Ειρωνικό σχόλιο για την παρτόλα που το παίζει παρθενόπη. Δεν είναι ακριβώς η μισοπαρθένα, είναι αυτή που, εννοείται, ούτε από κώλο είναι παρθένα, αλλά το λέμε έτσι για να δείξουμε το τελείως αντίθετο.

- Σα να μου φαίνεται παρθενάκι το Λιζάκι, για πρόσεχε...
- Παρθένα, αυτό το ξεψώλι;! Ουουου, τι να σου πω! Παρθένα από κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published

«Έχω κάποιον στο φτου»: έχω κάποιον στο φτύσιμο, τον φτύνω, τον κλάνω, τον έχω χεσμένο, τον υποτιμώ, τον υποβιβάζω και όλ' αυτά τα καλά.

Για να μάθει και ο ξένος μεταφραστής, «φτου» είναι ο ήχος που κάνουμε όταν φτύνουμε.

- Δεν σε βλέπω ευχαριστημένο με τη Σάσα...
- Τι ευχαριστημένος να είμαι ρε μαλάκα, όλο στην αναμονή και υποσχέσεις και κοντραπαξιμάδια, και κοκό γιοκ. Με έχει στο φτου, χαλαρά.
- Ρε μπας κι είναι παρθένα;
- Ναι, παρθένα από κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέγανε κάποτε για την τσαλακωμένη μούρη των πεκινουά... Κάτι παρόμοιο με το την τράκαρε το 14άρι.

Η υποφαινομένη παρακαλεί γνωστούς τε και αγνώστους να μη βάλουν κανα φριχτό μύδι, όχι γιατί δεν μπορεί να πατήσει το μαγικό κουμπάκι, αλλά θα συγχιστεί και δεν κάνει.

- Βρήκα ένα σκυλάκι στο δρόμο... τα χάλια του έχει, θα το κρατήσω.
- Α μπράβο! Και πώς μοιάζει;
- Πρέπει να είναι ράτσα και να το σουτάρανε οι μπάσταρδοι, αλλά δεν ξέρω την ονομασία, είναι από αυτά που έχουν τρακάρει σε τοίχο.

(από patsis, 20/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Η καθομιλουμένη λέξη για την προμνησία. Από το γαλλικό Déjà vu (βλ. παράδειγμα 2).

Το άρθρο της Βικούλας είναι κατατοπιστικό, οπότε δεν έχει νόημα να πω άλλα.

Θα πω όμως ότι τώρα τελευταία έχει χάσει την πρώτη της σημασία η λέξη και έχει καταλήξει να σημαίνει κάτι τ. όλο γίδια και τα γίδια του μυαλού σου ροκανίδια ένα πράμα. Δηλαδή αναφέρεται σε κάτι που πράγματι ξανασυνέβη, όχι σε κάποιο τερτίπι της μνήμης ή σε μεταφυσικό δεγκζερωτί (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Τετάρτη Βράδυ. Στάδιο «Καραισκάκης». Ολυμπιακός - ΠΑΟΚ πράξη πρώτη για το κύπελλο Ελλάδας. Ντεζαβού για τις δυο ομάδες που πριν από δυο χρόνια είχαν κοντραριστεί για τον ίδιο θεσμό και πάλι στην προημιτελική φάση.

  2. Το πιο έντονο ντεζαβου που έχω ζήσει ποτε, ήταν πριν πολλά χρόνια και είμασταν εγώ η αδερφή μου και ένας παλιός φίλος της. Ο άνθρωπος είχε κάνει επίσκεψη στο σπίτι της αδερφής μου, που έτυχε να είμαι και εγώ εκεί και τον έβλεπα για πρώτη φορα. Μετά απο καμμια ώρα που είμασταν μαζί, είχαμε κάτσει (θυμάμαι) ο άνθρωπος στον καναπέ, εγώ ήμουν όρθιος στην πόρτα και η αδερφή μου στην κουζίνα, και εκεί το νιώθω.Δευτερόλεπτα μετά πετάγεται η αδερφή μου και λεεί παιδιά μόλις έπαθα ντεζαβού, και το ίδιο λέει και ο φίλος της, κάτι που και εγώ ενιωθα. Για πολύ καιρό πίστευα ότι μπορεί όντως σε κάποιο παράλληλο σύμπαν μπλα μπλα μπλα. Τελικά όμως μήπως απλά είχαμε κάτσε σε συγκεκριμένες θέσεις λίγα λεπτά πιο πριν, και απλά έτυχε να νίωσουμε ταυτόχρονα ότι κάτι μου θυμίζει αυτό;

αμφότερα από το νέτι

(από Khan, 20/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αφορά την γυναικεία ένδυση κυρίως, χωρίς να αποκλείεται και η αντρική. Το πολύ κοντό ρούχο για το επάνω μέρος του σώματος. Συνήθως πλεκτό ή σακακοειδές.

Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει τα ζακετάκια που φοράνε στα μωρά για την ημέρα του βαφτισιού τους και δίνει την εντύπωση ότι το έχεις από τότε και εξακολουθείς να το φοράς. Παρόλο τον μπαμπαδισμό της όμως (αντίστοιχη κρυάδα με το «μπήκε στο πλύσιμο;» που λεγόταν για τα μίνι όταν πρωτοσκάσαν ή για τα κάπρι ή για τα κοντά μπλουζάκια, ή το άλλο: «απόκριες έχουμε;»), η λέξη τείνει να καθιερωθεί.

Το κοντό λοιπόν πανω-φόρι είναι αξεσουάρ που βαστά πολύ πίσω στον χρόνο. Στα δικά μας, παίζει και σε παραδοσιακές στολές, όπου λεγόταν «μπαμπουκλί», βλ. εδώ.

  1. Καλά, το άτομο ήταν τρελά ντυμένο: βαφτιστικό σακάκι, κάλτσα μακώ με στάμπα, κολάν με σχέδιο, σταράκια, τελείως φεύγα σου λέω!

  2. Κι έσκασε μύτη στη συνεδρίαση σα λολίτα. Πού πα ρε βλαμένη με το βαφτιστικό... Πουτάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά τα δυο πάνε μαζί γιατί είναι το ίδιο πράμα με άλλα λόγια: τα μεν πρώτα προφορικά, τα δε γραπτά. Κωλοκάναλο και κωλοφυλλάδα δεν είναι πια απλοί χαρακτηρισμοί (ότι πρόκειται για κάτι του κώλου δηλαδή), είναι ξεχωριστή κατηγορία ΜΜΕ και Τύπου, είναι κίτρινα, τρας, καραζαμπλιάξ, καλτ κατά κάποιους, αλλά κυρίως λίαν διασκεδαστικά για τη μάζα και εξαιρετικά χρήσιμα για τους εκάστοτε χειριστές της. Μέσα από το κωλοκάναλο και την κωλοφυλλάδα περνάνε τάσεις πανικού και τρόμου στον κοσμάκη, που άλλο που δεν θέλει, γιατί η ζωή αλλιώς δεν έχει νόημα. Άρα όλοι μένουμε ικανοποιημένοι και παραμένουν αυτές οι ντροπές στην καθημερινότητα, και θα παραμείνουν εις τους αιώνας των αιώνων αμήν και πότε.

Υποτίθεται ότι δεν είναι όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά κωλοφυλλάδες, ούτε όλα τα κανάλια κωλοκάναλα. Και καλά υπάρχουν κάποια με κύρος κλπ. Μπαρμπούτσαλα. Για όποιον ξέρει να διακρίνει κάτω από τις γραμμές ή γνωρίζει το τζετ σετ της κάθε κλίκας, όλα είναι τα ίδια. Τεσπα επισήμως όμως, κωλοκάναλα λέμε κανα σταρ, κανάλτερ, κανα χάι, τέτοια, κωλοφυλλάδες λέμε καμιά αυριανή, καμιά εσπρέσο κουτουλού. Έτσι, για τον ξένο μεταφραστή.

Σ.ς. Το κωλο- στην κωλοφυλλάδα μπορεί να παραπέμψει και στο ότι μόνο για σκούπισμα είναι καλή (είναι και το μελάνι αντισηπτικό βλέπεις).

  1. Ρε πστ, πάψε και καλά «κάλτ κι άποψη κιέτς» να χαζεύεις τα κωλοκάναλα, θα χαλάσεις, σ'το λέω!

  2. Μα το έγραψε και ο τύπος. Και όχι μόνο οι κωλοφυλλάδες, όλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του σταρχιδισμός.

Παράγωγο: στομπουτσιστής.

Συνώνυμο: της ψωλής μας ο χαβάς.

Αγαπημένες ατάκες: ζμπότσομ, ζμπόυ τσομόυ / στον μπόυ τσο μόυ, ζμπούτσαμ.

  1. Το στομπουτσιστής / στομπουτσισμός με αρέσει περισσότερο (και το χρησιμοποιεί και ο Χοτζ).
    (σχόλιο αλίβε για το ζεμανφουτίδης)

  2. Καλό παιδί, δε λέω, αλλά με πεθαίνει αυτός ο στομπουτσισμός του, ο κόσμος χάνεται και δεν του καίγεται καρφάκι του μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραχειά και κάπως ντεμοντέ σλανγκιά για την ωραία και προκλητική γκόμενα. Την αποκαλούμε έτσι γιατί είναι δεδομένο ότι δεν πέφτει έρωτας εκεί, αλλά πούτσος. Κάτι καλύτερο από το τρύπα πάντως.

Για νέες ηλικίες: μουνάκι.

Συνώνυμα: αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι.

  1. Ο τριμαλάκας, το αρχίδι, ο μουνίκακας, ο πουτανόψυχος -και πάει λέγοντας.

Και τα δύο λέγονται και από γυναίκες.

Αν είναι δυναμό, δεν το είχαμε με τη σημασία αυτή.

  1. - Ωραίο μουνί η Τερέζα.
    - Μη σ' ακούσει μόνο να τη λες έτσι.
    - Μμμμ, σιγά την παρθενοπιπίτσα...

  2. - Και κει που ήμασταν, σκάσανε τρία μουνάκια και δεν είχε πού να καθίσουνε και καθίσανε στο τραπέζι μας και...
    - Και μέσα σε πέντε είχες γαμήσει στις τουαλέτες;
    - Ναι! πού το κατάλαβες; - Αφού σε έχω γεννήσει ρε μαλάκα άντρα!!

  3. - Είσαι και πολύ μουνί ρε φίλε, το ξέρεις;
    - Ποιον είπες μουνί ρε μουνί;

(από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο γαμώ, τόσο καταπληκτικός που σε στέλνει (λέμε τώρα, άν και ουκ ολίγοι έχουν μετρήσει τα ραδίκια ανάποδα πάνω στη φάση).

Συνήθως πρόκειται περί γκόμενας, αλλά μπορεί να είναι και κάποιο φαγητό, άρωμα, κατάσταση, καβλόρουχο, καβλοπάπουτσο κλπ.

Παλιά σλανγκιά.

Mortel, όπως λένε και οι Γάλλοι.

  1. Μαλάκααα, είδες με τι θανατηφόρο μουνί έσκασε ο Τάκης χθες;

  2. - Σου αρέσει αυτό το μπέιμπι ντολ μωρό μουουου;
    - Θανατηφόρο, δε λέω! Για έλα δω τώρα...

Σε άλλες γλώσσες: sick (αγγλικά), mortel (γαλλικά), deadly (ιρλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συντηρητικό άτομο. Η κατάληξη -ίκλα προσδίδει επιπλέον κακομοιριά στον χαρακτηρισμό.

Ο συντηρίκλας, η συντηρίκλα. Το τελευταίο λέγεται και για άντρα όμως.

  1. ...πίσω από όλα αυτά τα μασκαραλίκια της ξεβράκωτης ξεσαλωμένης, που φουμάρει, βρίζει και γενικώς σοκάρει, ότι από κάτω κρύβεται μία συντηρίκλα του κερατά που αν ζήσει τον έρωτά της νοιώθει πόρνη αστεφάνωτη...
    (από το νέτι)

  2. Μεγάλη συντηρίκλα ο Μανόλης, δεν το είχα καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified