Πήγαινε μια θέση πιο δίπλα ή κάνε λίγο χώρο, στριμώξου, μετακινήσου λίγο.

Για να γίνει αυτό, πρέπει να μετακινηθεί ο καθήμενος κατά έναν κώλο (ανεπίσημη μονάδα μέτρησης που ισούται με 50 εκατοστά κατά Μ/Ο, όσο δηλαδή ένα κάθισμα).

Με την έκφραση αυτή αναφερόμαστε στην μέθοδο και όχι στο αποτέλεσμα. Το λέμε κυρίως όταν ο καθήμενος είναι εξαιρετικά απρόθυμος να βοηθήσει την κατάσταση και κάνει τον γερμανό.

- Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε; Πού θα κάτσουν οι γονείς σου τώρα;
- Ε κάνε έναν κώλο πιο πέρα και θα χωρέσουμε όλοι, άντε.

(από nick, 09/09/09)Σεσινεπά-50-εκατοστά! (από Vrastaman, 10/09/09)

βλ. και κώλος μέσα κώλος έξω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί σεντόνι. Όποιος βαριέται, να πάει κατευθείαν στο παράδειγμα και να μη με βρίζει.

Για να ορίσω λοιπόν εν συντομία (!) αυτή τη λέξη, θα υπεραπλουστεύσω κάποια πράγματα και θα τα περιγράψω ως επί το πλείστον από μία συγκεκριμένη άποψη, την πιο παγιωμένη αντίληψη, η οποία συμπίπτει, μέχρι ενός σημείου, με την αντικειμενική και με άξονα πάντα την Δυτική ιστορία. Θα περιοριστώ δηλαδή σε πιθανόν μονομερείς απόψεις. Αυτές όμως είναι που οδήγησαν την γλώσσα στον σλανγκισμό της λέξης «καλλιτέχνης».

Τον παλιό τον καλό (;) καιρό, από την απαρχή της τέχνης μέχρι δηλαδή τον μεσοπόλεμο περίπου, ο καλλιτέχνης υπηρετούσε τα θεία ή τους και καλά επί γης εκπροσώπους τους (βασιλιάδες, αυτοκρατόρους, κλήρο κλπ). Ήταν μια ταπεινή ψυχή που συνήθως ψωμολύσσαγε. Εννοείται ότι δεν ήταν παρθένα η καλλιτεχνική κοινότητα από κόντρες και ίντριγκες, αλλά η ουσία είναι ότι τελικά παραγόταν έργο. Δεν υπήρχαν τότε τα οπτικοακουστικά μέσα να διασκεδάζουν τα μάτια, τα αυτιά και την πλήξη των προυχόντων. Άρα ο γλύπτης, ο ζωγράφος, ο ποιητής και ο μουσικός ήταν απαραίτητοι, όπως και οι πλύστρες και οι μάγειροι. Έτσι έβγαινε και το προς το ζην των ανθρώπων που έβλεπαν με άλλο βλέμμα την ανθρώπινη συνθήκη και την φύση, οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να επιβιώσουν αλλιώς.

Παραγόταν λοιπόν έργο -κι έτσι η τέχνη αποκρυστάλλωσε το βλέμμα τής εκάστοτε εποχής σε συνδυασμό με το βλέμμα του κάθε καλλιτέχνη της. Η τέχνη είναι ένα τεράστιο μωσαϊκό της ανθρώπινης ιστορίας.

Και τότε ακόμα, ο καλλιτέχνης δεν ήταν κάτι που το σέβονταν οι πολλοί. Θεωρούνταν γραφικός, νεραϊδοπαρμένος, περίεργος, φτωχομπινές, ανίκανος να πιάσει τη ζωή από τα αρχίδια, κλπ, και σαφώς ένας γονιός θα προτιμούσε το παιδί του να γίνει αξιωματικός ή νομικάριος ή παπάς, από το να γίνει πχ μουσικός (για κάποιους δε, «μουσικός» σήμαινε και τρελός). Λίγες ήταν οι περιπτώσεις που ωθούσαν το παιδί τους στην τέχνη, με υπερβολές ή μη (μπαμπάς Χάυντν, μπαμπάς Μότσαρτ, μπαμπάς Μπετόβεν).

Η στιγμή όμως κατά την οποία άρχισε να παίρνει νέα χροιά ειρωνείας η μορφή του καλλιτέχνη, ήταν η εποχή κατά την οποία ήκμασε η τέχνη, με την έννοια της πληθώρας των καλλιτεχνών που, πια, αποτελούσαν μεγάλη κοινότητα: τα χρυσά χρόνια της Μονμάρτρης με τους ζωγράφους και τους γλύπτες και τους μουσικούς και τους λογοτέχνες που σχημάτισαν αυτό το κύκνειο άσμα της λεγόμενης κλασικής εποχής και την πρώτη εμφάνιση του μοντερνισμού. Έτσι, ταυτίστηκε ο καλλιτέχνης με τον μποέμη.

Αλλά σύντομα ξεφύγαμε από την αγνή μποεμιά και γέμισε ο τόπος χαραμοφάηδες. Έγινε της μοδός και η τέχνη. Όταν, δε, άρχισε να πλουτίζει και ο καλλιτεχνικός κόσμος τρελά σε σχέση με το παρελθόν, και η φήμη του είχε πάψει να αφορά την μετά θάνατον δόξα αλλά το Τώρα -στα περιοδικά, στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες, όλος ο κόσμος ήθελε να γίνει ζωγράφος, ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι, είχε έρθει η πρώτη στιγμή στην ιστορία που ο καθένας μπορούσε να βρει τον καλλιτέχνη μέσα του. Έτσι εμφανίστηκαν πολλοί πραγματικοί και πολλοί δήθεν. Και ο πανικός έπιασε τους διανοούμενους που άρχισαν να μιλάνε για το τέλος της Τέχνης και το τέλος της Ιστορίας και το τέλος της Φιλοσοφίας και το τέλος του Λόγου και τεσπα όλα αυτά τα, κατά τη γνώμη μου, απαισιόδοξα και σκοταδιστικά...

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού λοιπόν, με την αβάν γκάρντ και τον εκδημοκρατισμό της παιδείας και της τέχνης, άρχισε συγχρόνως να φτουρά και ο τσαρλατανισμός, στην τέχνη όπως και στην επιστήμη. Η ημιμάθεια και η τάση για ταχύτητα συνέβαλαν σε αυτό. Είναι μάλλον αυτό που εννοούσε ο Ματίς όταν έλεγε: «Η αφηρημένη τέχνη, έτσι όπως την εννοούμε στην εποχή μας, μου φαίνεται ότι αποτελεί μια επικίνδυνη τάση. Υπακούει στο πνεύμα της ευκολίας» (Γραπτά και ρήσεις για την τέχνη, σ. 253).

Συγχρόνως δε, πήραν άλλη τροπή οι ανθρώπινες σχέσεις. Το μεταπολεμικό χρήμα απλώθηκε σε πολλά πορτοφόλια. Πολλοί, τότε, θέλησαν να παίξουν ρόλο προύχοντα του παρελθόντος. Η εποχή της ειρήνης και της ευημερίας που οδήγησε στα ροκ εβδομήνταζ και στα γκλάμορους ογδόνταζ -και που κατέληξε προσωρινά στην σημερινή αναδίπλωση- έφερε μαζί της την ματαιοδοξία και την απληστία, οι οποίες εισέβαλαν για τα καλά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα -ενώ πριν μερικές δεκαετίες ακόμα αυτά τα ποταπά συναισθήματα αφορούσαν μόνο την αριστοκρατία. Η τέχνη γέμισε με περισσότερους τσαρλατάνους από ποτέ, οι οποίοι αντέγραψαν τους εκάστοτε μεγάλους της εποχής τους και απλώθηκαν σαν την σκόνη μέσα και πάνω στην καλλιτεχνική κοινότητα. Οι δε αγοραστές ή ψευδο-μαικήνες πιθανόν να μην έχουν τη μόρφωση που είχαν οι παλιοί, κι έτσι φτουράνε τώρα οι δηθενιές.

(Αμ που σήμερα ακόμα έρχονται κάποιοι δικοί μας, ας πούμε, οι οποίοι δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι ο αιώνας πέρασε και ο χρόνος τους προσπέρασε, και σου το παίζουν φτωχοί πλην τίμιοι καλλιτέχνες που σπουδάσαν στα Παρίσια με το υστέρημά τους -ω ναι, το λένε και θέλουν να το πιστέψουμε- υπό καθεστώς φτώχειας και μιζέριας και εξορίας κλπκλπκλπ... Κάτι σαν τους εκ του ασφαλούς ψευδο-εμιγκρέδες μας που αντιστάθηκαν στο εξωτερικό ένα πράμα...)

Η αλήθεια είναι πως η ειρωνεία απέναντι στην φιγούρα ενός καλλιτέχνη είναι και παράγωγο της καχυποψίας -απέναντι στην τέχνη- του απαίδευτου. Όμως πολύ συχνά, παρά τις εμμονές του για μίμηση των ξενόφερτων καταστάσεων, ο απαίδευτος θα είναι εκείνος που θα τσιμπήσει το σκάρτο ποιον του τσαρλατάνου, και όχι ο γιατρός που θα ψωνίσει πίνακα για το ιατρείο του...

Μιλάω κυρίως για ζωγραφική, μάλλον γιατί αυτή είναι που έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν λέμε την λέξη «καλλιτέχνης».

Έτσι λοιπόν η έννοια καλλιτέχνης έχει πάλι αρνητική χροιά. Ανήκει, φερ' ειπείν, κατά τον Μπούμπη, στη «ζαργκόν των ΚΑΠΗ» για να περιγράψουν «νέους με μαλλιά και σκουλαρίκια». Γιατί και η σημειολογία του ντυσίματος του καλλιτέχνη δεν μπορεί να είναι συμβατική, πρέπει να προκαλεί, έτσι είναι ο μύθος. Λίγο γκέι, λίγο ατημέλητη, λίγο γκλαμουράτη, η εμφάνιση του καλλιτέχνη πρέπει να αποπνέει αντισυμβατικότητα κι ελευθερία (;) επιλογών.

Γενικότερα όμως, καλλιτέχνης σήμερα είναι ο δήθεν, ο που πουλάει άποψη, ο κάθε άλλο παρά καλλιτέχνης. Είναι ο γελοίος τύπος που το παίζει -παρόλο που δεν τον παίρνει, έτσι νούλα που είναι.

Έχει, τέλος, και τη σημασία του γιατρέ μου (ο ειδήμων), πρόεδρε, κλπ.

Νονός: BuBis

  1. - Είδες ο εγγονός της Φωφώς; Πώς έγινε έτσι αυτό το παιδί... Σαν κορίτσι δείχνει με τα μαλλιά αυτά και με τα σκουλαρίκια...
    - Καλλιτέχνης, Γιάννη μου, καλλιτέχνης, δεν τον είδες στην τηλεόραση;

  2. - Τιιιιι έγινε ρε καλλιτέχνη;;; Θα το παρκάρεις το αμαξάκι να προχωρήσουμε;;;

  3. - Ρε καλλιτέχνη, για πες μας εσύ που ξέρεις, θα βρέξει αύριο για όχι;

(από electron, 10/09/09)Καλλιτέχνης θα πει... (από GATZMAN, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το είδος της τρίχας που φυτρώνει στην όλη περιοχή που περιβάλλει τον πέοντα. Είναι σκληρή, κατσαρή, χοντρή, πιο σκούρα από την τρίχα της κεφαλής του φέροντος τον πέοντα, μοιάζει πιο πολύ σε όλα της σχεδόν τα χαρακτηριστικά με την τρίχα της γενειάδας (αν ποτέ υπάρξει αυτή) παρά στην τρίχα της μασχάλης ή του υπόλοιπου σώματος. Είναι όμως η πιο τιρμπουσόν τρίχα του σώματος. Μοιάζει με την σύντροφό της την μουνότριχα, αλλά όπως και κάθε τι αντρικό, είναι κατάτι τραχύτερη από την γυναικεία αυτή αντίστοιχη τρίχα. Ως εκ τούτου, καθίσταται σύμβολο ανεπιθύμητης τριχοφυΐας (βλ. 2).

  2. Κάθε τρίχα (ανθρώπινη, ζώου, συνθετική) που υπερκατσαρώνει τόσο ώστε μοιάζει με πουτσότριχα. Το λέμε, πχ, όταν τα μαλλιά μας γίνονται άφρο από την υγρασία (βλ. πουτσοτριχίζω).

  3. Κάθε τρίχα που εντοπίζεται στο πάτωμα και φανερώνει την έλλειψη φασίνας στο σπίτι μας. Ακόμα κι αν πρόκειται για τρίχες από την γάτα μας, πάλι για πουτσότριχα θα μιλήσουμε, συμβολικά.

  1. - Εγώ γουστάρω τους ξυρισμένους.
    - Ε είσαι άρρωστη!
    - Τι ρε συ, να του παίρνεις πίπα και να φτύνεις όλη την ώρα την πουτσότριχα, δεν κατάλαβα...
    - Καλά, μπες στο βερμουδιάρης και πες τα εκεί.

  2. - Πώς τα λένε αυτά τα σκυλάκια που έχουν μαλλί πουτσότριχα ρε συ;
    - Κανίς.
    - Α γειά σου.

  3. Ρε συ Νάνσυ, μάζεψε και μία φορά την πουτσότριχα πριν καλέσεις κόσμο, όλο τούφες από τρίχες έχει το σπίτι, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι το γαλλικό portemanteau, η κρεμάστρα-έπιπλο ύψους περ. 2 μέτρων όπου αφήνεις το παλτό σου και το καπέλο σου μπαίνοντας μέσα στο σπίτι.

Ασίστ Μες και Έλεκτρον από το λήμμα το «καθώς μπαίνεις».

Δεν γνωρίζω γιατί λέγεται έτσι. Μάλλον γιατί με τα παλτά κρεμασμένα πάνω του δείχνει για καλόγερος.

  1. Καλόγερος είναι και ένα μεγάλο σπυρί που βγάζει ο άνθρωπος και πονάει πολύ. Αντιμετωπίζεται καλύτερα με χειρουργείο.
  1. - Λέω να αγοράσω έναν καλόγερο.
    - Τι πασέ χρυσή μου...

  2. - Πάω να μου σφάξουν τον καλόγερο.
    - ;;;
    - Στο χειρουργείο ρε ούφο, να βγάλω το σπυρί.

Got a better definition? Add it!

Published

Περίπτωση ανθρώπου, όπως λέμε τρελοκομείο, περιβόλι, όργιο, νούμερο κλπ. Το λέμε και για κάποιον που συμπαθούμε, όχι μόνο για να κοροϊδέψουμε.

Από το ιταλιάνικο caso.

Μεγάλο κάζο είσαι ρε φίλε! Δεν ησυχάζει κανείς από τα γέλια δίπλα σου!

Δες και παθαίνω κάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Μιλάμε με το «σεις» και με το «σας», μιλάμε στον (β) πληθυντικό, στον πληθυντικό της ευγενείας δηλαδή. Φερόμαστε σε κάποιον με μεγάλη ευγένεια, είτε γιατί πρέπει ή γιατί τον κωλογλείφουμε.

Αντίστοιχο του γαλλικού vouvoyer που σημαίνει «μιλάω στον β πληθυντικό» (vous) και όχι στον β ενικό (tu > tutoyer).

- Ρε συ ήξερες ότι ο Τέλης μιλάει στον πληθυντικό στους γονείς του;!!!
- Με δουλεύεις...
- Αμ δεν σε δουλεύω, το άκουσα με τα αυτιά μου... Με το σεις και με το σας τους έχει. - Α τον καημένο, γι' αυτό είναι έτσι, το καταστρέψαν το παιδί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω, πεθαίνω κάποιον, τον στέλνω στον άλλο κόσμο.

  1. Ευχαριστώ πολύ, ναι, το ξέρω, είναι πολύ νόστιμο, αλλά δεν θα πάρω, είναι βαρύ, με το στομάχι που έχω θα με στείλει κατευθείαν!

  2. Τον έστειλε τον γέρο η Λίλιαν, τά 'μαθες; Τα τίναξε πάνω που την είχε καβάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επειδή είθισται να αποδίδεται στον γυναικείο πληθυσμό πάσα ευθύνη για την αποτυχία πράξεων ή κινήσεων τις οποίες οι άντρες, λέει, κάνουν με τελειότητα, όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιους, άντρες ή και γυναίκες, και να τους δείξουμε ότι αυτό που κάνουν είναι μια απερισκεψία άνευ προηγουμένου, τους αποκαλούμε «Κορίτσια».

  2. Κορίτσια είναι επίσης και οι πουτάνες ενός μπουρδέλου, είναι τα κορίτσια του νταβά, τα κορίτσια της τσατσάς, τα κορίτσια του πελάτη. Άρα η παραπάνω προσφώνηση αποκτά και μια επιπλέον βαρύτητα...

  1. - Ξεκινήστε ρε κορίτσιαααα! Πράσινο το φεγγαράκι!
    - Ποιον είπες κορίτσι ρε μαλάκα;

  2. (από σχόλιο στο λήμμα σαλαμούρα)
    AN21:
    Κορίτσια μη τσακώνεστε! Στο slang.gr δεν ήρθε κανένας μας να τσακωθεί, νομίζω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-ομπρέλα, όλος ο χρόνος κλασικό (sic), στο οποίο κάθε εποχή προσθέτει και το κατιτίς της σε σημασία.

  1. Κανονικά:
    α. Παίρνω κόλλα για να συναρμολογήσω κάτι που, λχ, έσπασε. Ως εκ τούτου...
    β. Κολλάω επειδή έπιασα την κόλλα και γέμισα τα χέρια μου, τα ρούχα μου, τα πάντα.

  2. Γίνομαι τσιμπούρι σε κάποιον, του / της κολλάω (εξού και το Κολλητήρι του Καραγκιόζη)

  3. Την κολλάω σε κάποιον: του φέρνω έντονη αντίδραση, του πάω πολύ κόντρα. Εδώ κολλάει* κάπως και η σχετική έκφραση: «τον κολλάω στον τοίχο», δηλαδή τον αποστομώνω για τα καλά.

  4. «δένω», ταιριάζω. Το λέμε για τα πάντα («κολλάει παντού», δηλαδή, που έλεγε και η παλιά διαφήμιση...)

  5. Συμφωνώ με ενθουσιασμό με κάποιον και κολλάμε τα χέρια λέγοντας «κόλλα το!»

  6. Είμαι πολύ ιδρωμένος, μούσκεμα ένα πράμα.

  7. Είμαι τραγούδι, εύπεπτη μελωδιούλα, και κολλάω στο μυαλό κάποιου και από τη στιγμή αυτή κι έπειτα δεν μπορεί να με ξεφορτωθεί και το τραγουδάει όλη μέρα.

  8. Αποκτώ εμμονή με κάτι, τρώω κόλλημα, σκαλώνω. Αυτό μπορεί να είναι μελωδία, γεύση, κατάσταση, άνθρωπος, ζώο, φυτό, τόπος, μυρουδιά, ατάκα, τα πάντα. Και μου συμβαίνει είτε γιατί είμαι ψυχαναγκαστικό ατομάκι, ή γιατί έχω καπνίσει κανα καλό.

  9. (πεπαλαιωμένο): Είμαι η βελόνα του πικάπ και ο δίσκος έχει χαρακιά και παίζω στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά και κάποιος τρέχει να με πάει παρακάτω λέγοντας «Ωπ! κόλλησε η βελόνα!»

  10. Είμαι τσαπατσούλης και ό,τι νά 'ναι και τα κάνω όλα στο αρπαχτό -εδώ κολλάει το άρπα-κόλλα.

Γκραν γκρινιόλ μονόπρακτο σε 10 σκηνές:

1.α.
- Αχ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!!! τό 'σπασες! Ήταν της μαμάς μου! - Δεν πειράζει μωρό μου, μη μου σκας, θα το κολλήσω εγώ, να, τώρα.

1.β. (πάνω που έχει κολλήσει το μισό)
- Πού έχουμε την βενζίνη; Κολλάν τα χέρια μου από την κόλλα...
- Ρε μωρό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις μια δουλειά σωστά;

  1. (είναι σκυμένη από πάνω του και κοιτάει να δει πώς το κάνει)
    - Έλα μωρέ, μη μου κολλάς τώρα, πήγαινε μέσα κι άσε με να το κάνω μόνος μου και όταν τελειώσω θα σε φωνάξω, έτσι;

  2. (θυμώνει και του τη λέει)
    - ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Μη μου κολλάς εμένα! Δε φτάνει που μου κάνεις το σπίτι μπουρδέλο και δεν λέω τίποτα, τώρα μου το γέμισες και με κόλλες, πού ξέρω τι ζημιά ακόμα θα κάνεις...

  3. ... Άσε που λέρωσες και το καλό σου το παντελόνι. Σου 'χω πει χιλιάδες φορές να μην κάνεις μαστορέματα καλοντυμένος. Τώρα τι θα φορέσεις απόψε; Το άλλο σου παντελόνι δεν κολλάει με το πουκάμισο που σου σιδέρωσα!

  4. (δεν κολλάει εδώ παράδειγμα...)

  5. (μετά από σαράντα λεπτά)
    - Ουφ, το τελείωσα. ΑΓΑΠΗ ΕΛΑ, ΕΤΟΙΜΟ! (έρχεται)
    - Α τι ωραίο που έγινεεεε Ούτε που φαίνεται ότι είχε σπάσει! - Είδες; Εμ τι λέμε τώρα... Μπρίκια κολλάμε; Χα!
    (πάει να τον αγκαλιάσει)
    - Μη μη μη! Κολλάω ολόκληρος! Πάω να κάνω μπάνιο!

  6. (τραγουδάει στο μπάνιο):
    «Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
    για όλη σάς τη φαμελιά
    ένα τεράστι-ο μπουκάλι
    λουσιμό για τα μαλλιά»

  7. (αυτή, απ' έξω):
    - Ώχου ρε μωρό, πάλι κόλλησες με αυτή τη διαφήμιση, δεν αντέχω να το ακούω πάλι!

  8. (όμως τον ξανακούει να το τραγουδάει):
    - Κατάλαβα... κόλλησε ο βελόνα...

  9. (πάει μέσα, βάζει μουσική, κάτι άλλο για να μην τον ακούει, ανάβει τσιγάρο και πα να δει το σπασμένο αντικείμενο που ξανακόλλησε. Μουρμουράει:)
    - Τώρα που το βλέπω καλύτερα, τι του λες, πάντα βιαστικός, πάντα άρπα-κόλλα, σαν τα μούτρα του τό 'κανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified