Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.
- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...
Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.
- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...
Got a better definition? Add it!
αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):
Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ
- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
- Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.
Got a better definition? Add it!
Ο ειδικός υπόγειος εκσκαφέας που χρησιμοποιείται στη διάνοιξη μιας σήραγγας του Μετρό. Παράφραση του τυφλοπόντικας = ζώο που σκαλίζει υπογείως για να κινηθεί.
Μεταφορικά: το μεγάλο μέσο που χρειάζεται να επιστρατευθεί στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύ σφιχτή ή μεγαλοπαρθένα.
- Τα έμαθες; Επιτέλους η Λένα πηδήχτηκε!
- Ποιος ήταν ο τυχερός;
- Δεν ξέρω, αλλά ο τύπος θα χρειάστηκε μετροπόντικα για να τα καταφέρει!
- Μπα, κάτι τέτοιες μην τις φοβάσαι, τα έχουν κανονίσει όλα μόνες τους!
Got a better definition? Add it!
Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.
- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;
Got a better definition? Add it!
Αυτή που έχει μεγάλο κώλο.
-Του Κώστα του αρέσουν οι κωλαρούδες.
-Μπα, αρχίδια του αρέσουν. Τις προτιμάει γιατί δεν θα του την κάνουν εύκολα με άλλους, δεν τις θέλει κανείς.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που δίνει κώλο αβέρτα.
-Φοβερή κωλού η Τιτίκα, ε;
-Πού το είδες, ίσα-ίσα, μου φάνηκε ότι έχει μικρό κωλαράκι...
-Δεν εννοώ το μέγεθος ρε άσχετε!
-Αλλά;
-">&*%$¨|@
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.
- Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
- Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
- ...
Δες και κουμούτσα.
Got a better definition? Add it!
Ογκώδες οικογενειακό αμάξι παλαιού τύπου, όπως πχ. η Κορτίνα (αλλά και γενικά το μεγάλο και φαρδύ οικογενειακό αμάξι). Συνήθως πρόκειται περί απεριποίητου αυτοκινήτου, χιλιοτρακαρισμένου, ξεχαρβαλωμένου και σκονισμένου μέσα κι έξω. Μέσα μυρίζει κακής ποιότητας δερματίνη σε συνδυασμό με κακής ποιότητας βενζίνη και μπαγιάτικη τσιγαρίλα που ξινίζει. Είναι ακατάστατο, γεμάτο στυλό Μπικ, σπιράλ μπλοκάκια, κασέτες, κλπ. Πιθανόν δε να έχει και πλεκτό μαξιλαράκι στο πίσω κάθισμα. Κατά κανόνα τα φλας του δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνουν πάρα πολύ γρήγορα.
Το αυτοκίνητο αυτό είτε είναι must ή ανήκει σε κάποιον ξεχασμένο από τον χρόνο αριστερό, ή, τέλος, σε κάποιον παππούλη.
Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.
Είπα να κόψω από τα στενά για να φτάσω πιο γρήγορα κι έπεσα σ' έναν γέρο με μια μαούνα που δεν μπορούσε να στρίψει, δεν χωρούσε να περάσει, πήγαινε αργά, τα φρένα δεν ανάβανε, γάμησέ τα, έφτασα είκοσι λεπτά καθυστερημένος...
Τι μπάζο, χριστέ μου, τι μαούνα! Και τη βρίσκει να την πηδάει, το πιστεύεις;
Got a better definition? Add it!
Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.
Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.
Got a better definition? Add it!
Ο γρουσούζης.
Επίσης: γκαντέμω, γκαντέμικο.
Ο Μητσοτάκης λένε ότι είναι μεγάλος γκαντέμης.
Got a better definition? Add it!