «Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Κομπλεξόνα», προσπαθώντας να πει διακριτικά στον συνομιλητή του ότι είναι μια κομπλεξάρα ολκής.

- ΠΩ ρε πούστη γαμημένε!
- Τι 'ναι πάλι;
- Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μποχάει εδώ μέσα!
- Ε και τι να κάνουμε, κάτσε κοντά στο παράθυρο...
- Θα μας πεθάνει αυτός ο μαλάκας, κάποιος πρέπει να του μιλήσει για το Ρεξόνα!
- Το ποιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάποση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ, το μπεκρούλιασμα.

  2. Ο πιωμένος. Δεν είναι ακριβώς συνώνυμο των λέξεων μπέκρα και αλκόλα, καθότι δεν δηλώνει πάντα μόνιμη κατάσταση.

  1. - Πού είναι ο Στέλιος;
    - Καλεσμένος σε μπάτσελορ πάρτυ.
    - Κατάλαβα, πάλι πιώματα θα έχουμε απόψε, τη βλέπω τη δουλειά...

  2. Ρε το πιώμα, ρε πού πας να περπατήσεις μες τη μέση της εθνικής ρε μαλάκα, σύνελθε κι έλα μαζί μου, ρε! (χικ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το απαίσιο μανίκι που ήταν της μοδός στα γυναικεία πουλόβερ και μπλούζες των ογδόνταζ. Ξεκινούσε από τον καρπό και ενωνόταν (με πολύ μπόσικο) με το κάτω μέρος της μπλούζας. Ένας θεός μόνο ξέρει γιατί λεγόταν τότε παπαγαλέ. Σήμερα πιθανολογώ ότι θα έχει πιο δήθεν ονομασία.

  2. Η απαίσια αυτή λέξη, από τις χειρότερες σε γαλλίζον στυλ, χρησιμοποιείται και για αγκίστρια. Προφανώς από το σχήμα τους που θυμίζει ράμφος παπαγάλου.

  1. Τα παπαγαλέ μανίκια έχουν ξαναγίνει της μόδας, φρίκηηηηηηηηηηηηηηη!

  2. «Παπαγαλέ, μαύρο, ενισχυμένο: Τα αγκίστρια 50339 της Ιαπωνικής OWNER ενδείκνυνται για γενικό ψάρεμα. Χαρακτηριστικά: παπαγαλέ, μαύρο ενισχυμένο. Διάμετρος κοτσανιού 0.68mm. Ενσωματώνουν την τεχνολογία CUTTING POINT της OWNER, και είναι εγγυημένα ότι δεν χρειάζονται ποτέ τρόχισμα! Διατίθενται σε συσκευασία φακελλάκι για εύκολη μεταφορά και αποθήκευση. Διαλέξτε από το κουτί επιλογών το μέγεθος που προτιμάτε.»
    (από ονλάιν κατάστημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified