Άτυπος αρχιτεκτονικός όρος. Λέγεται για κτίρια που κάνουν μπαμ ότι είναι χτισμένα επί χούντας, δηλ. δεν είναι απλώς δωρικά (πράγμα διόλου κακό, βλ. πχ λιτά αρχιτεκτονήματα-αποπαίδια του Λε Κορμπυζιέόπως ορισμένα Ξενία), αλλά ευτελή, αρπακολλάτα και άσχημα.

Καλά ρε μαλάκα, σε χουντικό βρήκες να νοικιάσεις; Μόνο για μπατσάδικο κάνει!

βλ. και τούρτα,ορισμός 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη έκφραση που σημαίνει «πάει να βρέξει». Μαζεύει σύννεφα βροχής, δηλαδή.

Ρε συ Λίτσα, μαζεύει πάλι, καλύτερα να μην απλώσεις ρούχα λέω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τις πιο μαμαδίστικες γειώσεις. Λέγεται όμως απ' όλους.

Το λέμε τσαντισμένοι όταν δεν έχουμε (πια) απάντηση και θέλουμε να αποστομώσουμε τον άλλον και να τελειώνει η κουβέντα.

Συνώνυμο: γιατί κλάνει το γατί. Παρόμοιο: γιατί έτσι.

  1. - Γιατί μαμά;
    - Για να ρωτάς.

  2. - Μα γιατί δε μου λες τι έγινε;
    - Για να ρωτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή για την έκφραση πίπες. Το λατινοπρεπές του πράγματος την κάνει πιο ανάλαφρη, λιγότερο ή καθόλου πρόστυχη και την καμουφλάρει αισθητά.

- Τι έγινε, τα βρήκατε;
- Λος πίπος. Τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτο-αναισθητοποιούμαι, γίνομαι εσκεμμένα άνιωθος γιατί δεν αντέχω άλλο την παραμικρή συγκίνηση ή γιατί η περίσταση δεν το επιτρέπει ή γιατί πρέπει να έχω τα λογικά μου σώα εφόσον επείγει η ορθή διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης. Σα να είμαι μηχάνημα το οποίο με το πάτημα ενός κουμπιού απενεργοποιείται.

- Καλά, δεν σε συγκινεί καθόλου η φάση;
- Έχω πατήσει τα κουμπάκια μου, μη νομίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η συσκευή που ψήνει καφέ ή άλλα τινά.

Σλανγκιστί σημαίνει άλλο ψήσιμο: το καλόπιασμα, την ψιλοεκβιαστική διπλωματία, το πέσιμο στον άλλον μπας και τον πείσουμε να κάνει κάτι για μας, επίσης το καμάκι (επειδή ψήνουμε τη γκόμενα μήπως μας κάτσει), τεσπα το κουραστικό μπίρι-μπίρι προς κάποιον προκειμένου αυτός να κάνει ό,τι του υποδεικνύουμε.

  1. Ο Πατρίς Εβρά ξεκίνησε το... ψηστήρι, προκειμένου να πείσει τον Σαμίρ Νασρί να συνεχίσει την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι στην συμπολίτισσά της, Σίτι, που μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο...

  2. «Ψηστήρι» σε Ρεν και Γιούνκερ πριν το Eurogroup Οικονομικά Θέματα.

  3. Άσε το ψηστήρι, ακόμα δε μπήκε η κοπέλα!!!

  4. Ο Γιαννάκης (Ζαμπέτας)

Γιαννάκη ομορφόπαιδο
Γιαννάκη λεβεντόπαιδο
παμπόνηρε και παραμυθατζή
Με το παραμύθι σου την έκανες την τύχη σου
και το ψηστήρι σου φιγουρατζή

όλα από το δίχτυ

Στην αρχή το λέει ο δεξιο-τέχνης Γ. Ζαμπέτας. (από Khan, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον / κάτι που έχει το μαύρο του το χάλι και δεν σηκώνει (και καλά) θεραπεία ή επισκευή, παρόλο που (για λόγους ηθικούς ή επειδή είθισται ή επειδή η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία) θα περάσει από το στάδιο αυτό προτού πάει στα αζήτητα.

Πολλές φορές είναι απλό πείραγμα (για να πούμε μετά στον άλλον «έλα μωρέ, πλάκα κάνω»), άλλες είναι αλήθεια.

  1. Άσε, αν αρχίσω με σπονδύλους, κλείδα, κεφάλι, λεκάνη, πόδι, μύτη κλ.π. γράφω ολόκληρο βιβλίο.... Γενική επισκευή και πέταμα.... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!

  2. Έτυχε πριν από λίγο καιρό να βρεθώ σε μια συζήτηση φίλων οργανοποιών και με εξέπληξαν οι απόψεις τους για το θέμα αυτό. Αλήθεια υπάρχουν όργανα που σε ένα χρόνο από την κατασκευή τους χρειάζονται γενική επισκευή και πέταμα.

  3. Η ομάδα που έχει δεν είναι γερασμένη δεν είναι τελειωμένη δεν είναι για γενική επισκευή και πέταμα όπως έχει γραφτεί κατά κόρον πριν από δύο μήνες.

(ψαρεμένα με δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντόκωλος γεροδεμένος άντρας. Βλ. και πόνι.

- Ωραίος γκόμενος!
- Ποιος, ο τσολιάς;

γαμώτη, μ\'έχει κόψει το καλσόν... (από MXΣ, 10/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό à la. Σημαίνει «σε στυλ» / «σε ύφος» / «με τον τρόπο» κάποιου, τ., κττ.

Ακούγεται σαν μία λέξη, αλλά κανονικά γράφεται χώρια. Παρόλ' αυτά συνηθίζεται και ως ενιαίο, «αλά». Πάντως όχι με 2 -λ- καθότι δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας αλλά, ούτε με το άλα.

  1. Παίξ' το χλίδας και βάλε κανα ματογυάλι α λα Ωνάσης.

  2. Να τσακίσουμε κανα φιλέτο με μανιτάρια α λα κρεμ ή να φάμε κάτι πιο υγιεινό, τι λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified