Ο μελωδός. Όχι ο Ρωμανός (μουάχαχα), αλλά το κρεμαστάρι αυτό που είναι πολύ ζεν και πολύ φενγκ σούι και που αποτελείται από γυαλάκια, κεραμικάκια, πετρούλες, βοτσαλάκια, σωληνάκια, μπαμπού κι άλλα υλικά περασμένα σαν χάντρες, που δημιουργούν μελωδιούλες ακαθόριστες και χαλαρωτικές όταν τα φυσά ο μπάτης και χτυπιούνται ελαφρά μεταξύ τους.

Η αλήθεια είναι δύο: πρώτον ότι πράγματι κάνουν πολύ ωραίο ήχο αυτά. Δεύτερον ότι εκτός από «γκλινγκλιν» αγνοούσα ότι έχουν και επίσημη ονομασία, το μελωδός δηλαδή. Τρίτον το είδα σε υπότιτλο στην τηλεόραση και ήμουν έτοιμη να αρχίσω πάλι τα καντήλια -όπως τότε που, από υποτίτλους στο κανάλι της Βουλής με τους (επισήμως) 1300 αδρανείς υπαλλήλους, είχα πληροφορηθεί ότι οι Βάνδαλοι, λέει, κατέστρεψαν το Παρίσι μετά την Γαλλική Επανάσταση (και πίσω απ' όλο αυτό ήταν απλώς η γαλλική λέξη vandalismes = βανδαλισμοί), αλλά είπα κάτσε ρε συ, πολύ τραβηγμένο, για να δω μπας και. Και να που. Μελωδός λοιπόν το γκλιν γκλιν. Όνομα και πράμα.

Έπαθα μόρφωση λοιπόν, κι είπα να σας τη μεταφέρω.

- Μωρό, είδες πουθενά τα 145 ευρώ που είχα αφήσει πάνω στο ψυγείο για να πληρώσω τη ΔΕΗ;
- Αχ αγάπη μουουου, νόμιζα ότι τα είχες αφήσει για μένα αυτάααα, και πήγα και αγόρασα αυτό το γκλιν γκλιιιιιιν... Το είχαν μισοτιμής, δεν είναι ωραίοοοο;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αυτό αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής των συνηθισμένων αργκό ή απλώς καθημερινών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιστάσεις χαιρετισμού, πχ τηλεφώνημα, συνάντηση στον δρόμο, κλπ.

Θα χρειαστεί η συνεισφορά σας οπωσδήποτε, όπως έγινε και σε άλλα λήμματα (πχ γαμοσλανγκοτέτοια (= σλανγκογραμματική), πούστης κλπ).

disclaimer: είμαι εντελώς τελείως άσχετη από χεσεμές καθότι δεν το 'χω, επιπλέον δεν τσατάρω, οπότε όλα τα καλωσορίσματα κλπ μέσω κινητού ή τσατ δεν τα ξέρω, άρα προσθέτετε αβέρτα στα σχόλια, και μετά θα τα χώνω μες το λήμμα.

α. χαιρετισμός
Έλα...
Πώς πάει; / Πώς πάμε;
Τι κάνεις;
Τι γίνεται; / Τι έγινε;
Τι νέα; / Κανα νέο; / Τα νέα σου
Κομόν σαβά;
Όλα καλά;
Γερός, δυνατός;
Τι φκιάνζ;
Τι κάμνεις;
Τι κλάνεις;
Τι λέει;
Πού 'σαι;
Πού 'τσαι;
Πούτσουνα;
Μάκια μάκια όπα όπα
Καυλώστονα!
Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο (που κάνουν σαν καμπαναριό)
Καυλημέρα / καυλησπέρα

β. απάντηση
Άς τα λέμε
(Να,) Εδώ
(Όλα) Καλά / καλάααα...
Καλά μωρέ
Κυριλέ
Τα γίδια
Τσουλάει
Ήσυχα
Γενικά / γενικώς Νταξ μωρέ
Όλα παλιά
Ζω
Χαλαρά
Μια χαρά χαράδρα

γ. η συνέχεια
δεμελές
δεμελέρε
τι άλλα (νέα);

δ. κλείσιμο
Αυτά μωρέ
Καλά τότε
Μιλάμε
τα λέμε
τα λέμε λέιζερ
τα λέμελε
τα μελέ μελομακάρονα
μάλιστα
γεια χαράδρα
καβληνύχτα

ε. συνδυασμός
- Έλα, πώς πάει, τι γίνεται, όλα καλά; - Καλά μωρέ, εδώ, τσουλάει.
- Δεμελές, τι άλλα νέα;
- Τίποτα μωρέ, ήσυχα.
- Καλά, τα λέμε λέιζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή προς το πιο λάιτ της λέξης σταρχιδιστής.

Ο ζεμανφουτίδης (από το ζεμανφού < γαλλ. je m'en fous = χέστηκα, αδιαφορώ κλπ), απλώς αδιαφορεί φιλοσοφικώ και υπαρξιακώ τω τρόπω για τα πάντα και είναι λίιιιιγο πιο γραφικός, πιο ανάλαφρος, πιο συμπαθής και πιο ώλ τάιμ κλασίκ τύπος από τον ελληνάρα σταρχιδιστή (που κάνει πιο πολύ σε βαρύ πεπόνι ένα πράμα).

- Για τράβα πες του να βάλει κι αυτός την τζίφρα του για το θέμα.
- Σιγά ρε μην ασχοληθεί αυτός ο ζεμανφουτίδης ρε! Αυτός είναι καναπές, τώρα τον γνώρισες;

(από Khan, 01/06/10)

Δες και -ίδης, ζαμανφού, ζαμάν φου, ζαμανφουτίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάλια, δράμα, τραγικό, για κλάματα.

- Πώς πάει, βρήκες δουλειά;
- Άσ' τα ρε φίλο, σκέτο κλάμα η υπόθεση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Διοικητικό Συμβούλιο, ή το Δημοτικό Συμβούλιο, αναλόγως. Ενίοτε σημαίνει και το Διπλωματικό Σώμα.

Κατά το σκ, σουκού, πσκ, πουσουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ.

- Τι έγινε με την πρότασή σας;
- Περιμένω να περάσει από το δουσού, και αναλόγως.

(από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μεν λένε έτσι στο Τζάντε τον Διονύση, αλλά το ονοματάκι αυτό χρησιμοποιούνταν παλιά για τον νέο οδηγό, αυτόν με το Ν στο πίσω τζάμι (μπλιαχ).

- Τομπούστη, παραλίγο να με τρακάρει ο μαλάκας!
- Ηρέμααααα, θα τα βάζεις και με τους Νιόνιους τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροσκοπικά σπυθουράκια, πυκνά-πυκνά σαν αναφυλαξία, τα οποία εμφανίζονται στο δέρμα όταν ζεστάνει ο καιρός και αρχίσει η εφίδρωση. Επίσης εμφανίζονται στα μωρά, εκεί όπου φοράνε την πάνα. Μπορούν να βγουν και στο γυναικείο δέρμα γύρω από τα γεννητικά, αν πχ ερεθιστεί από καμιά σερβιέτα, ή στο δέρμα του στήθους (και στα δύο φύλα).

Δεν είναι σύγκαμα, είναι πολύ πιο ελαφρύ. Νομίζω ότι δεν είναι ούτε δερματικό νόσημα, ούτε αλλεργία, είναι απλώς σύμπτωμα της μη καλής αναπνοής του δέρματος. Οι πάνες ή οι κρέμες ή το λουράκι του ρολογιού μπουκώνουν το δέρμα όταν πιάσουν οι ζέστες και αυτό αντιδρά. Η λέξη όμως είναι απαίσια και σε κάνει να νιώθεις τελείως μωρό, ή λίγο σίχαμα, όταν ακούς να σου λένε ότι «δεν είναι τίποτα, ιδρωτσίλες είναι, θα περάσουν».

Όταν γεμίσεις ιδρωτσίλες το δέρμα γίνεται πολύ ανώμαλο, χωρίς να είναι όμως αυτό ορατό παρά μόνο από πολύ πολύ κοντά, ή υπό επιθετικό πλάγιο φωτισμό. Η αίσθηση στα χέρια, όταν χαϊδέψεις την περιοχή που έβγαλε ιδρωτσίλες, είναι σαν να έχεις άμμο στα δάχτυλα. Το δέρμα δηλαδή παύει να είναι λείο και γίνεται σαγρέ.

Λέγονται και «δρωτσίλες» και «ιδρωτήρια».Το επιστημονικό όνομα του φαινομένου μου διαφεύγει, όποιος το ξέρει ας μας το πει.

egw eixa xrhsimopoihsei to aloe vera gia ntemakigiaz alla etsouze sta matia! Kai sto swma epishs ginomoun ena xali kai miso. Gia to maurisma omws!!! Kserw mia kopela pou to ebaze panw apo anthliako me deikth megalo (20) kai epairne super xrwma xwris na kaigetai!

προσοχή γιατί εγώ το έβαλα πάνω από 12άρι αντηλιακό γύρω στις 4 το απόγευμα, ο ήλιος έκαιγε πολύ και ναι μεν δεν κάηκα αφού φορούσα δείκτη αλλά ένιωθα από το τζελ να μην αναπνέει το δέρμα και γέμισε ιδρωτσίλες που έφυγαν το βράδυ...
(από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προειδοποίηση του μαγκίτη, που σημαίνει «άσε τις μαλακίες». Τα λόγια σου, δηλαδή, πρόσεξέ τα και ξαναπές αλλιώς αυτό που είπες, ειδεμή θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο.

Συναφείς και οι παρακάτω εκφράσεις: πάρ' το αλλιώς (μεταφορικά), σεταμάς, κόφ' την παραμύθα, κάν' τα λιανά, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, άσ' τα πούστικα, κλπ.

Πάψε να μου κάνεις πια την πάπια
δεν τα τρώγω τέτοια χάπια.
Στρίβε λόγια κι άσε την κορόιδα
κι έλα βασανάκι για να βρεις μεράκι,
να σου σκάσω άψε-σβήσε το φιλί.

ρεφραίν:
Έλα και στρίβε τώρα λόγια μη ξηγιέσαι μ' απονιά,
μην ακουστούνε μοιρολόγια για τα 'σε στη γειτονιά.
κλπ

Στίχοι, μουσική, πρώτη εκτέλεση (1930): Γιώργος Καρράς

(από ironick, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζοχαρούμενος, χάχας, ασόβαρος. Ακόμα και το γέλιο του είναι νευρικό.

Καμία σχέση με τον χιουμορίστα, τον πλακατζή, τον γελαστό και εύθυμο άνθρωπο. Ο χαχαμπούχας είναι ο κατεξοχήν τύπος του μ(π)ουάχαχα - εξού και η λέξη.

- Τι παίζει τελικά με τον Νώντα;
- Τϊποτα, δεν μπορώ τους χαχαμπούχες, δε μπα νά 'ναι γαμώ τους γκόμενους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φούσκα που βλέπουμε στα κόμιξ πάνω από τον χαρακτήρα που μιλάει, μέσα στην οποία καταγράφονται τα λόγια ή οι σκέψεις αυτού. Συννεφάκι σκάει και στους υπολογιστές, όταν το σύστημα σε ειδοποιεί για κάτι που μόλις έγινε, ή που πρέπει να γίνει κλπ.

Λέγεται συννεφάκι γιατί είναι λευκό το φόντο και γιατί συνήθως έχει σχήμα σύννεφου, δηλ. δεν είναι γραμμικό. Υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ συννεφακίου σκέψης, λόγου, κραυγής κλπ, βλ. εδώ.

Δεν ξέρω αν ανήκει πια στην αργκό αυτή η λέξη (άρα και στο παρόν λεξικό). Σαφώς όμως πρωτοεμφανίστηκε αδόκιμα (γι' αυτό και την καταχωρίζω) και, όπως πιστεύω, ελλείψει άλλου όρου πέρασε τελικά στη ζαργκόν της τυπογραφίας. Αν έχει ο λαός σοβαρές ενστάσεις, θα το ξουτάρω.

Ο ΗΡ ολοκλήρωσε τον έλεγχο κατάστασης. κάντε κλικ σε αυτό το συννεφάκι για να δείτε τα αποτελέσματα.

Γεια σου Ιρονικ Συννεφουλα (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified