Η φραουλίτσα. Παράφραση-λογοπαίγνιο με το γερμανικό Frau Lisa (κυρία Λίζα).
Μμμμ, ωραία! Βλέπω έχουμε φραουλίζες για επιδόρπιο σήμερα!
Η φραουλίτσα. Παράφραση-λογοπαίγνιο με το γερμανικό Frau Lisa (κυρία Λίζα).
Μμμμ, ωραία! Βλέπω έχουμε φραουλίζες για επιδόρπιο σήμερα!
βλ. και Φράου Χέλγκα
Got a better definition? Add it!
Ο τιποτένιος, το μηδενικό. Από την γερμανική λέξη null (= μηδέν, προφέρεται νουλ). Το λέμε και για άντρα και για γυναίκα.
Άιντε γαμήσου μωρή νούλα, σήκω φύγε από δω χάμω, άειντε και στο διάολο, μαλάκα...
Got a better definition? Add it!
Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.
Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...
Got a better definition? Add it!
Ο κατακαημένος, ο κακομοίρης, ο τρισάθλιος. Αυτός του οποίου ο κώλος έχει συγκαεί (όπως παθαίνουν τα μωρά) από και γω δεν ξέρω ποια αιτία. Ωσεκτουτού υποφέρει και εκφέρει ηλίθιες απόψεις επί παντός επιστητού, μπας και ξεπεράσει τον γελοίο πόνο του.
- Τι λέτε ρε συγκαμένοι, ρε κακομοίρηδες... (από φράση του Κων/νου Τζούμα, στην πρωινή του εκπομπή στον Εν Λευκώ)
Got a better definition? Add it!
Λέξη χωρίς νόημα που υποδηλώνει ακαταστασία, μπάχαλο, μπέρδεμα, κλπ.
- Πήγα να πληρώσω στην εφορία και με είχανε 50 λεπτά και περίμενα για ένα κωλόχαρτο, τέτοια γκαντεμιά δεν είχε ξαναγίνει. Το κτίριο ήταν άδειο, ήμουν μονο εγώ εκεί μέσα, και πάλι δεν μπορέσανε να εξυπηρετήσουν. - Καλά τώρα, σουμουντρούκουλου...
Βλ. και σχετικό λήμμα σκουρδουμπλούκου
Got a better definition? Add it!
Μας πήρανε χαμπάρι οι ανεπιθύμητοι, ήρθαν και αυτοί (μπουλουκηδόν συνήθως) και χάσαμε την ησυχία μας.
Μόλις στρώσαμε να φάμε χτύπησε το κουδούνι. Ήταν οι από κάτω που ήθελαν να δούνε, λέει, τί κάνουμε. Δεν μπορούσα να μην ανοίξω γιατί πριν από λίγο τους είχα ζητήσει ένα ματσάκι μαϊντανό. Τι να κάνω, τους είπα από ευγένεια να κάτσουν κι αυτοί για φαγητό και βεβαίως έκατσαν χωρίς αναστολές. Πάει το ρομαντικό δείπνο με τον Αντώνη... ο οποίος όλη την ώρα μουρμούραγε με τη μπουκιά στο στόμα και κοιτούσε μόνο το πιάτο του:
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι...
Ευτυχώς (;) οι γύφτοι δεν τον ακούσανε να το λέει.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται από γυναίκες, κοριτσάκια και αδελφές. Σημαίνει βρίσκομαι μέσα σε κάτι μαλακό και ζεστό (μην πάει ο νους σας στο πονηρό, είναι υγρό αυτό το τελευταίο), στεγνό, μπορεί να είναι ρούχο, μαξιλάρι, πάπλωμα, κλπ. Γενικά είμαι προστατευμένη από κάθε κακό και νιώθω πάαρα πολύ άνετα. Ωσεκτουτού δεν χρειάζομαι κανέναν. Συνοδεύεται από το τραγούδι εκείνο που έλεγε: I don't want anybody else, when I think about you I touch myself.
επίθετο: χουχουλιάρικο
Καλά, ε; Αυτό που πήρες είναι πολύ χουχουλιάρικο! Θα το φοράς στο σπίτι όλη μέρα και θα χουχουλιάζεις...
Got a better definition? Add it!
Αυτοί με το ξυρισμένο κεφάλι και τα δερμάτινα, τα μαύρα, κλπ. Ξέρετε, οι ζόρικοι, αυτοί που τον σκυλοπαίρνουν κατά τ' άλλα. Λίγο φασό, λίγο απ' ό.... Από την αγγλική λέξη skinhead.
- Καημός η κυρά Λέλα! Ο γιος της ξηγήθηκε σκίνι και αυτή το φυσάει και δεν κρυώνει!
- Καλά να πάθει, αυτή και το σόι τους τον έμαθαν έτσι. Πού νά 'ξερε ότι τον παίρνει κιόλας!
Got a better definition? Add it!
Ξεβρακώνομαι: εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα.
- Εσύ καλά την έχεις, δεν μιλάς ποτέ για την πάρτη σου και όλα OK. Εγώ ο μαλάκας ξεβρακώνομαι με τη μία.
Got a better definition? Add it!
Αυτά, αλλά το λέμε έτσι για να πλάκα. Συμπίπτει και με την πραγματική λέξη απτά (=χειροπιαστά).
- Τί άλλα;
- Τίποτα μωρέ...
- ...
- Απτάαα...
- Τα λέμε τότε.
- Οκ, γεια.
- Γεια.
Got a better definition? Add it!