Θυμίζει επιφώνημα στα μικυμάου, αλλά σημαίνει, απλά, «What the fuck», δηλ. «τι σκατά», «τι στο διάολο».
- Γουαταφάκ! Τι βυζί είναι αυτό μωρή; Πού το βρήκες από τη μια μέρα στην άλλη; Γουόντερμπρα;
- Οοοόχι! Κονάτο!
Θυμίζει επιφώνημα στα μικυμάου, αλλά σημαίνει, απλά, «What the fuck», δηλ. «τι σκατά», «τι στο διάολο».
- Γουαταφάκ! Τι βυζί είναι αυτό μωρή; Πού το βρήκες από τη μια μέρα στην άλλη; Γουόντερμπρα;
- Οοοόχι! Κονάτο!
Got a better definition? Add it!
Πρόθημα που (α) δηλώνει ότι το αντικείμενο σχετίζεται με τον φαντάρο, (β) προσδίδει την έννοια του πρόσκαιρου αλλά και του ελαφρού σε ό,τι χαρακτηρίζει.
Όταν είσαι φαντάρος (διορθώστε με) συνάπτεις ως επί το πλείστον σχέσεις για τη σχέση, προσωρινές παρέες για να σουλατσάρεις στα πέριξ ή για να την παλέψεις γενικά εκεί μέσα. Επίσης κάνεις δουλειές που, όσο και να απαιτείται από τους γαλονάδες να είναι άψογες, παρόλ' αυτά γίνονται και στο πόδι ή είναι δουλειές για να γίνουν, έτσι, για να απασχοληθεί ο φαντάρος. Και λοιπά.
Έχουμε λοιπόν
κλπ.
Η φανταρογκόμενα είναι μεν άλλο πράμα έτσι όπως το εννοώ, αλλά θα μπορούσε και να είναι μια επιφανειακή σχεσούλα, έτσι, για τα νεφρά.
- Πώς περάσατε;
- Νταξ, μωρέ, φανταροκουβέντες, τίποτα σπουδαίο...
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα που πουλάει επώνυμα ρούχα και παπούτσια (αλλά και έπιπλα, ηλεκτρονικά κλπ) με εξαιρετικά (υποτίθεται) μειωμένες τιμές καθότι πρόκειται για πρόσφατα αποσυρμένα μοντέλα ή ελαφρώς ελαττωματικά.
Πολλές φίρμες ή καταστήματα έχουν τα δικά τους στοκατζίδικα (πχ. Καρούζος, Μπένετον, βγαίνετον κττ), αλλά υπάρχουν και καταστήματα εξ ορισμού τέτοια όπως πχ το factory outlet ή κάποια μικρά χωμένα από δω κι από κει σε γειτονιές που δεν πάει ο νους σου.
Τα μαγαζιά αυτά πάντα είχαν πέραση, είτε στους μη έχοντες χρήμα για πέταμα, ή σε όσους από άποψη ψωνίζουν έτσι, ή σε όσους χεστήκανε που κλάνανε για το αν αυτό που φοράνε είναι της μοδός. Σε εποχές κρίσης δε, φτουράνε ακόμα περισσότερο. Βέβαια ο λαός λέει ότι η φτήνια τρώει τον παρά, άλλο αυτό.
Από το αγγλικό stock, βέβαια.
Σς να μην συγχέεται με τα βίντατζ (vintage) ππου πουλάνε παλιά ρούχα ή/και δεύτερο χέρι.
Τα στοκατζίδικα είναι η λύση!
Όλοι έχουν δικαίωμα στο στυλ και στα επώνυμα ρούχα, αξεσουάρ και έπιπλα - κυρίως οι φοιτητές. Ευτυχώς που υπάρχουν τα στοκατζίδικα που δικαιώνουν αυτή την άποψη.
από το Λίφο (sic)
Got a better definition? Add it!
Λέξη την οποία ουδέποτε κατανόησα για να είμαι ειλικρινής, αν και λέγεται κατά κόρον (λεγόταν στα ογδόνταζ πιο πολύ).
Δεν είναι η γνωστή μας μουνίλα, η δε κατάληξη -ίκλα δεν έχει εδώ τον ρόλο που έχει στα άλλα εις -ίκλα (βλ. σχόλιο στο συντηρίκλα). Είναι κάτι σαν υπερθετικός της ύβρεως μουνί, νομίζω.
Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι είναι λέξη «αμηχανίας»: υπάρχουν στιγμές που θέλουμε να εκφραστούμε έντονα και μας βγαίνει μια λέξη η οποία όμως δεν επαρκεί, πάμε να την εμπλουτίσουμε μεγαλώνοντάς την με κάποιο συνθετικό ή προσθέτοντας άλλες λέξεις στο πλάι της, αλλά φρενάρουμε γιατί δεν μας έρχεται τίποτα στο μυαλό και τελικά γαμιέται το θέμα και λέμε μια ανύπαρκτη μαλακία και μισή. Κάπως έτσι μου φαίνεται ότι δημιουργήθηκε αυτή η λέξη. Φρέναρε στο -κ- και μετά πήρε αναγκαστική κατάληξη.
Παρόλ' αυτά είναι βαριά βρισιά.
ΕΣΥ είσαι το κομματόσκυλο, χοντρομαλάκα της δεκάρας, μουνίκλα της βροχής. (από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Η αρχαιολογική σκαπάνη του σάη έφερε στο φως τον εξής διάλογο, τον οποίο μετατρέπω σε αυτόνομο λήμμα, τελικά.
acg:
εχω αγνωστη λεξη (φαερόπ) αλλα ειμαι στο σωστο μερος για να τη μαθω;
jesus:
χμμμ, είναι παλιά λέξη, την αναφέρει ήδη ο πετρόπουλος σε λεξικό του κ δεν ξέρω αν είναι δεοντολογικά πρέπον να φτιάξω λήμμα... δίνω φαερόπ σημαίνει πετάω, κ συνεπώς τρώω φαερόπ σημαίνει πετιέμαι από κάποιον. νομίζω το παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό της έννοιας. συντάσσεται είτε ως 'το φαερόπ τινός', είτε ως 'φαερόπ', χωρίς καν άρθρο.
poniroskylo:
Εικάζω ότι το 'φαερόπ' είναι παραφθορά του αγγλικού fire up. Σημαίνει πυροδοτώ, βάζω μπρος τη μηχανή αλλά και ενθαρρύνω, ενθουσιάζω. Πώς θα λέγαμε 'άιντε, φωτιά στα τόπια, φύγαμε' ή 'δώσε φόκο, να τελειώνουμε'; - κάπως έτσι ίσως να φτάνουμε στο πετάω, καθαρίζω από κάτι.
...
Σόρυ, το ξέχασα. To fire up γίνεται πριν από την εκτόξευση. Και εκτοξεύω σημαίνει και πετάω.
jesus:
ο πετρόπουλος θεωρεί πιθανόν να έχει εισαχθεί απ'τα επτάνησα κ ότι είναι αγγλικής προέλευσης. παραπέμπει στο λεξικό ενός ζώη, το οποίο είναι μικρό όνομα, καθώς όταν θάβει τον μπαμπινιώτη τον αποκαλεί με το μικρό του.
acg:
Ακαδημια Αθηνων και βαλε το σαιτ. Εχω μεινει εκθαμβος, μη σου πω και αναυδος.
sarant:
Ανασταίνω το νήμα για να επιβεβαιώσω ότι το φαερόπ ή φάεροπ είναι πράγματι της ναυτικής γλώσσας, από το αγγλ. fire up. Μου κάνει έκπληξη ότι έχει ελάχιστες γκουγκλιές, διότι, αν δεν κάνω λάθος, είναι και σε στίχο του Σαββόπουλου (αλλά είναι στην ξεχασμένη Μαύρη Θάλασσα)
perkins:
φαεροπ και φάι ρόπι καθ ημας θα πει ακαταπαυστα και συνεχεια. Που χου «..και τους πετάγανε κατι μογδόνια φάιρόπι.»
από τα σχόλια του λήμματος μπούμπιστρο.
να σημειωθεί ότι ο ατσεγκές ήταν πολύ νιούμπης ακόμα, ατονάλ αφού.
να προσθέσω ότι κατά το καλαμισιάνικο λεξικό, «φαερόπ σημαίνει πολλά πράγματα μαζί».
(δεν βρήκα τίποτα στο γούγλε ούτε είμαι σίγουρη αν έχω καταλάβει τι διέαολο είναι αυτό το φαερόπι τελικά, σο αν σκεφθείτε κάτι το κοτσάρω πάραυτα).
Got a better definition? Add it!
Το συντηρητικό άτομο. Η κατάληξη -ίκλα προσδίδει επιπλέον κακομοιριά στον χαρακτηρισμό.
Ο συντηρίκλας, η συντηρίκλα. Το τελευταίο λέγεται και για άντρα όμως.
...πίσω από όλα αυτά τα μασκαραλίκια της ξεβράκωτης ξεσαλωμένης, που φουμάρει, βρίζει και γενικώς σοκάρει, ότι από κάτω κρύβεται μία συντηρίκλα του κερατά που αν ζήσει τον έρωτά της νοιώθει πόρνη αστεφάνωτη...
(από το νέτι)
Μεγάλη συντηρίκλα ο Μανόλης, δεν το είχα καταλάβει...
Got a better definition? Add it!
Τόσο γαμώ, τόσο καταπληκτικός που σε στέλνει (λέμε τώρα, άν και ουκ ολίγοι έχουν μετρήσει τα ραδίκια ανάποδα πάνω στη φάση).
Συνήθως πρόκειται περί γκόμενας, αλλά μπορεί να είναι και κάποιο φαγητό, άρωμα, κατάσταση, καβλόρουχο, καβλοπάπουτσο κλπ.
Παλιά σλανγκιά.
Mortel, όπως λένε και οι Γάλλοι.
Got a better definition? Add it!
Για νέες ηλικίες: μουνάκι.
Συνώνυμα: αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι.
Και τα δύο λέγονται και από γυναίκες.
Αν είναι δυναμό, δεν το είχαμε με τη σημασία αυτή.
- Ωραίο μουνί η Τερέζα.
- Μη σ' ακούσει μόνο να τη λες έτσι.
- Μμμμ, σιγά την παρθενοπιπίτσα...
- Και κει που ήμασταν, σκάσανε τρία μουνάκια και δεν είχε πού να καθίσουνε και καθίσανε στο τραπέζι μας και...
- Και μέσα σε πέντε είχες γαμήσει στις τουαλέτες;
- Ναι! πού το κατάλαβες;
- Αφού σε έχω γεννήσει ρε μαλάκα άντρα!!
- Είσαι και πολύ μουνί ρε φίλε, το ξέρεις;
- Ποιον είπες μουνί ρε μουνί;
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικός του σταρχιδισμός.
Παράγωγο: στομπουτσιστής.
Συνώνυμο: της ψωλής μας ο χαβάς.
Αγαπημένες ατάκες: ζμπότσομ, ζμπόυ τσομόυ / στον μπόυ τσο μόυ, ζμπούτσαμ.
Το στομπουτσιστής / στομπουτσισμός με αρέσει περισσότερο (και το χρησιμοποιεί και ο Χοτζ).
(σχόλιο αλίβε για το ζεμανφουτίδης)
Καλό παιδί, δε λέω, αλλά με πεθαίνει αυτός ο στομπουτσισμός του, ο κόσμος χάνεται και δεν του καίγεται καρφάκι του μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Αυτά τα δυο πάνε μαζί γιατί είναι το ίδιο πράμα με άλλα λόγια: τα μεν πρώτα προφορικά, τα δε γραπτά. Κωλοκάναλο και κωλοφυλλάδα δεν είναι πια απλοί χαρακτηρισμοί (ότι πρόκειται για κάτι του κώλου δηλαδή), είναι ξεχωριστή κατηγορία ΜΜΕ και Τύπου, είναι κίτρινα, τρας, καραζαμπλιάξ, καλτ κατά κάποιους, αλλά κυρίως λίαν διασκεδαστικά για τη μάζα και εξαιρετικά χρήσιμα για τους εκάστοτε χειριστές της. Μέσα από το κωλοκάναλο και την κωλοφυλλάδα περνάνε τάσεις πανικού και τρόμου στον κοσμάκη, που άλλο που δεν θέλει, γιατί η ζωή αλλιώς δεν έχει νόημα. Άρα όλοι μένουμε ικανοποιημένοι και παραμένουν αυτές οι ντροπές στην καθημερινότητα, και θα παραμείνουν εις τους αιώνας των αιώνων αμήν και πότε.
Υποτίθεται ότι δεν είναι όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά κωλοφυλλάδες, ούτε όλα τα κανάλια κωλοκάναλα. Και καλά υπάρχουν κάποια με κύρος κλπ. Μπαρμπούτσαλα. Για όποιον ξέρει να διακρίνει κάτω από τις γραμμές ή γνωρίζει το τζετ σετ της κάθε κλίκας, όλα είναι τα ίδια. Τεσπα επισήμως όμως, κωλοκάναλα λέμε κανα σταρ, κανάλτερ, κανα χάι, τέτοια, κωλοφυλλάδες λέμε καμιά αυριανή, καμιά εσπρέσο κουτουλού. Έτσι, για τον ξένο μεταφραστή.
Σ.ς. Το κωλο- στην κωλοφυλλάδα μπορεί να παραπέμψει και στο ότι μόνο για σκούπισμα είναι καλή (είναι και το μελάνι αντισηπτικό βλέπεις).
Got a better definition? Add it!