Τα ψητά (στα κάρβουνα) κρεατικά, τα σχάρας. Μιλάμε μόνο για κόκκινο κρέας, συνήθως παϊδάκια. Προφ λέγονται έτσι γιατί πρόσκειται για μικρά κομμάτια κρέατος, εύκολα στο ψήσιμο. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μπριζόλες ή Τ-bone steak.
Τα ψητά (στα κάρβουνα) κρεατικά, τα σχάρας. Μιλάμε μόνο για κόκκινο κρέας, συνήθως παϊδάκια. Προφ λέγονται έτσι γιατί πρόσκειται για μικρά κομμάτια κρέατος, εύκολα στο ψήσιμο. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μπριζόλες ή Τ-bone steak.
Got a better definition? Add it!
Ο ρέστος, ο κάθε άλλο παρά φραγκάτος, αυτός που δεν έχει μία και, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, τριγυρνά ξυπόλυτος γιατί δεν έχει παπούτσια να φορέσει.
- Και γιατί χωρίσατε;
- Ε δεν της έφταναν τα τρία χιλιάρικα το μήνα που έβγαζα και μου την είπε λες και είμαι κανας ξυπόλυτος...
βλ. και ξυποληταρία - σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ζάφτωχος, παξιμάδι, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Μου κάθεται κάτι στον λαιμό και πνίγομαι. Αυτό γίνεται όταν τρώω απότομα και με βιασύνη μεγάλες ποσότητες φαγητού.
Προφάνουσλυ από τη λέξη κοντύλι (γραφίδα του παλιού καιρού), και μάλλον επειδή όταν μου κάθεται κάτι στον λαιμό είναι σα να έχω καταπιεί ένα κοντύλι.
- Άντε, τελείωνε, πρέπει να φύγουμε!
- Ε δε θα κοντυλιαστώ κιόλας για να προλάβεις τη μπάλα, έλεορ!
Got a better definition? Add it!
Η πολύ χοντρή γυναίκα, κυρίως η πολύ βυζαρού.
Η γυναίκα που μοιάζει με αγελάδα, άλλως η κλαραμπέλ.
Η μαύρη και κρεμαστή πλαστική 25άλιτρη νταμιτζάνα την οποία γεμίζουμε νερό και κρεμάμε σε ένα γερό κλαδί που λιάζει, ώστε να έχουμε ζεστό νερό στο ελεύθερο κάμπι (το μαύρο χρώμα απορροφά το φως του ήλιου και έτσι το νερό ζεσταίνεται, να μην πω καίει τρελά).
Got a better definition? Add it!
Οκ, είναι το κατάστημα, αλλά και γενικότερα λέμε έτσι οποιαδήποτε επιχείρηση, χώρο, κατάσταση, κύκλο κλπ. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και μάλλον υποτιμητικά. Εκτός αν χαριτολογούμε, αλλά πρέπει να το κάνουμε λιανά στον άλλον προς αποφυγή παρεξηγήσεων...
Όταν, δηλαδή, δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό σε κάτι από τα προαναφερθέντα, σημαίνει ότι το εξισώνουμε με μια «μπακάλικη» επιχείρηση, δηλαδή σε κάτι στεγνά και στυγνά κερδοφόρο και επιχειρηματικό, χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Η ειρωνεία έγκειται προφ στο ότι μέσα στο «μαγαζί» υπάρχει και καλά κάτι πολύτιμο, ενώ στην ουσία δεν παίζει κάτι τέτοιο.
Ως εκ τούτου προέκυψε και η έκφραση: ανοιχτά τα μαγαζιά
- Ρε φίλο, μη λες τέτοια, θα μας το κλείσεις ρε το μαγαζίιιι!
= θα μας κλείσεις το μαγαζί / την επιχείρηση (κυριολεκτικά)
= θα μας χαλάσεις την παρέα / την συνεννόηση
= θα κάνεις ζημιά στο σπίτι / την οικογένεια
= θα μαγαρίσεις την ομάδα μας / τον σύλλογό μας / το μπλογκ μας
κλπκλπκλπκλπ, είναι απεριόριστη η χρήση του όρου.
Got a better definition? Add it!
Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...
Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.
- Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
- Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;
- Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
- Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Τα παπούτσια, στην μωρουδοσλάνγκ, την ιδιόλεκτο των μωρών / μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων / νονών / γειτονισσών (τον όρο επινόησε ο τζίμ μπλόντος).
Εμείς οι μεγάλοι θα το πούμε όταν θέλουμε να είμαστε γούτσου ή όταν επίτηδες θέλουμε να κάνουμε τους σαχλούς... Αλλά δεν μιλάμε για γόβες στιλέτο ή ξώφτερνα, -παρά μόνο για αθλητικά ή κάτι σε βολικό και αναπαυτικό.
- Κοίτα, κοίτα, κοίτα τι σου πήρε η νονά!!! Καινούργια παπά!
Δες, μωρό μου τα καινούργια μου παπάαααα...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η πληγή, το χτύπημα, στη μωρουδοσλάνγκ...
- Μαμάααααααααααααααααααααααααααααααααααα!
- Τι, ΤΙ;;;
- Βαβάαααααααααααααααααααααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μπούουουουουουουουουουουουουου!
Got a better definition? Add it!
Από τη γαλλική λέξη pipi.
- Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
- Τώρα, έρχομαι!
...
Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!
- Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
- Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!